Θ Plus

«Πεσκέσι» – Η σύναξη των Καπεταναίων

Του
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ψάχναμε ένα στέκι για να φάμε. Έκαμε τσουχτερό κρύο, φυσούσε ένας διαολεμένος μαΐστρος που δεν άφηνε περιθώρια για μετακινήσεις. Αρχές Απρίλη και η Κρήτη βογκούσε ακόμη κάτω από την μπότα του καπετάν – χειμώνα.
Η Άννα είχε βρεθεί αργά το μεσημέρι με κάποιον από τους αντιδημάρχους του Ηρακλείου, έξω από το Λαογραφικό Μουσείο κι εκείνος της σύστησε ένα και μοναδικό μαγαζί – το «Πεσκέσι» – σ’ ένα στενό πίσω από την πλατεία των Λιονταριών.

Μέχρι την ώρα που μπήκαμε πεινασμένοι σε κείνο το πολύ ατμοσφαιρικό μαγαζί, δεν ξέραμε ποιο σπίτι ήταν αυτό, σε ποιον ανήκε και ποια ιστορία κουβαλούσε από τα χρόνια της οθωμανικής κατοχής. Προφανώς ήταν ένα πρώην αρχοντικό, στο κέντρο της πόλης και είχε κατάλληλα επισκευαστεί, για να λειτουργήσει ως εστιατόριο.
Ωστόσο για να βρει κανένας τραπέζι σε αυτό τον οντά της καλοφαγίας, θα ’πρεπε να αναμένει, με τη σειρά του, σ’ ένα προαύλιο, στεγασμένο μεν, αλλά σουρωτό από τ’ αγιάζι. Ο έξυπνος επιχειρηματίας που το εκμεταλλεύεται, έτσι, δεν διώχνει τον κόσμο που δεν βρίσκει ελεύθερο τραπέζι, αλλά τον υποδέχεται και τον κατευθύνει στο προαύλιο, όπου τον τρατάρει, πέρα από το καθιερωμένο μπουκάλι ρακής, μαζί με ποτό τριαντάφυλλο για τις γυναίκες και διάφορα «μικροπιάτα» επιλογής, ως ορεκτικά… Μέχρι να τους τακτοποιήσει σε τραπέζι που θ’ αδειάσει. Καθίσει δεν καθίσει.
Περιμένοντας λοιπόν να ελευθερωθεί ένα τραπέζι δοκιμάσαμε πλήθος λιχουδιές από το περιβόλι της Κρήτης, που αρχίζανε με ωμές αγκινάρες και γραβιέρα και καταλήγανε στo σταμναγκάθι.
Κάποιαν ώρα εδέησε να ελευθερωθεί ένα τραπεζάκι – αφού είχαμε έρθει με ρετσέτα του αντιδημάρχου – κι έτσι ο επιχειρηματίας μας οδήγησε σε ένα απομονωμένο και ήσυχο καμαράκι, ευγενικά μας τακτοποίησε κι αμέσως μας έθεσε το αίνιγμα «ποιος κοιμότανε σ’ αυτό το καμαράκι;» κι έφυγε, αφήνοντάς μας με την απορία και την έκπληξη, αφού πλήθος πιθανότητες γυρεύαν εξηγήσεις.
Ξαναήρθε όμως αμέσως για να μας προσφέρει έναν προαιρετικό μεζέ που τον έφτιαχνε ο ίδιος κι όταν κάτω από τις επίμονες ερωτήσεις μας για την ταυτότητα του αγνώστου που κοιμότανε «κάποτε» σε αυτό το καμαράκι, μας έθεσε ένα καινούργιο αίνιγμα, διευκρινίζοντας:
«Σε ποιον ανήκε, ήθελα να πω, αυτό το σπίτι;» και ξανάφυγε…
Όσο κι αν στύψαμε το μυαλό μας δεν βρήκαμε και δεν θα βρίσκαμε έτσι ή αλλιώς σε ποιον ανήκε το σπίτι, γιατί το σπίτι αυτό, που με κάποιες τροποποιήσεις και αρχιτεκτονικές αλλαγές έχει φτάσει ώς τις μέρες μας, σχεδόν ατόφιο, δεν ανήκε σε κάποιο διάσημο όνομα της πολιτικής, των Τεχνών ή του πνευματικού κόσμου της Κρήτης.
Ωσάν βόμβα έπεσε στα δικά μου, τουλάχιστον, αυτιά, το όνομα που άκουσα από τα χείλη του επιχειρηματία, αφού το σπίτι αυτό έφτασε στην κατοχή του ύστερα από αλλεπάλληλες διαδοχές μέσα στον αδήριτο χρόνο ενάμιση αιώνα.

s22-f2

Αλλά πριν ομολογήσω το όνομα και το πρόσωπο στο οποίο ανήκε το σπίτι, πρέπει να κάνουμε μια μικρή αναδρομή σε ένα από τα πιο ψυχογραφικά μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη, που έχει και δόση μυθιστορίας, αλλά και πολλή δόση ιστορικής αλήθειας και αληθοφάνειας ως προς τα πρόσωπα που έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη του δραματικού υλικού του.
Το έργο αυτό είναι «Ο Καπετάν Μιχάλης».
Πρώτ’ απ’ όλα ο ιστορικός, χρόνος και ο χώρος, στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, είναι απολύτως ελεγμένοι ως αληθινοί. Εν μέρει είναι αληθινά και ορισμένα πρόσωπα από τους πρωταγωνιστές του έργου, που έχει και ισχυρή δόση αυτοβιογραφικών αφηγήσεων.
Έτσι λοιπόν όσο και αν σκάβαμε στις λεπτομέρειες του Καζαντζακικού έργου να βρούμε σε ποιον ανήκε το σπίτι που τρώγαμε και πίναμε, δεν θα ήταν δυνατό να ανακαλύψουμε το όνομα του απώτατου δικαιοπαρόχου του σημερινού ιδιοκτήτη.
Ο επιχειρηματίας το βάφτισε «Πεσκέσι», κρατώντας έναν όρο από την οθωμανική εποχή που πέρασε με ήπιο τρόπο και στο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά κυρίως γιατί τον όρο αυτό τον χρησιμοποιούσε ο απώτατος ιδιοκτήμων – σύμφωνα και με τα λεγόμενα του σημερινού κατόχου – μια και ήταν καλοφαγάς, αλλά και μαγαζάτορας, που είχε εδώ, σε αυτό το σημερινό καπηλειό, τόσο το σπιτικό του, όσο και το μαγαζί του…
Έμενε εδώ με την αδερφή του.
«Κυρίες και κύριοι», εμφανίστηκε κάποια ώρα ο σημερινός ιδιοκτήτης κι εκμεταλλευτής του υπέροχου αυτού μεζεδοπωλείου, «ο οντάς που καθόσαστε ανήκε στον Καπετάν Πολυξίγκη, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του δραματικού έργου του Καζαντζάκη «O Καπετάν Μιχάλης».
Kαι ξανάφυγε.
Κάποιοι βέβαια από την παρέα δεν είχαν ξανακούσει ή δεν θυμόντουσαν το περίεργο όνομα του Καπετάν Πολυξίγκη, αλλά κι αν κάποιος είχε διαβάσει τον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη, δεν μπορούσε να θυμάται εύκολα το όνομα ενός από τους καπετάνιους του έργου εκείνου.
Δεν ξέρω αν το σπίτι αυτό, του Καπετάν Πολυξίγκη, ανήκε σε εκείνον τον καπετάνιο του κρητικού αγώνα ή στον άλλον καπετάνιο, τον Καπετάν Πολυξίγκη, τον ήρωα των κρητικών αγώνων, που χρημάτισε και βουλευτής στα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια.
Ούτε, πολύ περισσότερο, αν το όνομα αυτό αφορούσε ένα και μοναδικό πρόσωπο.

s22-f3

Θυμόμουνα αμυδρά πως το μαγαζί και το σπίτι του Καπετάν Πολυξίγκη, στην αφήγηση του Καζαντζάκη, βρισκόταν κάπου κοντά στη Χανιόπορτα. Αλλά εμείς σήμερα μπήκαμε σε ένα μαγαζί, πολύ κοντά στην πλατεία των Λιονταριών, αν θυμάμαι καλά, στην οδό Καπετάν Χαραλάμπη, λίγα τετράγωνα πιο πέρα από τα διάσημα Eνετικά Λιοντάρια.
Έκαμα υπολογισμούς: Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το Μεγάλο Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) ήτανε μικρό, πολύ μικρό, σχεδόν χωριό και περιβαλλότανε από δυο μεγάλες Πύλες που άνοιγαν τα χαράματα και σφραγίζανε με το ηλιοβασίλεμα. Έβγαιναν το πρωί οι νοικοκυραίοι και οι αγωγιάτες, έτρεχαν να κουβαλήσουν εμπορεύματα ή να καλλιεργήσουν τα μποστάνια τους ή ακόμη να ψωνίσουν τα ζαρζαβατικά τους από τα περιβόλια που βρισκόντουσαν έξω από Κάστρο. Και με τη δύση ξανάμπαιναν στο Κάστρο που φυλαγότανε με μεγάλη προσοχή από τους Οθωμανούς.
Άρα η πόλη που ήταν αναπτυγμένη μέσα στο Κάστρο ήτανε μικρή και δεν είχε μεγάλες αποστάσεις, από τη μία στην άλλη Πύλη.
Επομένως τα τρία με τέσσερα σημερινά τετράγωνα που χωρίζουν την πλατεία των Λιονταριών από το σπίτι του Καπετάν Πολυξίγκη και τη Χανιόπορτα δεν ήταν πολλά και η απόσταση, βέβαια, για τα σημερινά μέτρα, κοντινή.
Τσιμπούσαμε ακόμη ώς αργά στο θρυλικό ετούτο σπίτι – καπηλειό, με εξαιρετικούς μεζέδες και ρουφούσαμε τις ρακές που απανωτά μας κερνούσε ο απόγονος του Καπετάν Πολυξίγκη.
Οι ιστορίες με τον κυκλοθυμικό εραστή και καπετάνιο της ηρωικής Κρήτης που όχι μόνο αρχίσαμε να τον μνημονεύουμε, αλλά και να ψάχνουμε αντλώντας τα μυστικά του, καθώς και τον μυστηριώδη σχολιασμό των τερπνών γεγονότων της ζωής του, από τον διάσημο συγγραφέα του, δεν είχαν τέλος εκείνο το βράδι.
Πέρασαν τα μεσάνυχτα, ήρθαν οι ώρες οι μικρές, που άμα σε πάρει το «θέμα» δεν τις εγκαταλείπεις εύκολα κι εμείς εκεί, να τρυπώνουμε στις μυρωδιές και τα χαρίσματα ενός σπιτιού κι ενός χαρακτήρα, από τους πιο διχαστικούς της Καζαντζάκειας δραματουργίας.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Καπετάν Πολυξίγκης, ως χαρακτήρας μυθιστορηματικού έργου διαθέτει άφθονες πολυσημίες, ερμηνείες και ανατροπές, ως προς την εξισωτική σχέση του με τον πρωταγωνιστή του έργου, που ο συγγραφέας αφήνει έντονα να διαφανεί πως υπερέχει από οποιονδήποτε άλλον ανταγωνιστή του. Άλλωστε ο Καπετάν Μιχάλης είναι το πρότυπο, το σύμβολο του πατέρα του μεγάλου συγγραφέα που τον περνάει, με εμφανώς υπερέχοντα τρόπο, απέναντι σε όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, για να καταλήξει στην αδάμαστη φύση του Κρητικού χαρακτήρα των ηρώων του.

s22-f4
Από τη δραματική πλοκή του Καζαντζάκειου έργου περνάνε κάμποσοι καπεταναίοι, άλλος με τούτα τα κουσούρια κι άλλος με κείνα τα χαρίσματα. Ένας μόνο στέκεται ακλόνητος, μονοκόμματος και τραγικός. Ο Καπετάν Μιχάλης. Οι άλλοι καπεταναίοι του Μεγάλου Κάστρου, άλλος πολύ κι άλλος λιγότερο ζωγραφίζονται με πολλά – πολλά πάθια κι αδυναμίες. Αλλά και γενναιότητες, που όμως δεν φθάνουν ώς τη μεγαλοπρέπεια του χαρακτήρα του Καπετάν Μιχάλη.
Ένας απ’ όλους, ίσως ο σπουδαιότερος, ο καπετάν Πολυξίγκης, σηματοδοτείται ως το αντίπαλο δέος του Καπετάν Μιχάλη. Ο αντίθετος πόλος του περιγραφόμενου διπολισμού.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο αντίθετος πόλος του Καπετάν Μιχάλη δεν είναι ο Νουρήμπεης, όπως θέλει η πλειοψηφία της κριτικής να τον παρουσιάζει, γιατί αυτό θα ήταν πολύ αφελές για τον μεγάλο συγγραφέα, να βάλει από τη μια τη γενναιοφροσύνη και το σθένος των Κρητικών κι από την άλλη τη δειλία και την εκδικητικότητα των Τούρκων. Θέλω να πιστεύω ότι ο Καζαντζάκης δεν τοποθετούσε με αυτή την ελληνοφρένεια τα ιστορικά πράγματα στον μύθο που έπλασε για τον Καπετάν Μιχάλη. Όχι πως δεν περνάνε απόψεις μεγαλοϊδεατισμού από τον Καζαντζάκη. Ωστόσο ο αντίθετος πόλος του Καπετάν Μιχάλη ήταν ο Καπετάν Πολυξίγκης, άνθρωπος δραστήριος, πολυλογάς, αμετροεπής, ερωτύλος και πολεμόχαρος. Αντίθετα, ο Καπετάν Μιχάλης ήταν ο τραχύς, ο ανυπότακτος, ο αμίλητος, ο αγριωπός και ασυμβίβαστος Κρητικός.
Με τον Καπετάν Πολυξίγκη τον συνδέει βαθιά αγωνιστική φιλία, αλλά τίποτα περισσότερο. Η σχέση τους θα αγγίξει το κόκκινο όταν στη μέση θα μπει η γυναίκα του Νουρήμπεη, η σκανδαλιάρα Εμινέ, μια μουσουλμάνα Τσερκέζα, που θα δείξει προτίμηση στα ερωτικά θέλγητρα του Καπετάν Πολυξίγκη.
Ο καπετάν Μιχάλης, όχι μόνο θα ζηλέψει, αλλά θα μανιάσει από οργή και πάθος, για τη ροπή του συναγωνιστή του, να μπλέξει με μια μωαμεθανή (που κι ο ίδιος όμως την ορέγεται), δίχως να τολμάει να το μολογήσει (**).
Όσο ο Καπετάν Πολυξίγκης θα γεύεται τα «δώρα» της Εμινέ, τόσο ο καπετάν Μιχάλης θα παλεύει με τον εσωτερικό του δαίμονα, τον πειρασμό, που δεν θα τον αφήσει ποτέ σε ησυχία, μέχρι που θα διαπράξει το τραγικό ανοσιούργημα: Να εγκαταλείψει το μοναστήρι του Αφέντη Χριστού που τάχθηκε να διαφυλάξει – μαζί με τον καπετάν Πολυξίγκη -και εξαιτίας του, γι’ αυτό, θα πυρποληθεί, προκειμένου να βγάλει τον «δαίμονα» από την ψυχή του, πηγαίνοντας να σκοτώσει την Εμινέ και να πάει έπειτα στον Καπετάν Πολυξίγκη να του το πει, με άγρια και ηδονική χαρά…

Από το μυθιστόρημα περνάει, σποραδικά και πάντα πίσω από το παρασκήνιο, ένα πλήθος καπετάνιων του Κρητικού αγώνα. Ο Καπετάν Σήφακας, ο Καπετάν Μανούσακας, ο Καπετάν Ελιάς, ο Καπετάν Μάντακας κι ο Καπετάν Κατσιρμάς. Οι δυο ανταγωνιστές, ο Καπετάν Μιχάλης κι ο Καπετάν Πολυξίγκης, όμως, βρίσκονται συνέχεια στο προσκήνιο. Και πότε ο ένας πότε ο άλλος δίνουν αμάχες με τα δικά τους θεριά, τα δικά τους πάθια. Μα το πάθος του Καπετάν Μιχάλη είναι πιο δυνατό, πιο ευθύβολο και συνολικά αξόδευτο. Γι’ αυτό πρέπει να το εξαργυρώσει, πριν φτάσει στη μεγάλη ώρα του τραγικού χαμού του. Ένα χαμό που έρχεται σαν εξιλέωση για τον μεγάλο πόνο της ψυχής του να σκοτώσει ένα ανυπεράσπιστο θηλυκό. Και συνάμα ν’ αφήσει να καεί το αγαπημένο του μεγαλομονάστηρο. Ο Αφέντης Χριστός…

Γύρω μας, γύρω από το τραπέζι που τρώμε και πίνουμε και με άφθονη κριτική αναλύουμε και συλλογιζόμαστε τα πάθια και τους καημούς τη Κρητικής ρωμιοσύνης, ανάερα και θολά κρέμονται τα προσωπεία και οι φιγούρες των δύο καπεταναίων.
Το κονάκι του καπετάν Μιχάλη ήτανε κάπου εδώ παραπάνω, αδιευκρίνιστο πού, μα του καπετάν Πολυξίγκη ήταν εδώ μέσα (κατά τα λεγόμενα του ιδιοκτήτη), στα ωραία μπουντρούμια της ιστορίας.
Μας φιλοξενεί απόψε ο περιπαιχτικός λόγος του «απογόνου» του, ίδιος μαθές με κεινού του πληθωρικού και πολυλογά καπετάνιου, που στον οντά του μέσα υψώνουμε τα ποτήρια και πίνουμε κορφολογώντας στοχασμούς, κριτικές και υπαρξιακές αγωνίες των πρωταγωνιστών, μιας από τις πιο δυνατές και πολυεπίπεδες μονομαχίες στον χώρο της ηθογραφικής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα.

Μεγάλη Πέμπτη του 2015

(*) Στο χωριό Κάτω Ασίτες της Κρήτης, συνάντησα τον Σεπτέμβρη του 2015, όταν πήγα για τις εκλογές, στο παλιό Δημοτικό Σχολείο, ένα πορτραίτο του Καπετάν Πολυξίγκη από το 1900.

(**) Για τον λόγο αυτό το έργο του Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης», αλλά και ο πρώτος εκδότης του στην Ελλάδα, ο Μαυρίδης, γνώρισαν την κατακραυγή, όχι μόνο της κοινωνικής κριτικής, αλλά και της Εκκλησίας.
Ο Μητροπολίτης Χίου μάλιστα ζήτησε την καύση του βιβλίου και τον αφορισμό συγγραφέα και εκδότη…
Στην Αμερική δε έμεινε παροιμιώδες «το πάθημα του δεσπότη Αμερικής» που θέλησε ν’ αφορίσει τον «Καπετάν Μιχάλη Μαυρίδη»… (Ελένη Καζαντζάκη, Ο Ασυμβίβαστος).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το