Πολιτισμός

Σκιάθος Μια φωτογραφική περιήγηση μέσα από τις συλλογές Μουσείου Μπενάκη

Της Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Πρόσφατα, μου χάρισαν ένα φωτογραφικό άλμπουμ για τη Σκιάθο, έκδοση του Δήμου Σκιάθου και του Μουσείου Μπενάκη. Ήξερα πως τα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη ιδρύθηκαν πριν από πενήντα χρόνια με σκοπό να διασώσουν την παραμελημένη έως τότε, φωτογραφική μας κληρονομιά.
Το ξεφύλλισα. Ήταν φωτογραφίες, μόνον φωτογραφίες, χωρίς ιστορίες και κείμενα. Τα μόνα κείμενα ήταν ο πρόλογος του δημάρχου Θοδωρή Τζούμα, του καπετάνιου προέδρου του Ναυτικού Μουσείου Σκιάθου Γιάννη Θ. Παρίση και της υπεύθυνης των φωτογραφικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη Αλίκης Τσίργιαλου, ανθρώπων αξιόλογων, που γνώριζαν τα ταπεινά και τα μεγάλα του νησιού της Σκιάθου.

Ο δήμαρχος σχολίαζε το γεγονός πως το Μουσείο Μπενάκη είχε συμπεριλάβει το νησί και σε άλλες εκθέσεις όπως «Ταξίδια στην Ελλάδα του ’60», Ελληνικές θάλασσες», «Ταξιδιωτικές φωτογραφίες του 1904». Όμως φωτογραφική έκθεση αποκλειστικά για το νησί, δεν είχε γίνει και χρειαζόταν δουλειά. Χρειαζόταν ανασκαφή στο φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου για να βγει στην επιφάνεια όλος ο πλούτος της Σκιάθου. Και έγινε με τη βοήθεια της υπεύθυνης Αλίκης Τσίργιαλου και ο δήμαρχος το χάρηκε και επισφράγισε τη συνεργασία προς τιμήν του. Ένιωθε πως ήταν ιδιαίτερα τιμητικό για τη Σκιάθο να την προβάλει ένα εμβληματικό μουσείο, όπως το Μουσείο Μπενάκη.
Ο καπετάν Γιάννης Παρίσης και πρόεδρος του Ναυτικού Μουσείου Σκιάθου, βαθιά συγκινημένος με το φωτογραφικό υλικό, έγραψε στον πρόλογό του τα συναισθήματα νοσταλγίας του παρελθόντος, την επιστροφή του στην παιδική ηλικία με όσα εκείνος κινηματογράφησε στον νου και οι φωτογράφοι απαθανάτισαν. Σημαντικές οι πληροφορίες για τους φημισμένους αρχιμάστορες (Γιώργος Κ. Μυτιληναίος, Γιώργος Ν. Μυτιληναίος, Γιώργος Αγ. Τζουβελέκης και οι αμέτρητοι Μαθηναίοι, μια σκαριά από αυτούς να σκαρώνουν τα αριστουργήματά τους) καταγράφηκαν με γλαφυρό τρόπο, καθώς και οι εικόνες της παιδικής μνήμης, που δεν απώλεσε.
Η φωτογραφική έκθεση για τη Σκιάθο διοργανώθηκε και με τη βοήθεια του Πολιτιστικού Συλλόγου «Η Σκιάθος» με υλικό πλούσιο από δωρεές και αγορές, που αποτελούσαν μια περιήγηση, μια ξενάγηση στα μεταπολεμικά χρόνια της Σκιάθου, φωτογραφίες από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη, αλλά και ιδιωτών απλών ανθρώπων του νησιού, που ακολουθούσαν μια ενότητα, όμοια θέματα, παράλληλες διαδρομές.

Συμμετείχαν οι επαγγελματίες φωτογράφοι, Δημήτρης Χαρισιάδης, Βούλα Παπαϊωάννου, Σπύρος Μελετζής, Διονύσης Λούγαρης, Κίμων Ραφαηλίδης και Εμμανουήλ Διακάκης, αλλά και οι ερασιτέχνες Γιώργος Μανουσάκης, Αλέξανδρος Ν. Τομπάζης, Κυριάκος Ντελόπουλος.
Ο Δημήτρης Χαρισιάδης, ήταν γόνος αστικής οικογένειας από την Καβάλα. Σπούδασε Χημεία στη Λωζάνη, ενώ η φωτογραφία από νωρίς τράβηξε το ενδιαφέρον του.
Αφετηρία της φωτογραφικής του πορείας αποτέλεσε το Αλβανικό Μέτωπο (1940), όταν ο Χαρισιάδης ως έφεδρος αξιωματικός και επίσημος φωτογράφος του στρατού, απαθανάτισε τη ζωή των στρατιωτών και την επέλαση της ελληνικής στρατιάς στη Βόρεια Ήπειρο (https://www.photologio.gr).
Η Βούλα Παπαϊωάννου (1898-1990) μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας στα μισά της δεκαετίας του 1930, ασκούμενη αρχικά με επιτυχία σε λήψεις τοπίου, μνημείων και αρχαιολογικών εκθεμάτων (https://www.benaki.org).

Ο Σπύρος Μελετζής γεννήθηκε στην Ίμβρο το 1906. Από το 1923 εργάστηκε ως επαγγελματίας φωτογράφος. Οι μαρτυρίες μιας εποχής, αποτυπώθηκαν στο έργο του και χαρακτηρίστηκε ο κατ’ εξοχήν φωτογράφος της Αντίστασης. Πέθανε το 2003 στην Αθήνα σε ηλικία 97 ετών (https://biblionet.gr).
Ο Διονύσης Λούγαρης είχε ενταχθεί στο φωτογραφικό δυναμικό του Δημήτρη Χαρισιάδη. Στις συνθέσεις του ήταν φανερά επηρεασμένος από τον δάσκαλό του και οι φωτογραφικές του λήψεις προορίζονταν μάλλον για τουριστική ανάδειξη του τόπου.
Ο Κίμων Ραφαηλίδης ήταν επίσης ενταγμένος στο φωτογραφικό πρακτορείο του Δημήτρη Χαρισιάδη, όπου απόκτησε γερές βάσεις για τη φωτογραφική αποτύπωση του τοπίου.
Ο Εμμανουήλ Διακάκης ήταν φωτογράφος και εκδότης, γνωστός με την επωνυμία ΔΕΛΤΑ, δημιούργησε πλούσια συλλογή επιστολικών δελταρίων που ήταν μέσο ανταλλαγής σύντομων χαιρετισμών μεταξύ των ανθρώπων.
Ο Γιώργος Μανουσάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 1914 – Φεβρουάριος 2003) ήταν Έλληνας βραβευμένος (Ακαδημία Αθηνών, 1995) ζωγράφος, χαράκτης, φωτογράφος, συγγραφέας («Λίθοι και Πλίνθοι», 2000), εικονογράφος σχολικών εγχειρίδιων και φυσιολάτρης-στοχαστής. Ανήκε στη λεγόμενη καλλιτεχνική γενιά του ’30 και ασχολήθηκε κυρίως με ρεαλιστικές απεικονίσεις τοπίων και ανθρώπων (https://el.wikipedia.org).

Ο Αλέξανδρος Ν. Τομπάζης γεννήθηκε στο Καράτσι (των Βρετανικών Ινδιών) το 1939. Σε ηλικία έξι ετών η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία και έναν χρόνο αργότερα, το 1947, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Αποφοίτησε από την αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το 1962, όπου αρίστευσε. Την περίοδο 1963 – 1965 ήταν επιμελητής στον Τομέα Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων του ΕΜΠ.
Από το 1964 έως το 1966 εργάστηκε ως επιστημονικός βοηθός του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη. Το 1963 ίδρυσε το Γραφείο Μελετών «Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη» και ανέλαβε αρχιτεκτονικά έργα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Κυριάκος Ντελόπουλος (1933-2020), γεννημένος στην Κέρκυρα, αλλά μεγαλωμένος στην Πάτρα, ήρθε στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή με υποτροφία στο Κολλέγιο Αθηνών και εν συνεχεία ως φοιτητής στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολουθώντας στην πορεία ειδική σχολή και σεμινάρια βιβλιοθηκονομίας. Ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων. Συγγραφέας και μεταφραστής διακρίθηκε σε πολλά και διαφορετικά λογοτεχνικά πεδία, ανάμεσα τους και στο χιουμοριστικό βιβλίο (https://www.lifo.gr).
Οι φωτογραφίες όλων αυτών, ήταν μνήμες, παλιές ξεθωριασμένες, λαμπερές, εμπνευσμένες από τη θάλασσα, το αιώνιο βασανιστικό ελληνικό καλοκαίρι, το νησί, τους ανθρώπινους χαρακτήρες, τους ήρωες.
Σημείο αναφοράς το παλιό λιμάνι σε όλες τις εκφάνσεις του, ο τόπος γύρω με το Μπούρτζι και πάνω το καμπαναριό της Παναγίας Λιμνιάς, η καθημερινότητα, η μοναδικότητα της κάθε μέρας, η αγάπη.

Τοπία διάφορα, ήθη, ενδυμασία, ακρογιαλιές, το καρνάγιο, ιερά αντικείμενα της μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ρεύματα τουριστών, ανάκατα το χτες με το τώρα ξεπετάχτηκαν από τα παρασκήνια και θέριεψαν στον απόηχο άλλων δεκαετιών του 1960, 1970.
Οι καλλιτέχνες μέσα από τις φωτογραφίες τους έδειξαν την παρουσία των ανθρώπων προσωρινή, πίσω από τις εικόνες έκρυψαν προκαταλήψεις και αντιλήψεις, σκιές στα μυστικά της μικρής νησιώτικης κοινωνίας.
Και έδωσαν μια γεύση ρομαντισμού και στοχαστικότητας με τη δύναμη του φωτός και του ήλιου. Ξεχώρισαν για τον φωτογραφικό ρεαλισμό και πρόβαλαν το μοναδικό μεσογειακό φως.
Ο φακός τους απαθανάτισε τους κατοίκους του νησιού σε στιγμές καθημερινές, σε μέρες γιορτινές και στην προσπάθειά τους να ζήσουν με τη θάλασσα. Παρακολούθησε τα παιδιά στα ανέμελα παιχνίδια τους, τις γυναίκες, τους άντρες στα καφενεία, τη χαρακτηριστική Σκιαθίτικη αρχιτεκτονική εναρμονισμένη με τη φύση, όλα αποτέλεσαν πρόκληση στη φωτογραφική τους δεινότητα.
Και ως αναγνώστης, που το ξεφύλλισα, παρασυρμένη από τον χείμαρρο της αυθεντικότητας και του ρεαλισμού ένιωσα πως ήταν ψηφίδες ζωής και αγάπης και έδωσα τον τίτλο «Νησί και άνθρωποι».
Ένιωσα την τέχνη των χρωμάτων της θάλασσας και του ουρανού, την τέχνη των ανθρώπων, τη δύναμη της παρουσίας των συλλογών του Μουσείου, τη χάρηκα και ευχήθηκα στους διοργανωτές υγεία και δύναμη για το καλό του τόπου τους.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το