Άρθρα

Περί Δωδεκαήμερου – Έθιμα, δοξασίες και καλαντίσματα στα Κανάλια της Μαγνησίας

 

Της
Αγγελικής Θάνου,
PhD εκπαιδευτικού και συγγραφέα

Δωδεκαήμερο στη χριστιανική παράδοση ονομάζεται η χρονική περίοδος των δώδεκα ημερών από τα Χριστούγεννα, στις 25 Δεκεμβρίου, μέχρι και την παραμονή των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου, οπότε απαγορευόταν κάθε είδους νηστεία εκτός από την ημέρα του Σταυρού. Κατέχει σημαντικότατη θέση στην ελληνική λαϊκή λατρεία, επειδή συνδέεται με τις παραπάνω μεγάλες εορτές, ενώ περιέχει και την Πρωτοχρονιά. Η ονομασία Δωδεκαήμερο χρησιμοποιείται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια για το ίδιο χρονικό διάστημα. Εκτός από τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές το Δωδεκαήμερο συνδέεται με πλήθος δεισιδαιμονιών, δοξασιών και εθίμων. Είναι φανερές οι επιδράσεις της ελληνικής αρχαιότητας στις εθιμικές εκφάνσεις των ημερών. Παράλληλα ήταν και μια περίοδος ανάπαυλας για τους γεωργούς ύστερα από την εντατική εργασία της σποράς που προηγείτο.
Στον ελληνικό χώρο παλαιότερα κυριαρχούσε η πίστη στους καλικάντζαρους, που εμφανίζονταν τα Χριστούγεννα και έφευγαν τα Θεοφάνια με τον αγιασμό των υδάτων. Πίστευαν ακόμα ότι ανεβαίνουν οι καλικάντζαροι στην επιφάνεια της γης από τον Κάτω Κόσμο, μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο και τα αναστατώνουν. Η λαϊκή φαντασία τους θέλει τερατόμορφους, δύσμορφους και σιχαμερούς, που κάνουν τον βίο αβίωτο των ανθρώπων. Για να τους διώξουν, οι ένοικοι σχεδιάζουν το σημείο του Σταυρού σε διάφορα μέρη του σπιτιού και φροντίζουν να έχουν αναμμένη φωτιά. Ολόκληρο το Δωδεκαήμερο έκαιγαν στη «γωνιά» ένα χοντρό κούτσουρο. Τη στάχτη από το ξύλο αυτό την έριχναν στους αγρούς για να τους προφυλάξουν από κάθε κακό και από κάθε αρρώστια.
Τα εορταστικά έθιμα του Δωδεκαημέρου αρχίζουν από την παραμονή των Χριστουγέννων με τα κάλαντα, που συνεχίζονται με τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και τελειώνουν με τα κάλαντα της γιορτής των Φώτων.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα έθιμα του Δωδεκαημέρου παρουσιάζουν μικτό χαρακτήρα χριστιανικών εκδηλώσεων και παγανιστικών συνηθειών. Στο βάθος υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι όλα αυτά τελούνται, την κρίσιμη αυτή εποχή των χειμερινών τροπών του Ηλίου, για την καλή χρονιά και την πλούσια καρποφορία.

Έθιμα Πρωτοχρονιάς στα Κανάλια
Ξημερώνοντας η Πρωτοχρονιά, κάθε νοικοκυρά έφτιαχνε ζεστούς ολόγλυκους μυρωδάτους λουκουμάδες για το πρωινό της οικογένειας ώστε να είναι η χρονιά γλυκιά και μοσχοβολιστή. Μια διαφορετική βασιλόπιτα από τη σημερινή, περίμενε στο τραπέζι, η κουλούρα. Ήταν γεμιστή με ρύζι, ζάχαρη, κανέλα και άλλα καρυκεύματα. Υπάρχει και η παραλλαγή με ψιλοκομμένα κομμάτια χοιρινού στη γέμισή της. Περιγράφεται ως μια πεντανόστιμη κουλούρα. Την έκοβαν σε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας και επιπλέον από ένα για τον Χριστό, για τον Άγιο Βασίλη και για το σπίτι. Τα τυχερά ήταν πολλά. Νόμισμα, κλαδί ελιάς, αχλαδιάς, αμυγδαλιάς, πουρναριάς κ.ά. Όποιος έβρισκε το νόμισμα θα γινόταν πλούσιος, όποιος την αχλαδιά θα ασχολούνταν με την καλλιέργειά της, όποιος έβρισκε το πουρνάρι θα γινόταν τσοπάνης κ.λπ. Πρωί – πρωί οι επαγγελματίες πήγαιναν στη βρύση του χωριού. Οι τσοπάνηδες άλειφαν τη βρύση με βούτυρο, οι γεωργοί έριχναν σιτάρι, οι μπακάληδες χρήματα και έλεγαν: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το βούτυρο, το σιτάρι, τα χρήματα» κ.λπ.
Ο πρώτος επισκέπτης της νέας χρονιάς σε σπιτικό έπρεπε να καθίσει μπροστά στο τζάκι και να ρίχνει αλάτι στη φωτιά λέγοντας: Όπως πηδάει το αλάτι, να πηδάν οι νύφες, οι γαμπροί, τα πρόβατα και τα κατσίκια.
Θερμές ευχαριστίες στην κ. Μαρία Ράμπου – Βογιατζή για τις πληροφορίες – καταγραφές από τις κ. Μαρία Παπατριανταφύλλου, Ελένη Παπατριανταφύλλου και Σοφία Ζιάγκα, όπως αυτές αναφέρονται στο βιβλίο του Ηλία Λεφούση «Κανάλια και Κάρλα».

Καλικάτζαροι και Καρκατζάλια
Στα Κανάλια, παλιότερα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι καλικάτζαροι παρουσιάζονταν με τη μορφή σκύλου ή γάτας και φώναζαν τις νύχτες στα σπίτια για να τους ανοίξουν. Τότε οι νοικοκύρηδες έπρεπε να πουν «ορίστε». Αν έλεγαν κάτι άλλο τους έπαιρναν τη λαλιά.
Τη μέρα του Σταυρού οι νοικοκυρές έριχναν στάχτη τριγύρω στο σπίτι για να φύγουν οι καλικάτζαροι. Ο παπάς περνούσε από τα σπίτια και διάβαζε αγιασμό, «φώτιζε».
Η λαϊκή φαντασία θέλει τους καλικάτζαρους να αποχωρούν λέγοντας το κάτωθι τετράστιχο:
Ο παπάς με το σταυρό
η παπαδιά με το δαυλό
φεύγεστε να φύγουμε
μας κάψαν τον κώλο μας.
Την παραμονή των Φώτων ομάδες ενηλίκων, κυρίως άντρες, με χαρακτηριστικές μεταμφιέσεις, όπως προβιές ζώων, κάπες, κουδούνια και διάφορα άλλα παράξενα εξαρτήματα γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν. Μεταξύ αυτών υπήρχε και μια νύφη συνήθως εγκυμονούσα με ένα μεγάλο πορτοκάλι στο χέρι που το έπαιζε. Τα τραγούδια τους προσαρμόζονταν ανάλογα με τα μέλη που είχε κάθε σπιτικό.
Απευθυνόμενοι στην οικοδέσποινα έλεγαν:
Κυρά μου όταν στολίζεσαι / να πας στο μοναστήρι / βάνεις τον ήλιο πρόσωπο / και το φεγγάρι στήθος / και των κοράκων το φτερό / βάνεις καγκελοφρύδι.
Για τον οικοδεσπότη έλεγαν: Σένα σε πρέπει αφέντη μου / στης πόλης τ’ αργαστήρι / να κοσκινίζεις το φλουρί / να δρυμωνιζεις τ’ άσπρα. Μ’ αυτά τα δρυμωνίσματα / κέρνα τα παληκάρια.
Για τον ηλικιωμένο άντρα του σπιτιού πρόσθεταν: Σένα σε πρέπει γέροντα, / χαρτί και κομπολόι. / Σε πρέπει κι ένα χρυσό κερί / να βάνεις τις μετάνοιες. Χίλιες να βάνεις το πρωί, χίλιες το μεσημέρι / κι ακόμα χίλιες το βραδί / να γένουν τρεις χιλιάδες.
Αν υπήρχε μικρό κορίτσι συνέχιζαν:
Φραγκίτσα δω φραγκίτσα κει / φραγκίτσα πάει στη βρύση, / φραγκίτσα με τα κόκκινα και με τα ξα – γαλάζια / στο παραθύρι κάθονταν / και το φλουρί αρμαθιάζει. Αρμάθιαζε ξαρμάθιαζε / εννιά αρμαθιές τις φτιάνει / τις πέντε βάνει στο λαιμό / τις τέσσερις στα χέρια.
Σε κόρη της παντρειάς έλεγαν:
Εδώ έχουμε μια λυγερή / θέμε να παντρέψουμε / προξενητάδες και γαμπροί / έρχονται από την πόλη / ρωτούσαν και ξαναρωτούν / που να βρουν τέτοια κόρη / ψηλή λιγνή σαν το βεργί, / χοντρή σαν το καλάμι. / Δίνουν αμπέλια ατρύγητα,/ χωράφια σαν τα στάρια / δίνουνε και τη Βενετιά με όλα τα καράβια.
Και σε αρραβωνιασμένη: Τ’ ακούς, μαρή λυγερή / τι παραγγέλλει ο καλός σου; / Το μαντηλάκι που σ’ έστειλε / καλά να το κεντήσεις / να βάλεις λίτρα μάλαμα / και δυο λίτρες ασήμι / λίτρα να βάνει η μάνα σου / λίτρα η αδερφή σου / λίτρα να βάνουν τ’ αδέρφια σου / και τα ξαδέρφια σου.
Για το μικρό παιδί της οικογένειας πρόσθεταν:
Ένα σπειρί σπειρόπουλο / σπειρί μαργαριτάρι / σπειρί το ’χει η μάνα του / σπειρί και ο μπαμπάς του / σπειρί το ’χουν τ’ αδέρφια του / σπειρί και τα ξαδέρφια τ’.
Για το παιδί που είναι μαθητής έλεγαν:
Γραμματικέ, γραμματικέ, / ψάλτη και αναγνώστη / τα γράμματα είναι στο χαρτί / κι ο νους σου πέρα δώθε.
Για το παλικάρι του σπιτιού:
Εδώ έχουμε κι ένα νιούτσικο / θένε να τον παντρέψουν / Γυρεύουν νύφη από σειρά / κι από καλούς ανθρώπους / ζητάν αμπέλια ατρύγητα / χωράφια με τα στάρια / ζητάνε και τη Βενετιά / μ’ όλα της τα καράβια.
Για το ζευγάρι πρόσθεταν:
Ζευγάρι χρυσοζεύγαρο / χρυσομαλαματένιο / τα μαύρα βόδια στο ζυγό / τα τρίγωνα στ’ αλέτρι / και τα μελισσοτρύγονα / μεσ’ το βαθύ τ’ αλώνι.
Αν υπήρχαν πρόβατα:
Μέσα σε τούτη την αυλή / τη μαρμαροχτισμένη / στολίζουν χίλια πρόβατα / και δυο χιλιάδες γίδια / τ’ αρνιά και τα κατσίκια της / λογαριασμούς δεν έχουν.
Εάν δεν τους άνοιγαν οι οικοδεσπότες έλεγαν:
Κυρά μου το σπιτάκι σου / γεμάτο καλλιακούδια / τα μισά γεννούν / τα μισά κλωσσούν / τα μισά σε βγάνουν μάτια.
Οι παραδόσεις μας δεν είναι παρωχημένες συνήθειες, είναι πολύτιμες καθώς ξυπνούν μνήμες, δημιουργούν ένα αίσθημα συνέχειας, αποτελούν πηγή γνώσης, πείρας και σοφίας. Τα σύμβολα, οι τελετές, οι θρύλοι, οι μουσικές, οι χοροί εδραιώνουν την ταυτότητά μας. Μας ενώνουν με το παρελθόν, μας δένουν σαν οικογένεια, σαν κοινότητα, σαν χώρα. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης αναφέρει με στοχασμό: «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνουμε και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το