Πολιτισμός

Ψήγματα μνήμης για τον γενέθλιο τόπο, τα Κανάλια της Μαγνησίας από τον Αλέξανδρο Καραγιάννη

Της Αγγελικής Θάνου,
συνταξιούχου PhD εκπαιδευτικού και συγγραφέα

Κάθε τόπος έχει τέκνα που μέσα από τη θαυμαστή πορεία της ζωής τους τιμούν πρωτίστως τον εαυτό τους και παράλληλα τη γενέτειρά τους. Στο σημερινό δημοσίευμα ο Αλέξανδρος (Αλέκος) Καραγιάννης, δικηγόρος, πολύτιμο γέννημα των Καναλίων, καταθέτει ψηφίδες μνήμης και βοηθά τους νεότερους να κατανοήσουν και να συνθέσουν το παζλ της δικής τους ιστορίας. Οι φίλοι του στην κοινωνική δικτύωση απολαμβάνουμε σταθερά τις δικές του νοσταλγικές στιγμές γεμάτες από σοφία, ποίηση, ιστορία, γνώσεις, φιλοσοφία και κυρίως γλωσσικό πλούτο. Αχ, αυτή «η σαγήνη των παλιών φωνών»! Απολαύστε τη συνομιλία μαζί του.

Η μνήμη ως διαδικασία ανάκλησης, πώς συνομιλεί με τη νοσταλγία σας για τον γενέθλιο τόπο; Συναντιούνται σε γεύσεις, εικόνες, μυρωδιές, πρόσωπα;
Αγαπώ το χωριό μου, τη φύση του, το ύφος και το ήθος του. Οι μνήμες μου πηγάζουν από τα καλντερίμια του, την πλατεία, τις βρύσες του (από την αστείρευτη Χατζηδήμη πίναμε το υπέροχο δροσερό νεράκι της), τις αμυγδαλιές του, τη λίμνη μας την Κάρλα και τους ψαράδες του καιρού μου, που πολλοί ήταν φίλοι μου. Το πατρικό μου σπίτι με τις μαγιάτικες τριανταφυλλιές και τον σύριγγα πλάι στην πόρτα της μέσα αυλής. Τα ξωκλήσια του Αϊ Νικόλα, Αϊ Γιώργη και Αϊ Τρύφωνα, τα πανηγύρια με τους ελληνικούς χορούς. Θυμάμαι στα πανηγύρια, όταν μια νέα ψηλόκορμη Βλάχα, (Μωραΐτη το όνομά της), άρχιζε να χορεύει τσάμικο, ακούγονταν φωνές: «Σταματήστε, χορεύει η Βλάχα!» και μαζεύονταν όλοι γύρω-γύρω και τη θαύμαζαν, τόσο όμορφα το χόρευε. Θυμάμαι τον λόφο της Κούτριας, όπου ανεβαίναμε και αγναντεύαμε από ψηλά όλη την περιοχή μέχρι την απέναντι όχθη του Βάλτου.
Τέλος, δεν θα λησμονήσω ποτέ τον πολεμικό χειμώνα του 1940-1941, όταν παίζαμε κοντά στην πλατεία και ακούγαμε φωνές ότι ο Στρατός μας νικώντας κατέλαβε την Κορυτσά και μετά το Αργυρόκαστρο, τρέχαμε αμέσως και κτυπούσαμε τις καμπάνες επί ώρες συνέχεια. Οι μανάδες μας έκαναν «νυχτέρια» να πλέξουν κάλτσες, φανέλες, κασκόλ κ.λπ. για τους φαντάρους μας που πολεμούσαν στο μέτωπο της Αλβανίας. Για πρώτη και τελευταία φορά είδα τον λαό μας απόλυτα ενωμένο κι αδελφωμένο.

Ο Αλέξανδρος Καραγιάννης της νιότης και του σήμερα

Ποια συμβάντα, ιστορικά ή κοινωνικά κυριαρχούν στη μνήμη σας κάθε φορά που ο λογισμός τρέχει στον γενέθλιο τόπο;
Δεν φεύγει ποτέ από τη μνήμη μου η επιδρομή των Γερμανών SS στις 16 Νοεμβρίου 1943 όταν μια ισχυρή μονάδα τους, επέδραμε και κύκλωσε το χωριό μας. Σκότωσαν όσους αποπειράθηκαν να διαφύγουν και συνέλαβαν πενήντα δυο άνδρες, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ, δεκαπεντάχρονος, μαθητής του Γυμνασίου Αρρένων Βόλου (δύο μόνον γυμνασιόπαιδες ήμασταν από το χωριό). Μας οδήγησαν έξω από το χωριό, στη θέση «Αεράνη» και εκεί μας παράταξαν σε μια σειρά στο χείλος μιας τάφρου. Απέναντί μας, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων έστησαν δύο πολυβόλα που μας στόχευαν. Κατάλαβα ότι θα μας σκότωναν. Εγώ, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του παππού μου, που μου είχε δώσει τη στιγμή που με συνελάμβαναν, κατάφερα να σταθώ στη μέση της σειράς για να πέσω αμέσως κάτω μόλις θα έβλεπα λάμψη στην κάνη του πολυβόλου και ακίνητος να κάνω τον πεθαμένο. Με τα μάτια μου καρφωμένα στο στόμιο της κάνης περίμενα να ιδώ τη λάμψη για να πέσω αμέσως κάτω. Τη στιγμή που οι στρατιώτες που μας έβαλαν στη σειρά, αποχωρούσαν για να ακολουθήσει το παράγγελμα του πολυβολισμού, ακούσθηκε μια δυνατή προσταγή από ένα αυτοκίνητο που μόλις κατέφθασε. Σταμάτησαν, γιατί από το αυτοκίνητο βγήκε ο διοικητής της μονάδας, που διέταξε να μη γίνει η εκτέλεσή μας
Θυμάμαι και τις δυο Εβραιοπούλες φίλες μου. Στο χωριό μας, από την αρχή της Γερμανικής Κατοχής, είχαν καταφύγει αρκετές οικογένειες Εβραίων του Βόλου για να γλιτώσουν από τον απηνή διωγμό των Γερμανών. Μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένεια του εύπορου εμπόρου Σολομώντα Κοέν, ο οποίος είχε και δυο θυγατέρες, γύρω στα είκοσι, την Αννίτα και τη Ροζίτα. Δυο πανέμορφες κοπέλες, καλοντυμένες και περιποιημένες, με ομιλία και τρόπους καλής ανατροφής. Οι δυο Εβραιοπούλες, όπως όλα τα παιδιά του χωριού, είχαν ενταχθεί στη Νεολαία, την ΕΠΟΝ, όπου ήμουν μέλος και εγώ, δεκατετραετής έφηβος. Ως μέλη της ΕΠΟΝ, πολλά παιδιά συναντιόμαστε συχνά τα απογεύματα στο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί τα δυο κορίτσια και εγώ, σε συγκεντρώσεις εφήβων, μιλούσαμε για πατριωτικά, αλλά και εγκυκλοπαιδικά θέματα και συζητούσαμε. Γρήγορα έγινα φίλος με τις Εβραιοπούλες. Μου δάνειζαν λογοτεχνικά βιβλία και κουβεντιάζαμε για τα θέματα των βιβλίων, τους συγγραφείς τους. Λέγαμε ανέκδοτα και γελούσαμε πολύ. Ήμουν γοητευμένος από τη συντροφιά τους και από τα ζεστά φιλικά αισθήματά τους.

Όπως προανέφερα, αφού γλιτώσαμε από την εκτέλεση μας μετέφεραν (και τον πατέρα των κοριτσιών) στη Λάρισα, όπου μας φυλάκισαν. Εκεί μας είχαν ως ομήρους-«απόθεμα» για άμεση εκτέλεσή μας σε αντίποινα, εάν σκοτωνόταν έστω και ένας Γερμανός. Ένα πρωί μας ανακοίνωσαν ότι επρόκειτο να μας επισκεφθούν εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και απαγόρευσαν κάθε συνομιλία μαζί τους. Προς το μεσημέρι είδαμε από έναν φεγγίτη να σταθμεύει ένα γερμανικό επιβατηγό αυτοκίνητο. Από αυτό βγήκαν δυο Γερμανοί αξιωματικοί και ένας Έλληνας μεσήλικας μαζί με δυο νεαρές καλοντυμένες γυναίκες. Είχαν και οι τρεις, στα μανίκια τους περιβραχιόνια του Ερυθρού Σταυρού. Αμέσως ο φρουρός άνοιξε τη σιδερόπορτα του θαλάμου, στον οποίο εισήλθαν οι Γερμανοί με τους ερυθροσταυρίτες. Μόλις κοίταξα τις γυναίκες πάγωσα. Γνώρισα αμέσως τις Εβραιοπούλες, την Αννίτα και τη Ροζίτα! Ήταν μακιγιαρισμένες έντονα, ντυμένες με σοβαρά σκούρα ταγιέρ και μαύρα καπελάκια, έτσι που να φαίνονται μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτά τα υπέροχα κορίτσια, κατάφεραν να βρουν και να πείσουν τον διευθυντή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Βόλου, να τις πάρει μαζί του, ως υπηρεσιακά μέλη, κατά τη μετάβασή του στη Λάρισα, προκειμένου, με άδεια και συνοδεία των Γερμανών, να δουν την κατάστασή μας. Τα κορίτσια απτόητα, έβαλαν τα κεφάλια τους στο στόμα του λύκου, στα δόντια του Χάρου, για να ιδούν αν ζούμε, ο πατέρας τους και εμείς οι άλλοι, και να πληροφορήσουν τις οικογένειές μας στο χωριό. Μας κοίταξαν όλους καταπρόσωπα έναν-έναν, φαίνεται ότι μας μετρούσαν. Ήταν αμίλητες, παγερές ανέκφραστες. Τα μάτια τους όμως έκρυβαν μια λάμψη ευγνωμοσύνης, γιατί είδαν ότι κανείς από εμάς δεν είχε καταδώσει τον πατέρα τους. Αντάλλαξαν μια-δυο φράσεις στα γαλλικά με τους Γερμανούς, που αμέσως τους πήραν κι έφυγαν.

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τις φίλες μου, τις γενναίες Ελληνίδες Εβραιοπούλες, την Άννα και τη Ρόζα Σολομώντα Κοέν. Μετά την απελευθέρωση, η οικογένειά τους έφυγε από τον Βόλο και έτσι με τα κορίτσια χαθήκαμε και δεν επικοινωνήσαμε ποτέ.
Θυμάμαι τη Μαριγούλα Καρακαντέ, συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό Σχολείο Καναλίων, πολύ αγαπητή μου φίλη, που είχε έναν τραγικό μοναχικό θάνατο. Ο πατέρας της ήταν ένας φτωχός ψαράς στη λίμνη Κάρλα. Η Μαριγούλα αγαπούσε πολύ τα γράμματα, έδειχνε εξαιρετική επιμέλεια και ήταν η πρώτη μαθήτρια από τα κορίτσια της τάξης. Όμορφο και ευγενικό κοριτσάκι, την αγαπούσα πολύ και έπαιζα μαζί της στα διαλείμματα. Ήλθε ο πόλεμος και η εχθρική κατοχή, έκλεισαν τα σχολεία και εγώ επέστρεψα στα Κανάλια. Το καλοκαίρι του 1943, μια Κυριακή στην Εκκλησία είδα τη δεκαπεντάχρονη Μαριγούλα και έμεινα έκθαμβος από την ομορφιά της. Ήταν το ωραιότερο κορίτσι του χωριού και είχε μια σπάνιας γλυκύτητας συμπεριφορά. Μετά την απελευθέρωση εγώ πήγα στον Βόλο για να συνεχίσω το σχολείο. Δεν συναντηθήκαμε ξανά. Το καλοκαίρι του 1945, τελειώνοντας τα μαθήματα πήγα στα Κανάλια για τις διακοπές. Ρώτησα για τη Μαριγούλα και έμαθα τα τραγικά νέα όπως μου τα περιέγραψαν οι αδελφές μου. Στα δεκαεφτά της η Μαριγούλα αρρώστησε βαριά από καλπάζουσα φυματίωση και ο γιατρός του χωριού είπε ότι δεν υπάρχουν ελπίδες να σωθεί και ότι πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι γιατί υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθεί η νόσος και στα αλλά παιδιά, δεδομένου ότι όλα κοιμόνταν σε ένα δωμάτιο.
Είχαμε ένα καλυβάκι από ξερολιθιά ενός δωματίου με χωμάτινο δάπεδο, μέσα σε ένα περιβόλι μας, μισή ώρα δρόμο από το χωριό. Μας ζήτησαν και παραχωρήσαμε το άδειο καλυβάκι για να τοποθετήσουν εκεί τη βαριά άρρωστη Μαριγούλα. Εκεί ξεψύχησε ολομόναχη η γλυκιά Μαριγούλα.

Υπάρχουν στην προσωπική σας φαρέτρα, ως ακούσματα, πληροφορίες που να σχετίζονται με τους δυο Καναλιώτες, μέλη της Φιλικής Εταιρείας ονόματι Χατζηκυριαζή και Χατζηνικολάου;
Ο μπάρμπα Γιώργος Xατζηνικολάου, που ήταν σύζυγος της αδελφής του παππού μου και εγγράμματος, μου είπε κάποτε ότι ο παππούς του και ο Χατζηκυριαζής είχαν επαφές με φιλικούς στον Βόλο, ή στη Λάρισα, δεν θυμάμαι καλά. Σχετικά με την τουρκοκρατία να πω κάτι που μου έλεγε ο παππούς μου: Κάποτε στα Κανάλια έγινε ένα μικρό ζορμπαλίκι (ανταρσία) κατά των Τούρκων και τότε οι Τούρκοι από το Βελεστίνο έστειλαν μια ίλη ιππικού για να συλλάβουν τους ζορμπάδες και να κάψουν το χωριό. Όταν η ίλη πλησίασε στο εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα, το άλογο του επικεφαλής Τούρκου ξαφνικά, αφρίζοντας, σωριάστηκε νεκρό. Οι Τούρκοι το απέδωσαν στον Άγιο, μπήκαν μέσα, με τα ξίφη τους έβγαλαν τα μάτια από τους Αγίους των εικόνων και δεν προχώρησαν, αλλά γύρισαν πίσω στην έδρα τους.

Πώς νιώθετε που η λίμνη Κάρλα – Βοιβηίδα ξαναγεννιέται;
Ανακούφιση και αγαλλίαση. Κανάλια και Κάρλα είναι μια ενότητα σφιχτοδεμένη από τον καιρό της ίδρυσης του χωριού. Οι περισσότεροι Καναλιώτες ήταν ψαράδες στη λίμνη, στον Βάλτο, όπως λέγαμε τότε την Κάρλα. Και τις βάρκες με πλατιά καρίνα και μακριά κουπιά που τις λέγαμε καράβια. Την ενότητα Κανάλια-Κάρλα τη διέσπασε η απαίσια αποξήρανση της λίμνης το 1963, που κατάστρεψε την αισθητική όψη του τόπου και το φυσικό περιβάλλον, αλλά ευτυχώς τώρα η ενότητα αυτή αρχίζει να ξαναδένει. Η Κάρλα μας ξαναγεννιέται, αλλά δεν θα γίνει ποτέ όπως τότε. Όταν πρόσφατα την αντίκρισα να ξανανιώνει, με πήραν τα δάκρυα.

Τι θα συμβουλεύατε τη νεολαία του γενέθλιου τόπου σας σε μια εποχή που πάσχει από αμφισημία;
Να σέβονται και να φροντίζουν τον τόπο τους, το χωριό μας. Να τηρούν τις παραδόσεις και τα έθιμά μας. Να εργάζονται για τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος. Να μην κυριεύονται από κομματικά πάθη, να συνεννοούνται με μετριοπάθεια και κατανόηση. Να καμαρώνουν που είναι Καναλιώτες της Κάρλας, της αρχαίας Βοιβηίδας που ήταν από τα πανάρχαια χρόνια τόσο όμορφη και σημαντική, αφού την εξύμνησε ως και ο Όμηρος, ο μέγιστος των ποιητών.

Κλείνοντας τη συνομιλία μας αισθάνομαι την ανάγκη να σας προσφέρω ως αντίδωρο του πλούτου που μοιράζεστε μαζί μας, ένα ποίημα χαϊκού της αγαπημένης μου ποιήτριας Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου.
Στο ενυδρείο
βουβών αναφιλητών
λάμνουν κρινάκια.
Σας ευχαριστώ θερμά!

Share

Πρόσφατα άρθρα

Εφιάλτης για 35χρονη στον Νέο Κόσμο: Έπεσε από τον 3ο όροφο – Κατήγγειλε πως ο σύντροφός της την είχε δέσει χειροπόδαρα

Σοβαρό επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκε το απόγευμα του Σαββάτου στην Αθήνα, με μια 35χρονη από…

3 Δεκεμβρίου 2023

Η κλήρωση του Euro 2024 – Ο όμιλος της Εθνικής αν προκριθεί

Δύσκολο έργο θα έχει η Ελλάδα στο Euro 2024, εφόσον καταφέρει να προκριθεί σε αυτό…

3 Δεκεμβρίου 2023

Οι Μάηδες όλων των καιρών

Της Λίνας Θωμά Οι Μάηδες της Μακρινίτσας, Μια λαϊκή τελετουργία στο Πήλιο, Κείμενα: Μανόλης Γ.…

3 Δεκεμβρίου 2023

Ημερολόγιο 2024 από το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου

Συνάντηση κορυφής. Κυκλοφόρησε το Ημερολόγιο 2024 από το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου, πιστοί στο…

3 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικο bazaar από το Κέντρο Πολιτισμού «Ιωλκός»

Χριστούγεννα Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι την ώρα π’ άνοιγε ο…

3 Δεκεμβρίου 2023

Ενενήντα χρόνια Νέα Ιωνία

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά Έρευνα του Άθω Τριγκώνη στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», επιμέλεια: Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά, εικονογράφηση:…

3 Δεκεμβρίου 2023