Ελλάδα

Πίσω από τα σίδερα ο σωφρονιστικός που έγινε ναρκω-βαρόνος

Σε επιστήμη έχουν αναγάγει κατά καιρούς οι κρατούμενοι τη μέθοδο εισαγωγής ναρκωτικών στις φυλακές, αξιοποιώντας κάθε τεχνικό μέσο, τη λήψη ολιγοήμερης άδειας, απόκρυφα σημεία του σώματός τους, καθώς επίσης συγγενικά τους πρόσωπα αλλά και σωφρονιστικούς υπαλλήλους.

Πριν από περίπου έναν μήνα οι αστυνομικές Αρχές εξάρθρωσαν κύκλωμα, που με τη βοήθεια 48χρονου σωφρονιστικού υπαλλήλου προωθούσε ναρκωτικά σε τουλάχιστον εννέα κρατουμένους στην Πάτρα, ενώ πρόσφατα τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα τιμώρησαν με οριστική παύση σωφρονιστικό υπάλληλο που με ανάλογη μεθοδολογία διευκόλυνε την εισαγωγή, προς χάριν κυκλώματος αλλοδαπών και Ελλήνων κρατουμένων, σημαντικών ποσοτήτων ναρκωτικών, καθώς και κινητών τηλεφώνων, περίπου προ 4ετίας, σε φυλακές της Κεντρικής Ελλάδας, φυσικά «με το αζημίωτο», όπως προκύπτει και από δικαστική απόφαση, που «φιλοδώρησε» τον μεν υπάλληλο με ποινή κάθειρξης 21 ετών, ενώ επεφύλαξε παρεμφερείς ποινές και σε άλλα μέλη του κυκλώματος.

Στην τελευταία μάλιστα δικογραφία, πέρα από τις κατηγορίες για κατοχή, εισαγωγή και διακίνηση ναρκωτικών στις φυλακές, ασκήθηκαν διώξεις και υπήρξαν βαριές καταδίκες και για τα αδικήματα της δωροδοκίας και δωροληψίας, αφού για την εισαγωγή ναρκωτικών και κινητών τηλεφώνων καταβάλλονταν χρηματικά ποσά στον υπάλληλο, αρκετές φορές και στον τραπεζικό του λογαριασμό από τρίτους, συγγενικά πρόσωπα ή φίλους των εγκλείστων αποδεκτών των ναρκωτικών ουσιών, των συσκευών κινητών τηλεφώνων, φορτιστών, ενεργοποιημένων καρτών κ.λπ. Από την ίδια δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η «ταρίφα» για κάθε γραμμάριο ηρωίνης ήταν 200 ευρώ, ενώ για κάθε τηλεφωνική συσκευή μαζί με τα απαραίτητα «αξεσουάρ» η αμοιβή έφτανε τα 1.500 ευρώ. Η αποκάλυψη των κυκλωμάτων και στις δύο περιπτώσεις προήλθε μέσα από διαδικασίες νόμιμων συνακροάσεων που έκαναν οι αστυνομικές Αρχές, καθώς οι εισαγγελικές Αρχές ικανοποιούσαν αιτήματα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, προκειμένου να παρακολουθηθούν οι επίμαχοι διάλογοι και να ταυτοποιηθούν οι «πρωταγωνιστές» της διακίνησης. Οι αστυνομικοί, ακούγοντας συνομιλίες μέσα από τα παλιότερα αλλά και τα νέα κινητά, εντόπισαν τον σωφρονιστικό υπάλληλο που «έφαγε» τα 21 χρόνια, μέσα από τα προγράμματα βάρδιας.

Πώς δρούσαν
Ετσι διαπίστωσαν ότι Ελληνας κρατούμενος που φερόταν ως αρχηγός του κυκλώματος και ο οποίος γνωριζόταν από παλιότερα με τον υπάλληλο, έδινε οδηγίες για το πώς, πότε και από ποιους θα γινόταν η παραλαβή των ναρκωτικών ουσιών, ώστε να αναλάβει κατόπιν ο υπάλληλος των φυλακών τον κομβικό ρόλο της εισαγωγής τους στο εσωτερικό της φυλακής και τη διανομή τους. Με τις τηλεφωνικές συνακροάσεις οι αστυνομικοί άκουγαν τις παραγγελίες και τα ραντεβού που έδιναν οι προμηθευτές με τον σωφρονιστικό υπάλληλο, σε διάφορα σημεία εντός και εκτός πόλης, προκειμένου να παραλάβει το εμπόρευμα και να το προωθήσει στον προορισμό του.

Ετσι, κατόπιν πολύμηνης παρακολούθησης, που στάθηκε αναγκαία για να ταυτοποιηθούν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα εντός και εκτός φυλακής, στη διάρκεια του καλοκαιριού, έχοντας επιβεβαιώσει την παραλαβή «εμπορεύματος» από τον σωφρονιστικό υπάλληλο, οι αστυνομικοί περίμεναν να μπει στον προαύλιο χώρο της φυλακής με το αυτοκίνητό του και αμέσως προχώρησαν σε έλεγχο, στη διάρκεια του οποίου εντόπισαν 36 γραμμάρια ηρωίνης και πάνω από 150 χάπια ναρκωτικού φαρμάκου, που επιχειρούσε να εισαγάγει στη φυλακή. Σύμφωνα με μαρτυρικές καταθέσεις, είχε ρόλο-κλειδί, καθώς θεωρούνταν εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσουν να περάσουν αλλιώς τα ναρκωτικά, επειδή γίνονταν σχετικές έρευνες, ιδίως σε όσους κρατουμένους επέστρεφαν από άδειες, ενώ στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους δεν γινόταν σωματικός έλεγχος και οι μαγνητικές πύλες μπορούσαν να εντοπίσουν μόνο μεταλλικά αντικείμενα και όχι ναρκωτικά.

Με βάση τις καταγραφείσες συνομιλίες, ο σωφρονιστικός υπάλληλος έβαλε αρκετές φορές μικροποσότητες ναρκωτικών, δύο φορές, μεγάλες ποσότητες, στο μέγεθος και βάρος τριών σαπουνιών, καθώς και πάνω από 5 συσκευές κινητών τηλεφώνων, ενώ υπήρχαν συνεννοήσεις για να δεχθεί τα χρήματα σε τραπεζικό του λογαριασμό. Μόλις έκανε την εισαγωγή τους στη φυλακή, όταν καταλάβαινε ότι υπήρχε ο μικρότερος δυνατός κίνδυνος να εντοπιστεί η παράνομη δράση του, άφηνε το «εμπόρευμα» σε κάποιο σημείο των κοινόχρηστων χώρων της φυλακής, ώστε να περάσουν να τα πάρουν οι κρατούμενοι που τα παρήγγειλαν, ειδοποιώντας τους αμέσως για να μην πέσουν σε ξένα χέρια.

Οι νόμιμες συνακροάσεις οδήγησαν στη σύλληψη συνολικά 35 ατόμων, που συνεργάστηκαν στο κύκλωμα της διακίνησης, συγκροτώντας, κατά τη Δικαιοσύνη, εγκληματική οργάνωση, που για να διευκολυνθεί στο έργο της επικοινωνούσε όχι μόνο με κινητά αλλά και μέσω Skype, Facebook, grps κ.λπ. Ο υπάλληλος διατηρούσε τηλεφωνική επαφή με έξι μέλη του κυκλώματος, φρόντιζε να ενημερώνει τους κρατουμένους έγκαιρα για το πότε πρόκειται να γίνει έλεγχος σε κελιά κ.λπ., προκειμένου να κρύβουν το «εμπόρευμα», και αν προέκυπτε πρόβλημα κατά την εισαγωγή, φρόντιζε να δημιουργεί αντιπερισπασμό, ενώ ήταν αυτός που παρελάμβανε το υλικό όχι μόνο από συνεργάτες εκτός φυλακής αλλά και από κρατουμένους που επέστρεφαν, ύστερα από άδεια…

‘Δεχόμουν απειλές’
Μήνες μετά την προφυλάκισή του ο υπάλληλος, απολογούμενος, ισχυρίστηκε (όπως και ενώπιον του Εφετείου Κακουργημάτων) πως ό,τι έκανε ήταν προϊόν του μεγάλου φόβου που ένιωσε από τις απειλές που εκτόξευσαν εναντίον του ίδιου και της οικογένειάς του μερικοί αδίστακτοι κακοποιοί, με αποτέλεσμα να ενδώσει υπό τον φόβο μην κινδυνέψει η ζωή της γυναίκας του και των παιδιών του, αφού έβλεπε συχνά και περίεργη κίνηση αυτοκινήτων γύρω από το σπίτι του.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το