Άρθρα

Ο κόσμος της παράδοσης του φιλολόγου και λογοτέχνη Νίκου Μπαζιάνα

Επιμέλεια Νικολάου Κατοίκου

Παράδοση δεν είναι ασφαλώς μόνον το δημοτικό τραγούδι, ο λαϊκός χορός και η τοπική ενδυμασία. Και το ότι διάφοροι πολιτιστικοί και λαογραφικοί σύλλογοι και ποικιλώνυμα σωματεία εκεί εστιάζουν κατά κανόνα το ενδιαφέρον τους, αυτό δεν είναι φυσικά αμάρτημα, αφού ο καθένας μας έχει το δικαίωμα επιλογής των όποιων δραστηριοτήτων του, ανάλογα με τις προσωπικές του προτιμήσεις, τις φιλοδοξίες του και τις ιδιαίτερες ικανότητές του. Άλλωστε, το τραγούδι και ο χορός είναι θέαμα και ακρόαμα που έχει ζήτηση στις ημέρες μας, ιδίως σε περίοδο τουριστικής αιχμής, καθώς και οι διάφορες κατά τόπους φολκλορικές, φεστιβαλικές και άλλες εκδηλώσεις.

Το κακό αρχίζει, από τη στιγμή που παραστάσεις αυτού του είδους αλλοιώνουν, διαστρέφουν την παράδοση, γίνονται αυτοσκοπός, κερδοφόρες επιχειρήσεις ή απευθύνονται πιο πολύ στους ξένους απλώς για το «θεαθήναι». Κι ακόμη, όταν ανάλογες εκδηλώσεις στενεύουν απελπιστικά τον κύκλο, την έννοια της παράδοσης, την επικεντρώνουν στη μουσική και στον χορό. Έτσι όμως μοιραία βλέπει κανείς το δέντρο, ενώ το δάσος παραμένει αθέατο. Κι αυτό μπορεί να οδηγήσει τον πολύ κόσμο σε λανθασμένες διαπιστώσεις και εκτιμήσεις, σε επισφαλή συμπεράσματα.
Γι’ αυτό, επιβάλλεται, και ο απλός μέσος άνθρωπος βέβαια, αλλά κυρίως ο επιστήμονας, ερευνητής-μελετητής, όταν μιλάει για το επιμέρους, για το περιορισμένο πεδίο της ειδικότητάς του, να έχει τουλάχιστον την αίσθηση, τη γεύση, τη γενική εποπτεία τού όλου, αν όχι τη βαθύτερη γνώση του, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στον καιρό μας.

Ο όρος «παράδοση» λοιπόν έχει ευρύτατη σημασία, ποικίλο εννοιολογικό περιεχόμενο και δεν είναι μόνον τραγούδι και χορός. Περιλαμβάνει πολυάριθμα στοιχεία, που την απαρτίζουν και τη συγκροτούν. Κι εκείνο που προκύπτει τελικά από την όλη σύνθεση, δεν είναι μια απλή συνένωση, ένα άθροισμα των επιμέρους, αλλά μια οργανική ενότητα, ένας ολοζώντανος, σφριγηλός κόσμος με μια τεράστια δυναμική. Η παράδοση είναι ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, που η κάθε ψηφίδα του δεν είναι τυχαία ριγμένη σε μια επιφάνεια, σε ένα πλαίσιο, αλλά έχει εκλεκτική συγγένεια με τη διπλανή της, την έλκει και έλκεται από αυτή, είναι γενικά στοιχείο συνοχής με ό,τι την περιβάλλει. Η κάθε ψηφίδα υποτάσσεται και πειθαρχεί σε ένα σχέδιο, συμβάλλει στο να διατυπωθεί μια ιδέα, να αναδειχθεί ένα σύμβολο, να διαγραφεί μια μορφή, ένα γνώριμο, οικείο πρόσωπο.

Η παράδοση είναι ένα ολόκληρο σύστημα αξιών – δημιούργημα λαϊκής έμπνευσης και προϊόν της κοινής, ομαδικής διανόησης και ευαισθησίας, που αναφέρεται τόσο στον πνευματικό, καλλιτεχνικό και ηθικό βίο των ανθρώπων, όσο και στον καθαρά πρακτικό και υλικό. Παράδοση είναι πρωτίστως η γλώσσα και τα διάφορα μνημεία του Λόγου (ποίηση, παραμύθια, αφηγήσεις, παροιμίες, θρύλοι και παραδόσεις και άλλα). Είναι βέβαια, όπως προαναφέραμε, η μουσική, ο χορός, η τοπική φορεσιά. Επίσης, οι διάφορες μορφές Τέχνης στη λαϊκή τους έκφραση: Ζωγραφική, ξυλοτεχνία, λιθογλυπτική, αγγειοπλαστική, μεταλλοτεχνία, χρυσοχοΐα, αργυροχοΐα, διακοσμητική. Και φυσικά, η αρχιτεκτονική, σημαντικότατος τομέας τής παράδοσης. Κι ακόμη, η χειροτεχνία, η υφαντική, το κέντημα και το πλέξιμο. Ποικίλες λαϊκές επινοήσεις, ευρεσιτεχνίες και κατασκευές, που δεν έχουν ίσως όλες καλλιτεχνική αξία και σκοπιμότητα, αλλά εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες των ανθρώπων (διάφορα εργαλεία και μηχανήματα, τρόποι και μέθοδοι καλλιέργειας, συγκομιδής, επεξεργασίας και αξιοποίησης ποικίλων γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και παραγωγής δευτερογενών αγαθών κ.λπ.).

Παραδοσιακά ήταν ως πριν από μερικές δεκαετίες πολλά πράγματα που μας αφορούσαν άμεσα. Η διατροφή μας (τι τρώγαμε και τι πίναμε), ο τρόπος του μαγειρέματος, η όλη οικοσκευή και η επίπλωση του σπιτιού μας, το ντύσιμό μας, η κόμμωσή μας, το φέρσιμό μας, η ψυχαγωγία μας, ο τρόπος τής ζωής μας γενικά και οι διανθρώπινες σχέσεις. Οι διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι αρραβώνες, οι γάμοι και τα βαφτίσια, οι γιορτές και τα πανηγύρια, οι κηδείες και τα μνημόσυνα. Ποικίλα έθιμα, τελετουργίες, λατρευτικές συνήθειες και λαϊκά δρώμενα.
Κι όλα αυτά προϋπέθεταν κοινωνίες, οργανικά δηλαδή σύνολα ανθρώπων, που συμμετείχαν σε όλα αυτά, αφού οι ίδιοι τα δημιουργούσαν και επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Σήμερα έχουν διασπαστεί οι συνεκτικοί δεσμοί, διερράγη ο κοινωνικός ιστός, έχουν αποσυνδεθεί οι κρίκοι που εξασφάλιζαν τις αναγκαίες ενώσεις. Με την εσωτερική μετανάστευση και την αστικοποίηση των πληθυσμών της υπαίθρου – για να περιοριστούμε στα «καθ’ ημάς» – ήδη από τη δεκαετία του 1960 περίπου έχουμε στις μεγάλες πόλεις μαζοποιημένα πλήθη, αγέλες ανθρώπων, αθροίσματα από μοναξιές, απομονωμένα, εγκλωβισμένα και αλλοτριωμένα άτομα, που στην πλειονότητά τους όχι μόνο δεν έχουν επαφή μεταξύ τους, αλλά ούτε καν την επιθυμούν, και φυσικά ούτε και την επιδιώκουν.

Όλα λοιπόν τα στοιχεία, που συνιστούσαν και απάρτιζαν την παράδοση παλαιότερα, προϋπέθεταν ενεργούς πολίτες, συμμέτοχους σε όλα τα συμβάντα και τις δραστηριότητες της κοινότητας. Απαιτούσαν «θεσμοθετημένα» και αρμονικά συγκροτημένα σύνολα ανθρώπων με κοινή βιοθεωρία και κοσμοαντίληψη, με αξίες και αρχές κοινής αποδοχής, με κοινή στάση ζωής. Παρ’ όλα αυτά, ο λαϊκός πολιτισμός εδραζόταν βασικά στην πληθυσμιακή διαφοροποίηση. Τα όποια κοινά, συνέδεαν ομάδες ανθρώπων, που δημιουργούσαν την τοπική τους κουλτούρα, η οποία εσωτερικά είχε την ομοιομορφία της και την ομοιογένειά της, αλλά διέφερε από τη διπλανή της, τη γειτονική και πολύ περισσότερο από αυτή των απομακρυσμένων περιοχών.

Έτσι, σε έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, που συχνά υπερκάλυπτε την εθνική επικράτεια ή την κρατική οριοθέτηση, είχαμε την πολυμορφία και την πολυχρωμία, την ιδιαιτερότητα των πολιτισμικών φαινομένων, τη γοητεία τού μοναδικού κατά τόπους, την απουσία της ισοπέδωσης και της ομογενοποίησης. Από εδώ κι εμπρός ο λαϊκός πολιτισμός δεν βρίσκει πια στέρεο έδαφος, για να πατήσει. Γκρεμίζονται ένας-ένας λίθοι ακρογωνιαίοι – τα «ριζιμιά λιθάρια» – και το μέλλον του διαγράφεται δυσοίωνο.
Σημ.: Περισσότερα για την παράδοση (τόσο για τα θετικά, όσο και για τα αρνητικά
στοιχεία της) δείτε στο βιβλίο του Νίκου Μπατζιάνα (1930-2018) «Επίκαιρα και Διαχρονικά» (σελίδες 149-154), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2008.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το