Θ Plus

Περιπέτεια στην Άνω Βροντού

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

To 2002, στην πανελλήνια ορειβατική συνάντηση που έγινε στη Φλέγγα του Μαυροβουνίου φτάσαμε με τη συντροφιά μου στο Καταφύγιό του που ανήκει στον Ορειβατικό Σύλλογο του Μετσόβου, καθυστερημένοι, με αποτέλεσμα να κινηθώ μονάχος προς την κορυφή της Φλέγγας γύρω στις έξι η ώρα το απόγεμα κι αφού όλοι οι ορειβάτες που μετείχαν στην πανελλήνια συνάντηση είχαν αποχωρήσει για τις έδρες τους.
Στη γρήγορη εκείνη ανάβαση προς την κορυφή είχα δοκιμάσει την οδυνηρή έκπληξη του να με πετροβολάει κάποιος άγνωστος. Ένιωθα – και άκουγα – γύρω μου να πέφτουν κατά ριπές οι πέτρες, από άγνωστo πετροβολητή…
Όταν επέστρεψα στο Καταφύγιο και αφηγήθηκα στους διοργανωτές την περιπέτεια εκείνη του πετροβολήματος, οι φίλοι ορειβάτες του Μετσόβου μού διεμήνυσαν ότι με πετροβολούσε κάποια κρυμμένη αρκούδα, η οποία είχε ενοχληθεί όλη μέρα από την ανεξέλεγκτη διέλευση ανθρώπων και σα με βρήκε μονάχο το απόγεμα άρχισε να μου ρίχνει πέτρες για να εκδικηθεί, με τον τρόπο αυτό, όλους εκείνους που την είχαν ενοχλήσει διασπώντας τη γαλήνη της. Με το πετροβόλημα ήταν σα να ήθελε να μου πει ότι ήμουν παρείσακτος κι ανεπιθύμητος.
Νομίζω πως τα έχω ξαναπεί αυτά με τις αρκούδες της Βάλια Κάλντα. Ποτέ δεν πίστευα πως θα επαναλαμβάνονταν με διαφορετικό κίνητρο, σε διαφορετικό τόπο και με συνθήκες μυστηριώδεις στην περιοχή της Άνω Βροντούς Σερρών…
Αλλά ας εξιστορήσουμε τα πράματα από την αρχή: Είκοσι μία του Απρίλη είχα ακολουθήσει τους πρώην συναδέλφους μου που συμμετείχαν στο πανελλήνιο δικηγορικό συνέδριο που γινόταν στις Σέρρες, με σκοπό να εξερευνήσω την περιοχή. Έτσι πήρα την απόφαση να ταξιδέψω ώς το ακρώρειο χωριουδάκι του Νομού Σερρών, την Άνω Βροντού, για να διερευνήσω τις συνθήκες ανάβασης και τη μορφολογία του εδάφους του βορειότερου ελληνικού βουνού της Μακεδονίας (δίχως εισαγωγικά), του Όρβηλου, του οποίου η προσέγγιση γίνεται από αυτό το χωριό των Σερρών.

Ο Όρβηλος από τα όρη Βροντούς

Από τις Σέρρες ο δρόμος τραβάει απότομα ανηφορικά, προς τα βόρεια, με κατεύθυνση τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Αφού διασχίσει ένα καχεκτικό δάσος πεύκης, βγαίνει σε γυμνά, αλλά έξοχα ορεινά τοπία, μέσου υψομέτρου, περνώντας διαδοχικά από τα χωριά Ελαιώνας, Μαρμαρά και Ορεινή, και αφήνοντας απέξω, τη διάσημη Μονή του Προδρόμου, μέχρι να φτάσει στη διασταύρωση που διχάζει τα δυο ομώνυμα χωριά της Βροντούς, την Άνω και την Κάτω Βροντού. Τα δυο αυτά χωριά έχουν τη μοναδική πρωτοτυπία, η μεν Άνω να ανήκει στον Νομό Σερρών η δε Κάτω στον Νομό Δράμας…
Οι πλαγιές, τα μεμονωμένα δάση, οι βοσκότοποι, τα λιβάδια, οι χαράδρες και οι διακυμάνσεις του ανάγλυφου αυτού είναι ίσως από τα ωραιότερα της βόρειας λεκάνης της Μακεδονίας. Εκτεταμένα ορεινά λιβάδια, υγιή δρυοδάση και ορεινοί λειμώνες ποικίλουν τη σύνθεση του διασχίσματος της Βροντούς.
Το τοπίο προσφέρεται για εξερευνήσεις, πεζοπορίες, αθλήματα, αλλά και ταξίδι με τέσσερις τροχούς.
Ώς εκεί που διχάζεται ο δρόμος για Άνω και Κάτω Βροντού, έχω αποθησαυρίσει εικόνες μοναδικές, δάση και πλαγιές απείρου κάλλους, νερά, λίμνες, σουβάλες, ρέματα, πανέμορφα δάση δρυός, επικλινή βοσκοτόπια, πατατοχώραφα, γεφύρια και νερόμυλους δίχως την παρουσία και ύπαρξη οικιστικού κανόνα που να αλλοιώνει τον αγροτικό χαρακτήρα της βουκολικής μαγείας.
Κάποια στιγμή διακρίνω δεξιά μου ένα βραχώδες και λιλιπούτειο μονοκλήσι, πάνω από το οποίο κυματίζουν τρεις διαφορετικού σχεδιασμού ελληνικές σημαίες, η μια πάνινη, η άλλη χάρτινη και η τρίτη ζωγραφιστή πάνω στον βράχο. Δίπλα ακριβώς από το κονοστάσι, από ψυχής εγχάρακτο διαβάζω στον βράχο ένα τερπνό ποιητικό σχεδίασμα κάποιου Μάκη που έλεγε τα εξής: «Αυτό που μου προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη είναι ο άνθρωπος. Γιατί θυσιάζει την υγεία του για να βγάλει λεφτά. Ύστερα θυσιάζει τα χρήματά του για να ανακτήσει την υγεία του. Και τότε είναι τόσο ανήσυχος για το μέλλον ώστε δεν απολαμβάνει το παρόν. Με αποτέλεσμα να μην κοιτάζει ούτε στο μέλλον ούτε στο παρόν. Και ζει σα μην πρόκειται ποτέ να πεθάνει. Και πεθαίνει χωρίς να έχει ζήσει ποτέ»…
Αφήνοντας τον Μάκη στην ποιητική του έκσταση και λίγο πριν από την είσοδό μου στην Άνω Βροντού συναντώ το Οικοπάρκο της Βροντούς, με κιόσκια, αγριολούλουδα, νερόμυλους, παρατηρητήρια και δέντρα μεγάλης ποικιλίας να εξαργυρώνουν την ομορφιά του τοπίου. Πεύκα, δρύες και σημύδες. Και ολόγυρα ρεματιές, χαράδρες και χείμαρροι, καταρράκτες σουβάλες, λιβάδια, περιβολαριές και λειμώνες.
Φτάνοντας στην πλατεία της Άνω Βροντούς παρατηρώ φορτηγάκια κατάφορτα με πατάτες της περιοχής που ευδοκιμούν στα εύφορα χώματα των πλαγιών της.
Ο καφενές που μπαίνω είναι γεμάτος γερόντια, φωτογραφίες του Καζαντζίδη και αφίσες για τη «Μακεδονία ξακουστή».
Εδώ πέφτω πάνω στον πολυπράγμονα Μάκη (Αβραάμ, το όνομά του) που διατηρεί τον ζεστό και ανθρώπινο τούτον οίκο ευσπλαχνίας, για τους μεθοριακούς Μακεδόνες της Βροντούς.
Με καλοδέχεται και μου μιλάει για τον τόπο με ορθάνοιχτη την ψυχούλα του. Παρότι μετανάστης, αγαπάει και φροντίζει τον τόπο, περπατάει στα βουνά, κυνηγάει ό,τι άγριο κινείται και μοιράζεται τα θηράματα με τους …Βούλγαρους κομιτατζήδες των δασών… Πώς;
Μα γίνεται προσυνεννόηση με τους κατοίκους του διπλανού Βουλγάρικου χωριού, που προωθούν με τα σκυλιά τους τα άγρια θηράματα, από τις βόρειες δασωμένες παρυφές του Όρβηλου (βουλγάρικη επικράτεια) προς τις κορυφογραμμές της ελληνικής επικράτειας όπου το ακριτικό βουνό αδειάζει από βλάστηση, σπαναίνει και προσφέρεται για ευκολότερη σημαδοποίηση των αγριμιών.
Έτσι οι Έλληνες κυνηγοί στήνουν καρτέρια στα γυμνά κατάμερα του Όρβηλου και τα θηράματα που πέφτουν στην παγίδα των Ελλήνων θηρευτών τα μοιράζονται κατόπιν με τους γείτονες.
Ο Μάκης μού λέει κι άλλα πολλά για το μέρος που ξοδεύει τη ζωή του, αλλά το πιο καλό το φυλάει για το τέλος.
«Ποιο είναι το βουνό αυτό εκεί πάνω στην κορυφογραμμή», τονε ρωτώ.
«Το Μαύρον Όρος», μου απαντά και καπάκι μου στροβιλίζει στ’ αυτιά μου τη φράση «εκεί ανεβαίνει μόνο αυτός που δε φοβάται τις αρκούδες»…
«Και πώς πάει κάποιος που δε φοβάται τις αρκούδες;» τον τσιγκλάω, περιμένοντας να ιδώ την αντίδρασή του…
Μου δείχνει την πλατιά ολόμαυρη κορυφή, την πλαγιά, τους αναμεταδότες, και μου υποδεικνύει την τομή της οριογραμμής, επάνω στην οποία οφείλω να κινηθώ… όταν ξανάρθω το καλοκαίρι… οπλισμένος…
«Ούτε μέτρο παραέξω δε θα πας και αν τα καταφέρεις, έλα να μας χαιρετήσεις»…

Πολύκορμη ρίζα οξιάς στη Βροντού

*
«Ασφαλώς και θα γυρίσω να σας χαιρετήσω» του λέω. Όχι μόνο για χαιρετισμό μα και για έναν καφέ, πλούσιο σε βιταμίνες και μέταλλα της μακεδονικής φύσης…
Ο δρόμος με έφερε ψηλά στα περάσματα της Αγίας Παρασκευής, όπου το δάσος πύκνωνε. Οι τελευταίες βροχές είχαν καταστήσει το οδόστρωμα αδιάβατο, με τις λακκούβες να δημιουργούν υψηλό ρείθρο στο χωμάτινο πέλμα. Πήγαινα με ελάχιστη ταχύτητα, αφενός γιατί δεν μπορούσα να αναπτύξω μεγαλύτερη λόγω των πελμάτων της λάσπης, αφετέρου γιατί ήταν κακοσυντηρημένος ο δασικός δρόμος, έτσι ώστε να μην μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν συμβατικά αυτοκίνητα.
Κοντά στο σημείο που μου είχαν υποδείξει ότι έπρεπε ν’ αφήσω το αμάξι, για να συνεχίσω με τα πόδια, ξαφνικά και αναπάντεχα, από το ανοιχτό παράθυρο εκτοξεύτηκαν μέσα στην καμπίνα ένα τσούρμο χαλίκια και λιανόπετρες.
Σαστίζω, αλλά δεν τα χάνω. Θυμάμαι τις πέτρες που μου πετούσαν οι κρυμμένες αρκούδες στη Φλέγγα το καλοκαίρι του 2002. Κοιτάζω γύρω μου, τίποτα. Κατεβαίνω από το αμάξι με επιφύλαξη κι ελεγχόμενο φόβο, χωρίς να απομακρύνομαι και στήνω αυτί. Κάτι σουρσίματα μέσα στις οξιές και τίποτ’ άλλο. Απόλυτη ησυχία.
Ρίχνω μια ματιά στην καμπίνα, γεμάτο χαλίκια το αμάξι. Συγκρατώ την έκπληξη και συνεχίζω με προβληματισμό τον ανήφορο για κάπου δύο χιλιόμετρα ακόμη, ίσαμε το σημείο όπου θα συναντήσω δεξιά μου μερικά λειχηνωμένα βράχια, όπως μου τα είχε προεπισημάνει ο Μάκης από τη Βροντούς.
Κατεβαίνω, όχι δίχως κάποια μικρή ταραχή, ντύνομαι, αρπάχνω και τη βέργα κρανιάς με τη σιδερένια αιχμή για προστασία κι αρχίζω ν’ ανηφορίζω την κορυφογραμμή έχοντας από δεξιά μου ένα πανέμορφο δάσος οξιάς και αριστερά μου το χαμηλόθαμνο γυμνό τοπίο της Βροντούς.
Η διάρκεια της ανάβασης δεν ξεπερνάει τη μια ώρα μέχρι να πατήσω την ήπια κορυφή του Μαύρου Βουνού, που καταγράφει υψόμετρο 1.653 μέτρα.
Εκεί παρατηρώ δυο πράγματα: Kάτω από την κορυφή ψηλώνει μια δεκαπεντάκορμη ενιαία ρίζα οξιάς, που νομίζω πως είναι η μεγαλύτερη που έχω δει στη ζωή μου. Και το δεύτερο: Bρίσκομαι στο κέντρο μιας πενταπλής θάλασσας μεγάλων κορυφών που κυματίζουν ολόγυρά μου, με έναν επιβλητικά πανέμορφο τρόπο. Βόρεια η κυματιστή και κατάφορτη από χιόνι κορυφογραμμή του Όρβηλου (2.212 μ.), δυτικά η κωνοειδής κορυφή του Λαϊλιά (1.869 μ.), ανατολικά το απλωμένο σεντόνι του Μενοίκειου Όρους (Μπόζντα, 1.963 μ.), λίγο ανατολικότερα ο χαλκοπράσινος Γρανίτης και βορειοανατολικά το κάπως απόμακρο Φαλακρόν Όρος (2.232 μ.)
Η θέα είναι συγκλονιστική από τη θέση αυτή που πατώ. Ξεχνώ και τις αρκούδες και τα σοφά λόγια του Αβραάμ και το μόνο που απομένει από τη ζωή που ζούμε είναι αυτές οι συναρπαστικές στιγμές που μας χαρίζει η εμμέλεια και ο ασφυχτικός ρυθμός της ανόθευτης φύσης. Μιας φύσης ολότελα αμεταχείριστης και στυγνής, καθώς δε γνωρίζει χειροθεσίες και επεμβάσεις, τεχνικού ενδιαφέροντος και επεξεργασίας…
*
Όταν αποκαθηλωθώ από τις εντυπώσεις και τους στοχασμούς και ξαναβρεθώ επιστρέφοντας στο καφενεδάκι της Άνω Βροντούς, παρέα με καμιά δεκαριά ηλικιωμένα άτομα του πρώην μόχθου της ζωής, θα γυρίσω το βλέμμα στη στιβαρή φυσιογνωμία του Αβραάμ, θα αποταθώ σε τούτο τον βράχο της μεθοριακής φύσης, για να τον ευχαριστήσω και να του μεταφέρω την ποιητική σκέψη του Αμερικανού ποιητή που καταγράφω στην προμετωπίδα του αφιερώματος…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το