Τοπικά

Οι λόγοι που η Ελλάδα άντεξε στην πανδημία – Έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε σύγκριση με άλλες 44 χώρες

Την κατάσταση της πανδημίας σε 44 χώρες μελέτησε το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ερευνώντας τα αίτια για τα οποία σε ορισμένα κράτη η ένταση του ιού ήταν υψηλή με μεγάλη θνησιμότητα και σε άλλες ήταν μικρότερη.
«Η ένταση της «εισβολής» του ιού και ο συντελεστής διάχυσής του διαφοροποιούνται σημαντικά ανάμεσα στις 44 ανεπτυγμένες μη ασιατικές χώρες του πλανήτη μας, αποτυπώνονται δε και στη μέχρι σήμερα θνησιμότητα από τον ιό αυτό» τόνισε ο καθηγητής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Βύρων Κοτζαμάνης και συμπλήρωσε πως «ιεραρχώντας τις 44 (εκτός Ασίας και Λατ. Αμερικής) αυτές χώρες με βάση τη θνησιμότητα από τον COVID-19 δυνάμεθα να διακρίνουμε 4 μεγάλες ομάδες: Η πρώτη ομάδα που χαρακτηρίζεται από υψηλή θνησιμότητα (>350 θάνατοι/1.000.000) περιλαμβάνει 8 ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Η δεύτερη ομάδα (σχετικά υψηλή θνησιμότητα, 100-230 θάνατοι/1.000.000) περιλαμβάνει 7 ευρωπαϊκές χώρες και τον Καναδά. Η τρίτη ομάδα -8 ευρωπαϊκές χώρες- χαρακτηρίζεται από χαμηλή θνησιμότητα (50-80 θάνατοι αποδιδόμενοι στον COVID-19 /1.000.000). Οι 19 χώρες της τελευταίας ομάδας, στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα, έχουν μηδενική σχεδόν θνησιμότητα (4- 50 θάνατοι/ 1.000.000 κατοίκους). Οι δυο πρώτες ομάδες (υψηλή & σχετικά υψηλή θνησιμότητα, 17 χώρες) περιλαμβάνουν, εκτός των ΗΠΑ και του Καναδά, ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά σε μια ευρεία ζώνη που ξεκινά από την Ιταλία στον ευρωπαϊκό νότο για να καταλήξει στον ευρωπαϊκό βορρά στη Σουηδία. Το υψηλό ΑΕΠ τους είναι και το μόνο κοινό χαρακτηριστικό, καθώς οι άλλοι δείκτες διαφοροποιούνται σημαντικά. Η τρίτη και τέταρτη ομάδα με χαμηλή έως και μηδενική θνησιμότητα περιλαμβάνει 27 χώρες. Στις ομάδες αυτές, εκτός από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, συγκεντρώνονται όλες οι χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων (με εξαίρεση τη Β. Μακεδονία και τη Μολδαβία), της βορείου (με εξαίρεση τη Σουηδία και τη Δανία) και της κεντρικής Ευρώπης (με εξαίρεση την Αυστρία και Ελβετία). Και εδώ οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες της κάθε μιας από την τρίτη και τέταρτη ομάδες ως προς τους εξεταζόμενους δείκτες είναι σημαντικές.

Στην τέταρτη ειδικότερα και μεγαλύτερη ομάδα π.χ. των 19 χωρών με μηδενική σχεδόν θνησιμότητα, όπου το μόνο σχετικά κοινό χαρακτηριστικό είναι οι υψηλές τιμές των καρδιαγγειακών παθήσεων, συνυπάρχουν χώρες με πολύ υψηλό και πολύ χαμηλό ΑΕΠ (9.000-66.000$), πυκνότητες (3- 1.450 άτομα/τχ), μέση προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση (73-83 έτη), διάμεση ηλικία (38-45 έτη), % ατόμων 70 ετών (9-14%), αριθμό νοσοκομειακών κλινών (2,6-11/1000 κατοίκους) & νοσοκομειακού προσωπικού (18,0 -3,5/1000 κατοίκους) ως και κλίνες εντατικής θεραπείας (15-5/100.000 κάτοικους)… Επομένως, ενώ η θνησιμότητα από τον ιό έχει μια χωρική διάσταση, δεν καταγράφονται συναρτησιακές σχέσεις ανάμεσα στην έντασή της και τις άλλες συναφείς μεταβλητές».

Η πυκνότητα και ο χρόνος
Ο ίδιος συμπληρώνει πως «ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα, τι υποκρύπτει η χωρική αυτή διάσταση. Κατά τη γνώμη μας, αυτό που, κυρίως, διαφοροποιεί τις δύο μεγάλες ομάδες χωρών – ανεξαρτήτως αν βρίσκονται στην Ευρώπη ή εκτός αυτής- είναι πριν από όλα η έντονα διαφοροποιημένη πυκνότητα των σχέσεών τους με τις περιοχές από όπου ξεκίνησε η διάδοση του ιού ή ακόμη και με αυτές που σε μια πρώτη φάση διείσδυσε ταχύτατα σε συνδυασμό με τους χρόνους (timing) λήψης των όποιων μέτρων και την αποτελεσματικότητά τους. H περιορισμένη ένταση της «εισβολής» και της διάχυσης του ιού -και κατ’ επέκταση και της θνησιμότητας από αυτόν- στη μεγάλη πλειοψηφία των εξεταζόμενων χωρών (27/44, 3η και 4η ομάδα) οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη εξωστρέφειά τους». Για μερικές δε από τις χώρες αυτές, πιο «εξωστρεφείς» λόγω του τουρισμού, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα, ο χρόνος ήταν εξαιρετικά ευνοϊκός καθώς η «εισβολή» του ιού δεν συνέπεσε με την υψηλή τουριστική τους περίοδο (Ιούνιος – Σεπτέμβριος κάθε έτους).

Η περίπτωση της Ελλάδας
Ο κ. Κοτζαμάνης συμπλήρωσε για την περίπτωση της Ελλάδας πως «η χώρα μας με μηδενική σχεδόν θνησιμότητα αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Στην Ελλάδα, ο Φεβρουάριος και Μάρτιος της κάθε χρονιάς χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλές ροές ατόμων από και προς άλλες χώρες (επομένως και περιορισμένες σχέσεις με χώρες υψηλής νοσηρότητας) και από χαμηλή κινητικότητα στο εσωτερικό της. Οι πυκνότητες στους χώρους εργασίας είναι σχετικά χαμηλές λόγω της πληθώρας των μικρών και μεσαίων μονάδων και του υψηλού ποσοστού των ελευθέρων επαγγελματιών (το υψηλότερο στην Ευρώπη). Οι πυκνότητες κατοικίας – με εξαίρεση το κέντρο της Αθήνας – είναι επίσης σχετικά χαμηλές και το πλήθος των αστέγων και των καταυλισμών ειδικών ομάδων είναι – σε αντίθεση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες – περιορισμένο. Η χώρα μας είναι μεν από τις πλέον γερασμένες ευρωπαϊκές χώρες (15 σχεδόν στους 100 κατοίκους της είναι 70 ετών και άνω), το % όμως των 80+ που διαβιώνουν σε συλλογικά ιδρύματα είναι εξαιρετικά χαμηλό (μόλις 2% του πληθυσμού των ηλικιών αυτών το 2011) σε αντίθεση με άλλες. Αντιθέτως, η συχνότητα των διαγενεακών-διαπροσωπικών επαφών είναι έντονη και η παράμετρος αυτή ήταν η μόνη που θα μπορούσε να ενισχύσει τη διάδοση του ιού. Η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνοντάς υπόψη αφενός μεν ότι το δημόσιο σύστημα υγείας μας μετά από μια δεκαετία επιπλέον δοκιμασιών είχε σημαντικές ελλείψεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό αφετέρου δε την εμπειρία των χωρών όπου ο ιός εισέβαλε νωρίτερα και διαχύθηκε ταχύτατα, έλαβε έγκαιρα ακραία σχετικά μέτρα. Αυτό επέτρεψε την επιτυχή διαχείριση των περιορισμένων ροών νοσούντων από το δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο, ακόμη και πριν την εμφάνιση του COVID-19, οριακά κάλυπτε τις ανάγκες διάγνωσης-πρόληψης και περίθαλψης του πληθυσμού μας. Τα μέτρα αυτά, όπως αναμενόταν, περιόρισαν τη θνησιμότητα από τον COVID-19, μια θνησιμότητα που θα ήταν ούτως ή άλλως για τους προαναφερθέντες λόγους (εξωστρέφεια + timing) περιορισμένη. Φυσικά, οι «ασφαλείς» σήμερα χώρες, ανοίγοντας τα σύνορά τους στους προερχόμενους από τις «λιγότερο ασφαλείς» χώρες παραθεριστές κινδυνεύουν, αν δεν προσέξουν, να μετατραπούν σύντομα, παρόλα τα μέτρα που πήραν μέχρι στιγμής, σε χώρες σχετικά υψηλής νοσηρότητας και θνησιμότητας».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το