Πολιτισμός

Παύλος Σάμιος: Ο σπουδαίος ζωγράφος «έφυγε» στα 73 του χρόνια μετά από μάχη με τον καρκίνο

Επιμέλεια: Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Παύλος Σάμιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948.
Από μικρός ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και το σχέδιο βοηθώντας τον πατέρα του στο εργαστήριο παπουτσιών.
Aγάπησε τη θρησκευτική ζωγραφική που τον κέρδισε από πολύ νωρίς και εργάστηκε στο εργαστήρι Αγιογραφίας του Διονύση Καρούσου μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στο Εργαστήρι του Πάνου Σαραφιανού και πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Δάσκαλοί του ήταν ο Νίκος Νικολάου στο Προκαταρκτικό και ο Γιάννης Μόραλης στο Εργαστήριο Ζωγραφικής. Σπουδαίοι δάσκαλοι που τους οφείλει πολλά, όπως επίσης και στον Γιάννη Τσαρούχη. Είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει στο Παρίσι και να μάθει τόσα πολλά για την ελληνική παράδοση, μέσα από τα μάτια ενός μοναδικού ζωγράφου που στα πρώτα του έργα τον επηρέασε πολύ.

Από το 2000 καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει ζωγραφίσει με την τεχνική του fresco πολλές μικρές εκκλησίες.
Με τον Παύλο Σάμιο συστηθήκαμε τον Ιανουάριο του 2016 εδώ, στον Βόλο, στα εγκαίνια της έκθεσής του τίτλο «Τα Καθημερινά», μια σειρά 19 έργων του που φιλοξενήθηκαν στον Χώρο Τέχνης «δ». Λίγες μέρες αργότερα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλία» μια συνέντευξή του εφ’ όλης της ύλης.
Ευγενικός, χειμαρρώδης, ετοιμόλογος, ευφυής, είπε, μεταξύ άλλων:
«Έχω ζήσει για 17 χρόνια στο Παρίσι. Αυτό που μας λείπει είναι ότι είμαστε κλεισμένοι σαν άνθρωποι σε μία οικογένεια ελληνική. Είμαστε μία ευρωπαϊκή χώρα, η οποία ζει αποκλεισμένη. Διότι εδώ δε μιλάμε για τα ελληνικά προϊόντα όπως είναι η φέτα και το λάδι, μιλάμε για την Τέχνη. Πολύ λίγα πράγματα φεύγουν έξω. Κι έχουμε πολύ ωραία πράγματα. Δηλαδή θα έπρεπε να υπάρχει ένας φορέας, ένα υπουργείο, ένας σύλλογος ή ένας έξυπνος άνθρωπος, να δημιουργήσει μία κατάσταση, ώστε και να στέλνουμε και να φέρνουμε. Συνήθως στέλνουμε, αλλά δεν φέρνουμε, ενώ θα έπρεπε να κάνουμε ανταλλαγές κουλτούρας σε επίπεδο μουσειακό».

«Πιστεύω ότι έχουμε ταλαντούχους ανθρώπους, δεν σταματά ποτέ αυτό, έχουμε ένα ποτάμι από νέους ανθρώπους, οι οποίοι κατεβάζουν ιδέες και κάνουν σπουδαία δουλειά, σε όλα τα επίπεδα. Αν βλέπατε τι κάνουν τα παιδιά που πρωτοέρχονται, θα αντιλαμβανόσαστε ότι είναι στο αίμα τους».
«Μου αρέσει να «βλέπουν» οι άνθρωποι, άσχετα αν τους αρέσει ή όχι, αλλά να βλέπουν, να σκέφτονται και να αισθάνονται. Αυτό έχει σημασία».
«Το πρώτο ημερολόγιο της ΑΓΕΤ το έκανα όταν ακόμα ζούσε ο Αλέξανδρος Τσάτσος (ο πατέρας). Του είχα προτείνει ως θέμα το Άγιο Όρος, όμως εκείνοι δεν ήθελαν θέμα με την εκκλησία ή την παράδοση.
Εγώ όμως επειδή είχα βρεθεί εκεί στα 18 μου με τον δάσκαλό μου τον Μυλωνά και επειδή είχα δει τα Μοναστήρια και τα φωτογράφιζα, ήξερα πόσο όμορφα ήταν.
Είχα μείνει 40 μέρες και όταν τα έδειξα στον Τσάτσο ξετρελάθηκε, δεν πίστευε πόσο ωραία ήταν τα Μοναστήρια (και ίσως και η ζωγραφική μου), αλλά κυρίως το αντικείμενο. Κάναμε τελικά το πρώτο ημερολόγιο, είχε μεγάλη επιτυχία και νομίζω ότι άρεσε σε όλους».

«Το ελιτίστικο έχει κάτι το σνομπ και δεν μου αρέσει καθόλου, ούτε σαν λέξη μου αρέσει. Υπάρχει μία ποιότητα στην Τέχνη. Μπορεί κάποιες φορές να περιγράφει πράγματα άσχημα ή άγρια, αλλά λένε την αλήθεια. Και η αλήθεια δεν μπορεί να είναι ελιτίστικη».
Όταν τον ρώτησα: «Για να «διαβάσουμε» και να «βιώσουμε» την Τέχνη τι εφόδια, εν τέλει, χρειαζόμαστε;», απάντησε:
«Την ψυχή μας ανοιχτή, τα μάτια μας ανοιχτά και το μυαλό μας χωρίς προκαταλήψεις. Να αφήνεται κάποιος σ’ αυτό που βλέπει, σαν μωρό παιδί, σαν να είναι η πρώτη φορά που κοιτάζει κάτι.
Γιατί το πρόβλημα με την Τέχνη, αλλά και με εμάς που ζωγραφίζουμε, δεν είναι να είναι ωραίο και να αρέσει μόνο, είναι ο άνθρωπος που το βλέπει να συγκινηθεί. Αν συγκινηθεί, το κερδίσαμε το παιχνίδι. Η συγκίνηση είναι πριν την σκέψη, είναι πριν από τη λογική, είναι όταν βλέπεις κάτι και λες: Aααααα! Αυτό το Αααα, αυτό το Α, είναι όλη η ιστορία!».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το