Πολιτισμός

Η παράδοση είναι η ίδια η ζωή – Ο ακαδημαϊκός και παρουσιαστής Λάμπρος Λιάβας μιλά για την επικείμενη επίσκεψή του στον Βόλο

Τους ένωσε η αγάπη για την παραδοσιακή μουσική και από το 2001 αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή των Ελλήνων, σ’ ένα ταξίδι που το συνοδεύουν αγαπημένες μελωδίες και ήχοι. Ο λόγος για τους Τακίμ, οι οποίοι μεθαύριο θα επισκεφτούν τον Βόλο και θα παρουσιάσουν τη μουσική παράσταση «Καφέ Αμάν- Ελληνική απόλαυσις». Ο Λάμπρος Λιάβας, παρουσιαστής της τηλεοπτικής εκπομπής «Το αλάτι της γης» που προβάλλεται στην κρατική τηλεόραση και καθηγητής εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα βρεθεί μαζί με τους Τακίμ στην πόλη μας, αφού έχει αναλάβει την επιμέλεια και παρουσίαση της εξαιρετικής παράστασης που στήνει μία «ζωντανή» γέφυρα με το παρελθόν της πλούσιας ελληνικής παράδοσης.

Ο Λάμπρος Λιάβας δεν έκρυψε τη χαρά του για την επικείμενη επίσκεψη των Τακίμ στον Βόλο, με αφορμή την παράσταση της 11ης Δεκεμβρίου, στην οποία θα δώσει επίσης το «παρών» η χορευτική ομάδα του Λυκείου Ελληνίδων Βόλου: «Χαιρόμαστε που ερχόμαστε στον Βόλο και η σχέση μου με το Λύκειο των Ελληνίδων είναι και παλιά και πολύ ευχάριστη. Έχουμε κάνει και το «Αλάτι της Γης». Ο Γιάννης Πραντσίδης είναι παλιός φίλος και συνεργάτης, οπότε νιώθουμε ότι ερχόμαστε σε φίλους. Υπάρχει όλη αυτή η μικρασιάτικη παράδοση, που χαρακτηρίζει την περιοχή του Βόλου κι ένα μεγάλο μέρος της παράστασης αναφέρεται στα καφέ-αμάν της Σμύρνης και της Πόλης. Παρακολουθεί το μακρύ ταξίδι του Ελληνισμού, σχηματίζοντας ένα μεγάλο τόξο που ξεκινάει από την Ήπειρο, περνάει στα Βαλκάνια, πηγαίνοντας στα καραβάν-σαράγια όπου εκεί συναντιόντουσαν μουσικοί και άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές. Ο επόμενος σταθμός είναι στην Κωνσταντινούπολη, στα Ταταύλα για την ακρίβεια, ενώ μετά μεταφερόμαστε στα καφέ-σαντάν της Σμύρνης. Έπειτα πήραν σειρά οι πρόσφυγες στις «μπύρες», όπως ονομάστηκαν τα καφέ-αμάν στην Κοκκινιά και σ’ άλλες περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά και καταλήγουμε με το υπερωκεάνιο στην Αμερική, όπου υπήρχαν επίσης καφέ-αμάν στην 8η Λεωφόρο στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο».

Στη συνέχεια ο 58χρονος καθηγητής εθνομουσικολογίας μίλησε για τη σύμπραξή του με τους Τακίμ, αναφέροντας: «Πρόκειται για σπουδαίους δεξιοτέχνες. Ο καθένας τους είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα και το αποτέλεσμα της σύμπραξής τους εδώ και 16 χρόνια είναι εντυπωσιακό. Θελήσαμε να κάνουμε, όχι απλώς μία συναυλία, αλλά μία παράσταση που έχει κείμενα και προβολές ενός πολύ σπάνιου οπτικού υλικού, που ακριβώς βοηθάνε τον θεατή να τοποθετήσει όλα αυτά τα κομμάτια στην εποχή τους. Πώς λειτούργησαν και πάνω απ’ όλα στη σχέση τους με τους ανθρώπους. Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να βγάλουμε τις σχέσεις των ανθρώπων με τις μουσικές, τις ταυτότητες, Ακριβώς γι’ αυτό διαλέξαμε τα μουσικά καφενεία, γιατί ήταν ο τόπος συνάντησης όλων των φυλών. Στην Ήπειρο, στα Βαλκάνια, στην Πόλη, στη Σμύρνη και στην Αμερική, δεν είναι μόνο οι Έλληνες, αλλά συναντιούνται με Αρμένιους, με Τούρκους, με Σέρβους, είναι αυτό το καταπληκτικό δούναι και λαβείν που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας».

Μέσα από αυτή τη μίξη, ο Λάμπρος Λιάβας υπογράμμισε τον πλούτο που χαρακτηρίζει την ελληνική παράδοση. «Κερδίζεις πολλά πράγματα από αυτό το συνεχές ταξίδι. Γι’ αυτό και το λέμε το ταξίδι του Ελληνισμού. Ξεκινάει μάλιστα η παράσταση με τον στίχο του Σεφέρη «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα». Σύμβολο ακριβώς της περιπλάνησης είναι ο Οδυσσέας με την έννοια ότι θέλησε να γνωρίσει τις νοοτροπίες των άλλων», είπε χαρακτηριστικά, ενώ στη συνέχεια μνημονεύοντας τον στίχο από το προοίμιο της ομηρικής Οδύσσειας «Πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», επισήμανε ότι «αυτό είναι πολύ βασικό μήνυμα που φέρνει αυτή η παράσταση, μας αφορά άμεσα στην εποχή μας, που όλα μας οδηγούν να φοβόμαστε τον άλλον, τον ξένο, αντί να τον δεχτούμε. Και θυμίζουμε ότι οι Έλληνες στο παρελθόν υπήρξαν και πρόσφυγες και μετανάστες».
Ο Λάμπρος Λιάβας έκανε μνεία στους δυνατούς συμβολισμούς που εμπεριέχονται στα τραγούδια της παράστασης «Καφέ Αμάν-Ελληνική Απόλαυσις», αλλά και στη σύνδεση της παράδοσης με το σήμερα: «Το πώς δεχόμαστε τον άλλον είναι πολύ μεγάλο θέμα. Το ξαναζούμε στις μέρες μας, όπου τόσα παιδιά έγιναν επιστημονικοί μετανάστες. Κάτι σημαίνει αυτό. Από εκεί και πέρα, οι Τακίμ δεν περιορίζονται στο να αναπαράγουν τα κομμάτια αυτά όπως ήταν παλιά, αλλά έρχονται να προσθέσουν όλη αυτή την τέχνη και τη δεξιοτεχνία τους και να τα επεξεργαστούν με σημερινό τρόπο. Τα φέρνουν στο σήμερα, το ίδιο και οι δύο εξαιρετικοί τραγουδιστές που έχουμε στην παρέα μας, ο Γιάννης Νιάρχος και η Κατερίνα Τζιβίλογλου. Νέα παιδιά, νέοι άνθρωποι κι αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η παράδοση δεν είναι κάτι που αφορά μόνο στο παρελθόν και κάποιες μεγάλες ηλικίες μόνο, αλλά αφορά αρκετό κόσμο. Γενικότερα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πολλούς νέους να έρχονται κοντά σ’ αυτό που λέμε παράδοση. Είναι πολύ ελπιδοφόρο μήνυμα. Κι έρχονται μάλιστα με διάθεση ανανεωμένη, θεωρώντας ότι μέσα σ’ όλο αυτό το υλικό βρίσκουν σημεία αναφοράς για τις σημερινές τους ανάγκες για έκθεση και επικοινωνία. Τον τελευταίο καιρό γυρίζουμε όλη την Ελλάδα, με ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που κάνουμε στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής «Φοίβος Ανωγειανάκης». Είμαι εντυπωσιασμένος από την ανταπόκριση του νέου κοινού. Το ίδιο ισχύει και στο Πανεπιστήμιο που διδάσκω. Βλέπω όλο και περισσότερα τα νέα παιδιά να ανταποκρίνονται σε σημείο μάλιστα που κάναμε κι ένα καινούριο μεταπτυχιακό πρόγραμμα μόνο με την εκτέλεση μουσικών οργάνων παραδοσιακών. Και πρέπει να σας πω ότι οι Τακίμ διδάσκουν κι έχουν το μάθημα των οργανικών συνόλων με εντυπωσιακά αποτελέσματα».

Κλείνοντας ο γνωστός ακαδημαϊκός και τηλεοπτικός παρουσιαστής, μίλησε για την πολιτιστική κληρονομιά στη Θεσσαλία: «Η Θεσσαλία έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που ανέφερα νωρίτερα, το αδιάκοπο δούναι και λαβείν που χαρακτηρίζει τον Ελληνισμό. Πρώτα απ’ όλα η Θεσσαλία από μόνη της έχει μία μεγάλη μουσική παράδοση. Έχει πλούτο, έχει ποικιλία κι όλη αυτή η ντόπια παράδοση, και των Καραγκούνηδων στον κάμπο, αλλά και των ορεινών χωριών, ήρθε να μπολιαστεί και να εμπλουτιστεί με την παράδοση των προσφύγων που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία, είτε ήταν Μικρασιάτες και Καππαδόκες, είτε από Ανατολική Θράκη, ενώ και οι Σαρακατσάνοι έχουν επίσης τη δική τους ξεχωριστή παράδοση. Τα πανηγύρια και τα γλέντια που έχω παραβρεθεί είναι πραγματικά πολύ σημαντικά και δείχνουν ότι η παράδοση παραμένει ζωντανή. Υπάρχει εξαιρετικό υλικό και μεγάλη πολυμορφία. Από τη θάλασσα του Πηλίου μέχρι τα ορεινά του Ασπροποτάμου και των Αγράφων. Το ζητούμενο είναι κατά πόσα όλα τα πράγματα τα βιώνουμε. Η παράδοση δεν μπορεί να μπει στο μουσείο πίσω από μία βιτρίνα, τότε είναι νεκρή και αδρανής, αλλά κατά πόσο όλα αυτά θα συνεχίσουν να είναι μία ζώσα πραγματικότητα και κυρίως να περάσουν στα νέα παιδιά. Αν η παράδοση δεν γίνει βίωμα, δεν έχει μέλλον. Η παράδοση είναι η ίδια η ζωή. Δεν μπορείς να τη δεις ούτε αρχειακά, ούτε ως μουσειακό εύρημα. Παράδοση είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αν δεν το καταλάβουμε εμείς, η σχέση μας είναι καθαρά φολκλορική και επιδερμική και το φολκλόρ θεωρώ πως είναι ένα από τους μεγάλους εχθρούς της παράδοσης».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το