Πολιτισμός

“Η τέχνη προσφέρει ψυχική υγεία” – Η Βολιώτισσα σοπράνο Στελίνα Αποστολοπούλου στη “Θ”

«Ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο» γράφει ο Κωστής Παλαμάς στις «Πατρίδες». Ένας στίχος που δείχνει να ταιριάζει απόλυτα στη Στελίνα Αποστολοπούλου, η οποία πριν από οκτώ χρόνια ξεκίνησε το δικό της ταξίδι από τον Βόλο με προορισμό το Βερολίνο, καταλήγοντας εκεί για σπουδές με υποτροφία. Πριν από λίγες εβδομάδες η Βολιώτισσα σοπράνο μελοποίησε αυτή την ενότητα σονέτων του Παλαμά και τα συμπεριέλαβε στην παράσταση «Amuse*d», για λογαριασμό του Ensemble Mosatrïc, ενός μουσικού συνόλου στο οποίο παίζει κρουστά και τραγουδάει, ενώ πλαισιώνεται από δύο Γερμανίδες μουσικούς, την Clara Baesecke (βιολοντσέλο) και τη Marijn Seiffert (βιολί – κλακέτες).
Λίγο πριν την εκπνοή του 2020, η Στελίνα Αποστολοπούλου πέτυχε μία σημαντική διάκριση. Βραβεύθηκε στον διαγωνισμό D-bü, έναν καινοτόμο θεσμό που φιλοξενήθηκε στο Αμβούργο και αφορούσε στα κορυφαία μουσικά πανεπιστήμια της Γερμανίας. Στον απόηχο της επιτυχίας της, η Βολιώτισσα καλλιτέχνιδα μίλησε για τη ζωή της στη γερμανική πρωτεύουσα, όπου χτυπάει η «καρδιά» της κλασικής μουσικής, αλλά και τη σχέση της με την όπερα, την οποία υπηρετεί με απαράμιλλο πάθος πολλά χρόνια τώρα.

Πώς ορίζετε τον εαυτό σας έπειτα από τόσα χρόνια στο κλασικό τραγούδι;
Αυτό είναι λίγο λεπτό. Με ρωτάνε: «Τι απ’ όλα είσαι;». Νιώθω εγκλωβισμένη, δεν πιστεύω ότι είμαι μόνο λυρική τραγουδίστρια. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν περιορίστηκα στο κλασικό τραγούδι, αλλά ασχολήθηκα με τον θεατροπαιδαγωγικό τομέα και την κινησιολογία. Προτιμώ τον τίτλο της περφόρμερ και τραγουδίστριας.

Για κάποιον που διαθέτει το χάρισμα της φωνής, η ενασχόληση με την όπερα φαντάζει μονόδρομος;
Στην αρχή, τουλάχιστον, δεν είχα μάτια για κάτι άλλο, παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι καλείσαι να διαγράψεις μία δύσκολη πορεία.

Τα μέλη του Ensemble Mosatrïc σε πλήρη διάταξη. Από αριστερά διακρίνονται οι Στελίνα Αποστολοπούλου, Clara Baesecke και Marijn Seiffert (φωτογραφία: Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος)

Η κλασική μουσική πότε άρχισε να χαράσσεται στο υποσυνείδητό σας;
Πάντοτε ένιωθα οικειότητα όταν άκουγα κλασικά κομμάτια. Η μητέρα μου μού έλεγε ότι ενώ ήταν έγκυος απολάμβανε κλασική μουσική. Το πώς έγινε επαφή, είναι το… κατά λάθος που υπάρχει στη ζωή κάποιου ανθρώπου. Υπήρχε μία διαφήμιση παλιά για ένα εντομοκτόνο. Στο σάουντρακ ακουγόταν η άρια της Βασίλισσας της Νύχτας. Και κάθε φορά που προβαλλόταν στην τηλεόραση, είχα αρχίσει να μιμούμαι αυτό που άκουγα. Δεν ήξερα εάν ήταν σωστό. Μου άρεσε και το έκανα. Με άκουσε η μητέρα μου, που ήταν μουσικός, και λέει: «Τι γίνεται; Ένα επτάχρονο να τραγουδάει αυτό το κομμάτι;». Αντιλήφθηκε ότι πιθανόν να διαθέτω τη φωνή για κάτι παραπάνω. Με έγραψε στην παιδική χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Βόλου. Τότε με είχε ακούσει η Ιουλία Τρούσα, που είχε αναλάβει την τάξη μονωδίας και μου πρότεινε να με ξανακούσει όταν θα έχω μεγαλώσει και θα έχω σταθεροποιηθεί φωνητικά. Έτσι ήρθα σε επαφή με τη μαθήτριά της, τη Σύλβια Τσιμπανάκου. Ξεκίνησα στα δεκαπέντε μου, μέχρι τότε πήγαινα σε παιδικές χορωδίες, ώσπου να ωριμάσει η φωνή μου. Αρχικά στο ωδείο «Ρυθμός» του Καρκάλα, ενώ έπειτα εκείνη πήγε στο Ελληνικό Ωδείο Πειραιά, απ’ όπου πήρα και το δίπλωμά μου.

Ο ρόλος της οικογένειάς σας όλα αυτά τα χρόνια;
Όσα έχω κάνει – όσο κλισέ και αν ακούγεται – τα οφείλω στην οικογένειά μου, που με στηρίζει σε κάθε απόφαση και τρέλα. Το αναφέρω γιατί ξέρω ότι δεν είναι κάτι δεδομένο για αρκετούς ανθρώπους.

Ο κόσμος του λυρικού τραγουδιού δείχνει υπέροχος, αλλά συνάμα κρύβει πολλές δυσκολίες, ιδίως για έναν καλλιτέχνη στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο λόγος που καταλήξατε στο εξωτερικό;
Βρέθηκα στο Βερολίνο, με σκοπό να διευρύνω τους ορίζοντές μου, αλλά και γιατί ήξερα ότι εκεί το εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρει περισσότερα. Η Γερμανία, που θεωρείται το κέντρο της κλασικής παράδοσης, και ας έχει η Ιταλία τη φήμη, είναι μία χώρα που με στήριξε πολύ, με υποτροφίες, με διακρίσεις και με τους δασκάλους που είχε. Αν και στην Ελλάδα, η Λυρική Σκηνή πάντοτε μου έδινε ευκαιρίες, ήθελα πλέον να κάνω κάτι διαφορετικό. Ας σκεφτούμε μόνο ότι υπάρχει μόλις ένα λυρικό θέατρο σε ολόκληρη τη χώρα. Είναι πιο μεγάλος ο ανταγωνισμός, λιγότερες οι ακροάσεις, διαφορετικά τα μπάτζετ, παρότι η Λυρική έχει ανεβάσει κατακόρυφα τον πήχη από τότε που ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση ο κ. Γιώργος Κουμεντάκης.

Έπειτα από τόσα χρόνια παραμονής στη Γερμανία, τι σας έχει λείψει περισσότερο;
Άρχισα να λαχταρώ την Ελλάδα, κάτι που γίνεται πιο έντονο με τον καιρό. Και νοσταλγώντας μεταξύ άλλων την ελληνική μουσική, παραδόξως άρχισα να την αγαπάω. Γι’ αυτό και προσπαθώ να έρχομαι με τον τρόπο μου ακόμη πιο κοντά με το ελληνικό στοιχείο. Η παράδοση είναι μία έννοια που με σαγηνεύει από την άποψη των ριζών, είναι κάτι που προσπαθώ να κρατήσω με νύχια και με δόντια ως άνθρωπος και ως Ελληνίδα. Δεν πρέπει να το χάνουμε, είτε έχει να κάνει με τη μουσική παράδοση είτε με την ίδια μας τη φύση.

Πώς μπορεί η όπερα να γίνει προσφιλής στις σύγχρονες γενιές;
Την ίδια ερώτηση κάνω και εγώ από τότε που έφυγα από την Ελλάδα. Σίγουρα αγαπάω την όπερα, αλλά δίνει κάτι στη γενιά μου; Την αφορά ή είναι απλά ένα μουσειακό υλικό, που θα πληρώσω για να πάω να το δω; Βέβαια, έχουν γραφτεί όπερες πάνω στη σύγχρονη λογοτεχνία, μπήκε στη μέση η ηλεκτρονική μουσική, αλλάζει η θεματολογία και πλέον μία όπερα βασίζεται σε γεγονότα που μας αφορούν, αλλά είναι ακόμη δύσκολα. Υπάρχουν πολλά ταμπού.

Στιγμιότυπο από τον πανεπιστημιακό διαγωνισμό D-bü, που χάρισε μία μεγάλη διάκριση στις τρεις καλλιτέχνιδες (φωτογραφία: Matthias Heuermann)

Τι έχει φταίξει και υπάρχει ακόμη αυτή η στερεοτυπική αντίληψη;
Πιο παλιά, αυτό το μουσικό είδος ήταν ελιτίστικο. Η όπερα άλλαξε πορεία από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα, όταν άρχισαν να έχουν τον λόγο οι σκηνοθέτες και έδωσαν νέα πνοή, για να ξεφύγουν από τον καθωσπρεπισμό του τραγουδιστή και την εξουσία που είχε πάνω στη σκηνή. Τώρα οι σκηνοθέτες είναι οι κυρίαρχοι.
Έπειτα είναι οι τραγουδιστές. Δυστυχώς, ασχολούνται μόνο με τη φωνή τους, πέρασα κι εγώ από αυτό το στάδιο. Η όπερα είναι ένα είδος που σε απομονώνει. Είναι πρωταθλητισμός, πρέπει να προσέχεις, να μην ανήκεις στον εαυτό σου, να κάνεις θυσίες, να μην έχεις προσωπική ζωή. Γι’ αυτό οι τραγουδιστές είναι πιο απομονωμένοι. Τώρα όμως η εικόνα αυτή ανανεώνεται. Τα social media ασκούν μεγάλη επιρροή, ο λυρικός προσπαθεί να γίνει ποπ, από την άποψη ότι προσπαθεί να γίνει δημοφιλής, βρίσκοντας τρόπους να προσεγγίσει το δικό του κοινό, να αποκτήσει followers. Έχει και τα καλά και τα κακά του. Σε μία δεκαετία από τώρα θα φανεί τι άλλαξε. Επί του παρόντος, η ερώτηση που θέσατε, μένει αναπάντητη και για μένα. Γι’ αυτό και κάνω αυτό που κάνω, για να μη χάνω επαφή με τα γεγονότα, με τους ανθρώπους, με τη γενιά μου. Αυτό το μέσο επέλεξα και με αυτό το μέσο έκφρασης θέλω να συνεχίσω. Οπότε, ακόμη και για μένα είναι ένα αίνιγμα, που με βοηθά να κρατώ τη δημιουργικότητά μου.

Η συνεχής ανάγκη μίας λυρικής τραγουδίστριας να είναι η καλύτερη, πού καταλήγει; Αποτελεί κίνητρο να εξελίσσεστε ή σας φθείρει ο συνεχής πρωταθλητισμός;
Είναι κουραστικό και έρχονται στιγμές που εύχεσαι: «Ας είχα μια φυσιολογική ζωή, θέλω μία ρουτίνα». Όμως ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός είναι ζωτικός για κάθε καλλιτέχνη. Εάν δεν υπάρχει, δεν προχωράει κάποιος. Μένεις εκεί που είσαι.

Η απομόνωση που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες λόγω του κορωνοϊού, μπορεί να αποτελέσει πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης;
Πάντα μετά από κάθε δυσκολία και όλοι το λένε αυτό, βγαίνει κάτι θετικό. Κάθε καλλιτέχνης ψάχνει ένα νέο μέσο να εκφραστεί. Πόσο μάλιστα όταν προσπαθεί να εκφράσει την πίκρα ή την αγανάκτησή του. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Η τέχνη είναι ανάγκη και όχι είδος πολυτελείας. Πραγματική ανάγκη. Η τέχνη προσφέρει ψυχική υγεία. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε έναν κόσμο χωρίς μουσική, χρώμα ή κίνηση.

Άρα τώρα χρειαζόμαστε τέχνη ακόμη περισσότερο;
Ναι και όχι μόνο πάνω στη σκηνή. Είτε μέσα στο σπίτι είτε στον δρόμο, την έχουμε εξίσου ανάγκη. Όμως, δεν είναι μόνο η τέχνη που έχει πληγεί, αλλά και η ανθρώπινη επαφή. Πλέον δεν είναι δεδομένη η βόλτα, το φιλί, η χειραψία. Έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει επαφή με τον άλλον…

Κλείνοντας, ποιους στόχους βάζετε για το μέλλον;
Έχω φτάσει σε ένα σημείο, που δεν θέλω να κάνω πλάνα. Απλά, ο μεγαλύτερος μου στόχος είναι να συνεχίσω να είμαι μουσικός. Να παραμείνω τραγουδίστρια, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, να μη μου το στερήσει κανείς. Να εξερευνήσω τον κόσμο μουσικά, σε όλες τις δυνατές κουλτούρες που μπορώ να γνωρίσω. Θέλω να συνεχίσω να ταξιδεύω μουσικά.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το