Άρθρα

Ο Βασίλης Κιός που «γνώρισε» η δημοσιογραφία

Της Τούλας Κεκάτου

40 μέρες σχεδόν είναι που «έφυγε» για το μεγάλο ταξίδι ο Βασίλης Κιος. Μοιάζει με ψέμα. Ο Βασίλης δεν υπάρχει πια στην επίγεια ζωή. Αυτός ο πληθωρικός άνθρωπος, ο «γίγας» της ψυχής και της ανθρωπιάς χάθηκε για πάντα. Ακόμα ένας από τους λιγοστούς καλούς ανθρώπους αυτού του κόσμου αποχώρησε.
Ο τρόπος που «έφυγε» ο Βασίλης – ειδικά στις παρούσες συνθήκες που ζει η κοινωνία- ήταν άδικος. «Εφυγε» ολομόναχος. Και αμέσως κάποιος μπορεί να σκεφτεί: Τελικά αυτός που αξίζει εισπράττει τα αναλογούντα; Ε όχι… Είναι η απάντηση για περιπτώσεις, όπως αυτή.
Ο Βασίλης «έφυγε» λοιπόν χωρίς τους αγαπημένους του να του κρατούν το χέρι. Οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία από λίγους, ενώ υπό άλλες συνθήκες, θα είχε «λαοθάλασσα» να τον συνοδεύει στο μεγαλύτερο ταξίδι… Αν και του ίδιου δεν του άρεσαν τα ταξίδια… Η αφοσίωση και η προσήλωση στο στόχο – που ήταν η αστυνομική του ζωή- ήταν αυτό που τον χαρακτήριζε διαχρονικά.

Για 30 περίπου χρόνια στο αστυνομικό ρεπορτάζ γνώρισα πολλούς αστυνομικούς. Η σχέση μου μαζί τους ήταν στο στενό επαγγελματικό πλαίσιο.
Τον Σεπτέμβριο του 1998, ανέλαβε υπηρεσία στην τότε Ασφάλεια Βόλου ένας νεοφερμένος αξιωματικός από την Ασφάλεια Κατερίνης. Τον ακολουθούσε η φήμη για επιτυχίες, πολλές και καλές γνωριμίες, κυρίως όμως για αποδοχή από την τοπική κοινωνία. Αλλωστε είχε υπηρετήσει αρκετά χρόνια στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Κατερίνης και η δράση του είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή σε άλλες περιοχές.
Και αυτό ήταν το βασικό στοιχείο στην ζωή του Βασίλη: Η αποδοχή από τους συνανθρώπους του.

Πήγα στα γραφεία της Ασφάλειας Βόλου για την καθημερινή επικοινωνία μου με τους αξιωματικούς στο πλαίσιο του ρεπορτάζ. Είχα ενημερωθεί για την άφιξη του στην υπηρεσία και φυσικά πήγα στο γραφείο να τον γνωρίσω. Η πρώτη εικόνα, η πρώτη ματιά, η πρώτη ανταλλαγή λέξεων μου κέντρισε το ενδιαφέρον. «Τι τύπος είναι αυτός σκέφτηκα… Διαφορετικός…»
Από εκείνη την στιγμή ένοιωσα πως η γνωριμία, η συνεργασία με αυτόν τον άνθρωπο θα είχε να μου προσφέρει πολλά. Και δεν διαψεύστηκα… Αργότερα γίναμε και καλοί φίλοι….
Ο Βασίλης Κιος είναι ο άνθρωπος που ξεχώρισε. Και δεν ήταν τυχαίο. Οι επαγγελματικές του επιτυχίες πάρα πολλές. Οι συζητήσεις μαζί του πάντα ενδιαφέρουσες. Και ναι, έμαθα πολλά από εκείνον. Εγινα καλύτερη αστυνομική ρεπόρτερ, καλύτερη δημοσιογράφος, αλλά κυρίως καλύτερος άνθρωπος.
Ανυπομονούσα για την καθημερινή επικοινωνία μας. Ο Βασίλης δεν σε έκανε ποτέ να πλήττεις. Κάθε μέρα ήταν και μία πολύ ενδιαφέρουσα και ξεχωριστή μέρα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα το τηλεφώνημα ή η προσωπική επικοινωνία με τον Βασίλη μου έδινε πάμπολλα ερεθίσματα και ιδέες για να εμπλουτίσω τα δημοσιογραφικά μου κείμενα και την έρευνα. Αρχισα να νοιώθω σαν εκείνον… Να με ιντριγκάρει η εξιχνίαση. Εφτασα μάλιστα σε ένα αρκετά καλό σημείο, αφού η συναναστροφή με εκείνον μου «άνοιγε τους ορίζοντες» και διεύρυνε το μυαλό μου.

Στην δική του πολυετή παραμονή σε διοικητικές θέσεις της τοπικής Αστυνομίας οι επιτυχίες ήταν πολλές. Κάθε μέρα το αστυνομικό ρεπορτάζ ήταν πλούσιο και δημιουργούσε πρωτοσέλιδα. Αυτό αποζητά ο συνεπής δημοσιογράφος. Αυτό του έδινε η επαγγελματική δράση του Βασίλη. Πάντα πρόθυμος και διαθέσιμος σχεδόν όλο το 24ωρο δεχόταν τις ερωτήσεις και τις απορίες των δημοσιογράφων, προκαλώντας μάλιστα έναν θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ μας. Αλλά και τις μέρες που «ήταν πεσμένος» ή κουρασμένος δεν έχανε το χιούμορ του. Δεν έδειχνε πως έχει στεναχώρια ή προβλήματα – προσωπικά ή υπηρεσιακά.

Ο Κιος είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον όλων μας στην τοπική – και αρκετές φόρες στην πανελλαδική- δημοσιογραφία. Το πιο σημαντικό είναι ότι με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες να διαφωνήσεις. Δεν σου έδινε τα επιχειρήματα. Αντίθετα μέσα σε λίγο χρόνο σου κατέρριπτε τις όποιες αμφισβητήσεις με πειθώ αξιοθαύμαστη και με απλή κοινή λογική.
Όταν ο Βασίλης Κιος έγινε διευθυντής είχε πάντα την πόρτα του γραφείου του ανοικτή και δεν φορούσε στολή. Δεν είχε τυπικότητες και πρωτόκολλα. Ηταν ο ίδιος άνθρωπος που αντίκρισα στο γραφείο της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας τον Σεπτέμβριο του 1998 με τον άνθρωπο που έφτασε στο βαθμό του ταξιάρχου το 2010. Το ίδιο χαμόγελο, η ίδια εικόνα με το τσιγάρο στο χέρι και τον καφέ να σε περιμένει πριν ακόμα φτάσεις στο γραφείο του. «Για να τον πιούμε μαζί και να συζητήσουμε..» Η ίδια θερμή υποδοχή, η ίδια συμπεριφορά. Αυτό είχε γίνει αρκετές φορές θέμα σχολιασμού μεταξύ των δημοσιογράφων, αλλά όχι κακοπροαίρετα. Αντίθετα όλοι συμφωνούσαμε πως ο Κιος έδειχνε το «πρόσωπο» της Αστυνομίας που θα επιθυμούσε ο κάθε δημοκρατικός πολίτης της χώρας. Και φυσικά ο επαγγελματίας δημοσιογράφος.

Τον Μάρτιο του 2011 ο Βασίλης Κιος –με τις κρίσεις εκείνης της χρονιάς – αποστρατεύεται. Με το βαθμό του Υποστρατήγου, αλλά η ηγεσία του Υπουργείου και της Αστυνομίας κρίνει πως πρέπει να αποχωρήσει από το Σώμα. Μετά από 35 χρόνια σκληρής δουλειάς και με κάποιες χιλιάδες επιτυχίες στο ενεργητικό του. Και σε ηλικία μόλις 52 ετών.
Στις 16 Μαρτίου 2011, την τελευταία μέρα του Βασίλη στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας η τελετή παράδοσης – παραλαβής χαρακτηρίστηκε από συγκίνηση, πικρία, αλλά και αιχμές από την πλευρά του για την σε βάρος του συμπεριφορά. Αλλωστε ο Κιος δεν έκρυβε ποτέ τα λόγια του.
Μετά από 35 χρόνια στο Αστυνομικό Σώμα, και 11 χρόνια στην τοπική Αστυνομία –από το 2007 στο «τιμόνι» της υπηρεσίας- ο Βασίλης Κιος γινόταν παρελθόν.

Τα λόγια του σε εκείνη την εκδήλωση ήταν αιχμηρά, αλλά έβγαζαν και λυγμό. Από τα δημοσιεύματα εκείνης της ημέρας ανασύρω αποσπάσματα των όσων είχε πει χαρακτηριστικά:
«Η αυλαία της υπηρεσιακής μου ζωής έπεσε. Κάποιοι έκριναν ότι είχα στερέψει και δεν μπορούσα να προσφέρω τίποτε άλλο. Να είναι καλά. Δεν πειράζει». Ειδική αναφορά έκανε δημόσια – για πρώτη φορά – στη μεγάλη στήριξη που είχε από την οικογένειά του όλα αυτά τα χρόνια. «Η οικογένειά μου με στερήθηκε. Και ένα μέλος της, μετά την αποστράτευσή μου, μου υπενθύμισε τα πολύτιμα χρόνια που χάσαμε, ως οικογένεια. Που δεν κατάφερα να σταθώ, όσο θα έπρεπε και όσο θα ήθελα, στα τρία μου παιδιά…»
Και είχε τονίσει με νόημα: «Μπορεί να μην πέτυχα όσα θα ήθελα ο ίδιος και η κοινωνία. Δεν επιτρέπω όμως σε κανέναν να πει ότι δεν δούλεψα. Πάντα ήμουν στην πρώτη γραμμή. Περάσαμε δύσκολες στιγμές. Αλλά και στιγμές χαράς στην υπηρεσία. Η ζωή, έμαθα μέσα από αυτή τη δουλειά, πως δεν μετριέται με ανάσες, αλλά με κομμένες ανάσες. Έντεκα χρόνια στο Βόλο προσπάθησα να δώσω στην κοινωνία ό,τι καλύτερο μπορούσα. Νομίζω πως σε κάποιο βαθμό κάτι κατάφερα. Το σημαντικό όμως είναι πως όλους τους κοιτάζω στα μάτια». Για την τοπική κοινωνία σημείωσε πως «οι πολίτες στάθηκαν δίπλα μας, αρκετές φορές και αυτό είναι πολύ σημαντικό». Με τα καλύτερα λόγια μίλησε για το προσωπικό της τοπικής Αστυνομίας που αποχαιρέτησε με τη φράση «θα μου λείψετε». Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους στην τελετή – και αυτό το είδα μία και μοναδική φορά σε ανάλογες τελετές όλα αυτά τα χρόνια- φώναξαν «άξιος» και τον χειροκρότησαν αρκετές φορές.
Αυτό πιστεύω ήταν η αρχή του τέλους για τον Βασίλη. Η αντίστροφή μέτρηση μόλις είχε αρχίσει.

Ο Κιος δημιούργησε ένα μεγάλο «σχολείο» σε αυτή την υπηρεσία. Και μία ιδιότυπη και μοναδική σχέση με την τοπική κοινωνία. Είχε κερδίσει την εκτίμηση, τον σεβασμό, κυρίως όμως την αναγνώριση, των συναδέλφων του. Ο μακροβιότερος Διοικητής της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Βόλου, εκτός από τις επιτυχίες στην πάταξη του εγκλήματος, βρισκόταν δίπλα σε κάθε αστυνομικό, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ασθένειας, παρέχοντας στήριξη και διευκολύνοντας τις καταστάσεις.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση της συνδικαλιστικής ένωσης των αστυνομικών – μετά τον θάνατό του- «η ιστορία γράφεται από τις πράξεις, τις ηγετικές ικανότητες στο πεδίο της μάχης, που για τον αστυνομικό είναι το πεζοδρόμιο. Το μεγαλείο όμως ενός ηγέτη διαφαίνεται, όταν αυτός αποχωρεί από την ενεργό δράση και κρεμάει την στολή του. Δεν ξεχνά όμως αυτούς που συνεργάστηκε και κυρίως τιμά τον θεσμό που υπηρέτησε και τίμια μεγάλωσε την οικογένεια του, στην οποία μεταλαμπάδευσε τις αξίες και τα ιδανικά του Έλληνα Αστυνομικού».

Ο Βασίλης Κιος είναι από τους ελάχιστους αξιωματικούς της Αστυνομίας που δεν ξεχνιέται. Που άφησε έντονο αποτύπωμα. Ακόμη και μετά το «κρέμασμα» της στολής του. Ηταν από τους ελάχιστους αξιωματικούς που είχε αναγνωρισιμότητα για τις ικανότητες, τις γνώσεις του και την οξυδέρκειά του. Τρανή απόδειξη ήταν ότι, από το 2011 έως και το 2019, κυκλοφορούσε στην πόλη – απλώς πολίτης πια – και τον σταματούσαν χιλιάδες συμπολίτες του για να συνομιλήσουν μαζί του και να ανταλλάξουν απόψεις για τα συμβαίνοντα.
Εκτός από την Αστυνομία ο Κιος είχε και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Ξυλογλυπτική και αγιογραφία ήταν το χόμπυ του. Είχε εξαιρετικά δημιουργήματα, καθώς τον ελάχιστον ελεύθερο χρόνο του «χαλάρωνε» σκαλίζοντας το ξύλο. Του είχα μάλιστα τάξει την διοργάνωση έκθεσης της δουλειάς του. Δεν το έκανα όμως έγκαιρα. Δυστυχώς, και αυτό με κάνει να νοιώθω ενοχές.

Βρεθήκαμε όμως δημόσια μαζί τον Μάρτιο του 2019. Στην συμπαρουσίαση του αστυνομικού μυθυστορήματος μίας ντόπιας συγγραφέως. Αρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι ο Βασίλης δεν ήταν καλά… Με είχε λυπήσει πολύ …Ο καρκίνος του είχε κτυπήσει την πόρτα.
Ο τελευταίος χρόνος ήταν ο πιο δύσκολος για τον ίδιο και φυσικά την οικογένειά του. Ολο το 2019 έδινε την «μάχη» του. Το 2020 όμως η κατάστασή του άρχισε να γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Και λίγο πριν το τέλος αυτής της κακής χρονιάς για την παγκόσμια ανθρωπότητα που κτυπήθηκε από πανδημία, ο Βασίλης Κιος αναχώρησε για το μεγάλο – και χωρίς επιστροφή- δικό του ταξίδι.
Να τον γνωρίσουν και άλλοι. Σε άλλη διάσταση, σε άλλη ζωή… Σε τούτη όμως τη ζωή θα μείνει αξέχαστος και φυσικά «άξιος»….

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το