Πολιτισμός

Ραντεβού ζωγραφικής και μουσικής με την Ιστορία “Θ”

dfd

Την Τετάρτη εγκαινιάστηκε στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου για τις εκδηλώσεις της μουσικής εβδομάδας νέα έκθεση με έργα του Κωνσταντίνου Κομνηνού αφιερωμένα στη μουσική. Η έκθεση που αποτελείται από 80 πορτραίτα των πιο αξιόλογων Ελλήνων μουσικών.

Ο Νίκος Βελισσιώτης, που έχει συνδέσει το όνομά του με τον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και τη Milva ζήτησε από τον Κωνσταντίνο Κομνηνό να ζωγραφίσει πορτραίτα Ελλήνων μουσικών και Ελλήνων εκτελεστών πάνω σε πολύτιμες σελίδες μιας χειρόγραφης όπερας του 1800.

Τους συναντήσαμε και μιλούν γι’ αυτήν την ξεχωριστή συνεργασία.

Ρωτήσαμε τον κ. Βελισσσιώτη γιατί δεν λυπήθηκε να καταστρέψει ένα πολύτιμο κειμήλιο…

«Αυτό ήταν ένα όνειρο ζωής. Είχα την τύχη να αγοράσω μία χειρόγραφη όπερα ενός σπουδαίου Ιταλού μουσικού του 1800 και με μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι μαζί με το πρωτότυπο χειρόγραφο είχα αγοράσει και ένα ακριβές αντίγραφο του ίδιου έργου. Με τον καιρό στο μυαλό μου γεννήθηκε η ιδέα αυτή. Εάν ανοίξετε ένα βιβλίο της διεθνούς ιστορίας της μουσικής θα δείτε ότι δυστυχώς η Ελλάδα λείπει εντελώς σε αυτά. Το μεγάλο πλήθος Ελλήνων μουσικών καλλιτεχνών είναι άγνωστο ακόμη και από τους ειδήμονες.

Στο Μιλάνο έχω μια δισκογραφική εταιρεία πολύ μεγάλη και γνωστή στους φίλους της κλασικής μουσικής, την Ακαδημία.

Έχω ασχοληθεί και με την εκπαιδευτική διάδοση της μουσικής.

Για παράδειγμα, το βιβλίο με το όποιο διδάσκεται η μουσική στα λύκεια της Ιταλίας είναι έργο δικό μου. Εγώ διάλεξα τα μουσικά κομμάτια που μελετούνται από την αρχαιότητα έως σήμερα και το ιταλικό κράτος με βράβευσε για την εργασία αυτή.

Το 1998 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας μου ζήτησε να δημοσιεύσουμε ένα δίσκο κλασικής μουσικής, δώρο για τους πελάτες της. Έτσι γνώρισα έναν υπέροχο άνθρωπο, τον πρόεδρο της τράπεζας κ. Θεόδωρο Καρατζά, ο όποιος προλόγισε τον δίσκο και την παρουσίασή του στην Αθήνα. Του πρότεινα τότε να χρηματοδοτήσει μια σειρά εκατό δίσκων αφιερωμένων στους Έλληνες σύνθετες από το 1800 έως σήμερα. Δέχτηκε με χαρά την ιδέα μου και καλέσαμε τον Λαμπράκη για να του προτείνουμε να διαθέσει με τις εφημερίδες του κάθε δεκαπέντε μέρες τους δίσκους αυτούς για ένα χρόνο. Κάθε δίσκος θα ήταν αφιερωμένος σε έναν σύνθετη και θα περιείχε διαφορετικά κομμάτια από το συνολικό του έργο. Ο διπλός σκοπός μου ήταν να παράγω τους δίσκους αυτούς χρησιμοποιώντας ορχήστρες και καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Να γνωρίσουν, έτσι, οι Έλληνες τη μουσική τους κληρονομιά και ο διεθνής μουσικός κόσμος την ελληνική μουσική. Ο σκοπός μου ήταν να χρησιμοποιήσω τις σελίδες αυτές σαν εξώφυλλα για τους δίσκους και τα βιβλία που θα τους συνόδευαν.

Η ιδέα δεν άρεσε στον Λαμπράκη που ήθελε να την κάνει εντελώς δική του, όλο το όνειρο αυτό κατέρρευσε και δεν έγινε ποτέ. Πρέπει εδώ να πω ότι με τον Λαμπράκη μας συνέδεε μια φιλία, είχα κιόλας δημοσιεύσει με την εταιρεία μου δίσκους με την ορχήστρα του Μεγάρου και με διευθυντή τον φίλο μου Βολιώτη Αλέξανδρο Μυράτ, καθώς και πολλά άλλα έργα σύγχρονων Ελλήνων μουσικών.

Έτσι γύρισα στις παλιές μου ιδέες.

Στην αρχή είχα σκεφτεί να τυπώσω πάνω στις σελίδες αυτές τις φωτογραφίες των μουσικών, αλλά όταν γυρίζοντας στον Βόλο γνωρίστηκα καλύτερα με τον Κομνηνό και εκτίμησα από κοντά τη δύναμη της τέχνης του, τον έπεισα, όχι χωρίς δυσκολίες, να κάνει μαζί μου αυτή τη διαδρομή που ακόμη δεν έχει τελειώσει».

 

Η ευαισθησία των ήχων

έγινε χρώμα…

Πώς είδε όμως την ιδέα ο Κωνσταντίνος Κομνηνός;

«Στην αρχή τρομοκρατήθηκα. Για δυο λόγους. Ο πρώτος γιατί δεν γνώριζα πολλούς από τους μουσικούς καλλιτέχνες που ο Βελισσιώτης είχε στο μυαλό του. Έπειτα με ενοχλούσε η ιδέα να καλύψω το έργο ενός άλλου καλλιτέχνη που με κόπο και αίσθημα, το έργο είναι χειρόγραφο, είχε αποτυπώσει στο χαρτί τις ιδέες του. Ποιος ήμουν εγώ που θα κάλυπτα με τα σχέδια και τα χρώματα μου μια τόσο σημαντική εργασία που έγινε σχεδόν δυο αιώνες πριν. Άλλο να ζωγραφίζεις σε ένα λευκό παρθένο χαρτί που είναι σαν να περιμένει να χαράξεις πάνω του τις ιδέες σου, άλλο να καλύψεις την εργασία ενός αλλού. Ήταν για μένα μεγάλη ασέβεια. Αλλά ο Βελισσιώτης με καθησύχασε και για τα δυο με τον καιρό. Πρώτα μου παρουσίασε έναν-έναν τους μουσικούς, την ιστορία και το έργο τους κάνοντάς με να τους νιώσω και να τους αγαπήσω. Κατόπιν μου έδειξε το πρωτότυπο αυτόγραφο εξηγώντας μου ότι το άλλο ήταν ένα απλό αντίγραφο εργασίας. Έτσι τίποτε από το έργο του Ιταλού μουσικού δεν θα πήγαινε χαμένο.

Σιγά-σιγά άρχισα να προσχεδιάζω μορφές και πορτραίτα για να δω αν ήμουν ικανός να αποτυπώσω στο χαρτί την ιστορία της Ελληνικής Μουσικής. Γιατί ακριβώς για αυτό πρόκειται. Πόσοι από μας γνωρίζουν μουσικούς σαν τον Καλομοίρη, τον Λάλα, τον Παλάντιο. Και ερμηνευτές σαν Μοσχονά που τον αγαπούσε ο μέγας Toscanini, τον Ζαχαρίου που τραγούδησε με την Κάλλας, την Τζίνα Μπαχάουερ, Ελληνίδα που με το όνομά της, στην Αμερική, έχουν καθιερώσει διεθνή διαγωνισμό για πιανίστες.

Κάποια στιγμή ένιωσα έτοιμος. Άρχισα να σχεδιάζω τον Χατζιδάκι ακούγοντας τα τραγούδια του. Με έκανε να νιώσω όμορφα. Οι φόβοι και οι ανασφάλειες χάθηκαν. Η ευαισθησία των ήχων Χατζιδάκι γίνονταν χρώμα.

Σιγά-σιγά και με προσοχή άρχισα να διαλέγω τη συνέχεια, πρώτα με εκείνους που γνώριζα καλά, έπειτα με εκείνους που με κόπο και αγάπη ανακάλυπτα χάρις και στη βοήθεια του Βελισσιώτη.

Το σχέδιό μου γράφει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα, τα χρώματα τον κόσμο τους, το περιβάλλον του έργου που ο κάθε καλλιτέχνης δημιούργησε.

Έχω δίκαιο, έχω άδικο; Δεν είμαι εκείνος που θα το πει. Εγώ έτσι αισθάνθηκα τους μεγάλους αυτούς δημιουργούς, έτσι μου μίλησαν.

Όπως λέει και ο Βελισσιώτης η μουσική έχει το χάρισμα να μιλά στον καθένα μας με διαφορετικό τρόπο και ο καθένας μας την καταλαβαίνει με τον δικό του τρόπο.

Άλλοι μπορούν να κρίνουν το έργο αυτό που ακόμη δεν τέλειωσε.

Εγώ το μονό που μπορώ να πω είναι ότι με έκανε ευτυχισμένο και μου χάρισε στιγμές αξέχαστες και μοναδικές. Και πάνω από όλα αυτά ανακάλυψα και έναν κόσμο, τον κόσμο της μουσικής που δεν γνώριζα καλά και που ακόμη με χαρά ανακαλύπτω.

Κύριε Βελισσιώτη όλα αυτά τα έργα πού θα πάνε. Ποιος είναι ο τελικός σκοπός της συλλογής αυτής;

«Ένα Κρατικό Μουσικό Μουσείο που κιόλας είναι στα σκαριά. Αλλά είναι νωρίς να μιλήσουμε για αυτό. Έχουμε ακόμη πολλή δουλειά μπροστά μας».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το