Μπορούν οι μικροέμποροι να ενταχθούν στον νόμο Κατσέλη; «Ναι» είπε το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, χαρακτηρίζοντας έναν οδηγό ταξί ως μικροέμπορο και όχι έμπορο, απορρίπτοντας την έφεση της τράπεζας που υποστήριζε ότι εσφαλμένα το Ειρηνοδικείο προχώρησε σε ρύθμιση των οφειλών του, λόγω αδυναμίας πληρωμών.
Το Πρωτοδικείο Ηρακλείου έκανε έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ μικροεμπόρων με ατομικές επιχειρήσεις βιοπορισμού και εμπόρων με επιχειρηματική δραστηριότητα και απάντησε θετικά στην υπαγωγή του στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Με την ίδια απόφαση (418/2016) και με ένα αναλυτικό σκεπτικό, το δικαστήριο «μοίρασε» την ευθύνη και στις τράπεζες, τις οποίες αποκαλεί συνυπαίτιες για την αλόγιστη χρηματοδότηση των δανειοληπτών. Το Πρωτοδικείο Ηρακλείου απασχόλησε περίπτωση οδηγού ταξί, ο οποίος είχε λάβει δύο δάνεια, το ένα για επαγγελματική χρήση, με τις τράπεζες να ασκούν έφεση σε βάρος της απόφασης του Ειρηνοδικείου για μία σειρά από λόγους.
Το Πρωτοδικείο, ωστόσο, έκρινε ότι ορθά το πρώτο δικαστήριο ρύθμισε τις οφειλές του οδηγού και της συζύγου του, ορίζοντας μηνιαίες καταβολές 300 ευρώ για τον σύζυγο και 115 ευρώ για τη γυναίκα του, κρίνοντας ότι δεν ανήκει στην κατηγορία των εμπόρων (σ.σ. οι τελευταίοι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη).
Σωματικός μόχθος
Για το δικαστήριο, «το εμπορικό κέρδος που αποκομίζει από την εκμετάλλευση του δημόσιας χρήσης μεταφορικού του μέσου αποτελεί αμοιβή του σωματικού του κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών και δραστηριότητα που ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, όπως δηλαδή θα συνέβαινε εάν εκμεταλλευόταν περισσότερα του ενός δημόσιας χρήσης οχήματα, καθώς στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζομένων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων». Ακόμη όμως και το γεγονός ότι ο οφειλέτης χρησιμοποιεί κατά τους θερινούς μήνες έναν ακόμη οδηγό για να «βγαίνει» η δουλειά, δεν είναι ικανό να «αναβαθμίσει τον αιτούντα σε έμπορο».
Ενας άλλος λόγος έφεσης, τον οποίο επικαλούνται οι τράπεζες στην προσφυγή τους, ήταν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθώς οι δανειολήπτες περιήλθαν δολίως σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, παίρνοντας δάνεια που γνώριζαν ότι δεν θα μπορούσαν να αποληρώσουν με βάση τα εισοδήματά τους.
Και αυτός ο λόγος κρίθηκε απορριπτέος ως αόριστος γιατί, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, μόνη η ανάληψη ενός δανείου δεν καταμαρτυρεί δολιότητα του δανειζόμενου, καθώς «απαιτείται από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές». Ομως στη συγκεκριμένη περίπτωση, «δεν εξειδικεύονται οι ενέργειες με τις οποίες ο αιτών απέκρυψε από την εκκαλούσα πιστώτρια Τράπεζα την οικονομική του κατάσταση ή τις υποχρεώσεις που για τον οποιονδήποτε λόγο δεν είχαν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των υποψηφίων πελατών τους.
Στην περίπτωση που γινόταν δεκτός ο λόγος αυτός ως ορισμένος, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την κρίση του δικαστηρίου τυχγάνει απορριπτέος και αλυσιτελώς προβαλλόμενος διότι ακόμη και εάν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, συντρέχει συνυπαιτιότητα και του ίδιου του τραπεζικού ιδρύματος ως προς τη χρηματοδότηση του αιτούντος.
Κι αυτό γιατί η τράπεζα επιδεικνύοντας την ίδια βαριά αμέλεια, δεν εξακρίβωσε την τυχόν πρόσθετη δανειακή επιβάρυνση του τελευταίου σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, μολονότι ήταν σε θέση και μπορούσε εύκολα με τη συνδρομή της τεχνολογίας (ΔΙΑΣ, ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ).
Επιπλέον δεν πρέπει να αγνοηθεί και η επιθετική στρατηγική πώλησης τραπεζικών προϊόντων μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων, που χαρακτήριζε τον σχετικό οικονομικό τομέα στη χώρας μας κατά την τελευταία δεκαετία και σχεδόν επέβαλλε στους καταναλωτές τη λήψη ιδίως καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών.
Για τους ανωτέρω λόγους άλλωστε, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν στον λεγόμενο υπεύθυνο δανεισμό, ο οποίος έχει πλέον θεσμοθετηθεί και νομοθετικά… Εάν επομένως δεν πράξουν αυτό, τότε όχι μόνο δεν δύνανται να αρνηθούν την υπαγωγή του ανωτέρω οφειλέτη τους στην εφαρμογή του νόμου 3869/2010 αλλά αντίθετα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραπάνω ΚΥΑ (περί υπεύθυνου δανεισμού) ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων και έχει την υποχρέωση να καταβάλλει μόνο το ποσό του κεφαλαίου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση πίστωσης δόσεις.
Συνυπαιτιότητα
Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις και όταν πρόκεται για τραπεζικά ιδρύματα, αναγνωρίζεται πλέον ένα είδος συνευθύνης και συνυπαιτιότητας των δανειστών, καθόσον δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη της δανειακής υποχρέωσης, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές».
Με δυο λόγια «αθλιότητα» θα μπορούσε να νοηθεί μόνο εάν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους.
‘Εμφαση στην ουσία’
«Ο νόμος 3869/ 2010», λέει η κ. Μ. Σταυρακάκη, η οποία εκπροσώπησε το ζευγάρι των δανειοληπτών στο δικαστήριο, «όπως έχει φθάσει να εφαρμόζεται, έχει τροποποιηθεί σε πολλά σημεία υπέρ των τραπεζών, αλλά και σε πολλά υπέρ των δανειοληπτών. Οταν οι δανειολήπτες συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του νόμου, θα πρέπει να καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη και οι ειρηνοδίκες να βλέπουν την ουσία και να μη στέκονται στα τυπικά σημεία του νόμου».
Πηγή: Έθνος