Θ Plus

Ο γύρος της αθέατης Πίνδου – Το χωράφι της άνω πατρίδας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μέρος Πρώτο

«Kαι το ταξίδι – σαν άγριο φίδι – γεμίζει τρόμο – τις αδύναμες ψυχές»…

Έτσι δεν καταλήγει εκείνο το τραγούδι που κρατά αποστάσεις από την τόλμη και τη φαντασία;
Eμείς όμως εδώ θα δούμε το ταξίδι από την ανάστροφη εκδοχή του. Και κυρίως όχι από την πλευρά του τρόμου που εμπνέει το τραγούδι, αλλά ούτε και από τη μεριά των αδύναμων ψυχών…

Το χωράφι της άνω πατρίδας
Είναι μερικές γωνιές σε αυτή τη χώρα που ούτε φαίνονται ούτε τις υποψιάζεσαι, αλλά ούτε και σημαίνονται από τα οργανωμένα δίχτυα των πληροφοριών.
Πόσα τέτοια κρυφά σημεία, πόσες μυστικές διαδρομές και πόσες γωνιές απόκρυφες και πανέμορφες είτε με ιστορικά τεκμήρια φορτωμένες είτε με φυσικές εξάρσεις, δεν μας έχουν κατά καιρούς αγκαλιάσει και καταγοητέψει;
Όπου και να βαδίσω σ’ αυτή τη χώρα όχι μόνο θα με πληγώνει, αλλά και θα με εντυπωσιάζει, με τη γεωμετρία των τοπίων της (θέλω να πω τη σπάνια αισθητική που διαθέτει το μικτό της ανάγλυφο), αλλά και τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων της.
*
Ξεκινήσαμε ένα ταξίδι για την Ήπειρο, με συγκεκριμένο προορισμό. Ξέραμε τον στόχο, αλλά δεν ξέραμε ποιο θα ήταν το δρομολόγιο του ταξιδιού. Η ομορφιά ενός τέτοιου δρομολογίου, που δεν ξέρεις την πορεία του, έχει την ιδιαίτερη νοστιμιά των αποκαλυπτηρίων που μπορεί να σου τύχουνε στον δρόμο. Και θα σου τύχουν τέτοια αποκαλυπτήρια, αρκεί να οπλιστείς με υπομονή, τόλμη και φαντασία, στον σχεδιασμό του ταξιδιού σου…
Πήραμε την Εγνατία. Στο Μέτσοβο άρχισαν τα όργανα, όταν αντικρίσαμε εκείνες τις κεντημένες με βελονάκι οροσειρές που αποκαλύπτονται, σαν θα διολισθήσεις ανάμεσά τους και αρχίσει ο κατήφορος προς την κοιλάδα του Άραχθου.
Ευτυχώς είχα μηδενίσει το κοντέρ του αμαξιού μου ξεκινώντας από τον Βόλο. Στο 195 χιλιόμετρο διακρίνουμε την πράσινη πινακίδα εξόδου για Χρυσοβίτσα – Λίμνη Πηγών Αώου. Και βγαίνουμε! Δίχως να ξέρουμε τι θα συναντήσουμε κι ούτε πόσο θα μας εξιτάρει αυτή η μικρή παράκαμψη.
Αρχίζουμε τον ανήφορο σε ένα επαρχιακό στενό οδόστρωμα, που θα μας βγάλει ύστερα από τέσσερα χιλιόμετρα στο ωραίο και καλά συντηρημένο κεφαλοχώρι της Χρυσοβίτσας. Η άτιμη έχει μια τέτοια θέα στην απέναντι κορυφοσειρά του Λάκμου που δεν έχει το όμοιό της. Δεν παραδινόμαστε μολαταύτα στη θέα της και στο ηλιόλουστο σκηνικό της, μα ούτε και στις απαράμιλλες ομορφιές των μαχαλάδων της. Συνεχίζουμε την ανάβαση για τη λίμνη των Πηγών Αώου. Θέλουμε να εξιχνιάσουμε όλη εκείνη τη διαδρομή από τη Χρυσοβίτσα μέχρι τη Λίμνη.

Πατατοχώραφα

Θα οδηγήσω για 14 χιλιόμετρα μέσα σε ένα πανδαιμόνιο ελατοσκέπαστης βουνοπλαγιάς που φαντάζει ολομέτωπα δοσμένη στον επίγειο παράδεισο της πινδώας γης.
Δεν θα κάμουμε καμία στάση. Θα είμαστε διαρκώς ταμένοι στο θεάσθαι και το ετάζειν, σε όλη την απέραντη αυτή έκταση της ηπειρωτικής χλωρίδας.
Η πεδιάδα που θα μας αποκαλυφθεί είναι εκτεταμένη και ολόγυμνη. Μπα! Διακρίνουμε και ανθρώπους, πολλούς μάλιστα ανθρώπους, διάσπαρτους σε ένα αφύσικα εκτεταμένο πεδίο δραστηριοτήτων. Μαζί τους διακρίνουμε και ελκυστήρες, μηχανές και φορτηγάκια.
Τι να τρέχει εδώ πάνω και μαζεύτηκαν τόσοι αγρότες, με τα τσουμπλέκια και τις φαμίλιες τους, ακονίζοντας τα φτερά μιας φαντασίας αλλοπαρμένης κι ανυπολόγιστης;
Εδώ είναι το οροπέδιο Πολιτσές και τούτο δω το εκτεταμένο πατατοχώραφο της ψηλής πατρίδας είναι το μεγαλύτερο χωράφι της ορεινής Ελλάδας που ευτυχώς καλλιεργείται ακόμη με μόχθο και αγάπη.
Όμως το πιο σπουδαίο είναι ότι κάποιοι άνθρωποι το φροντίζουν, το δουλεύουν και το διαχειρίζονται. Απέραντοι πατατώνες που τούτη την εποχή βγάζουν τον χωμάτινο καρπό της γης, είναι παραδομένοι στο ανθρώπινο χάδι που κάθε σπυρί του μυρίζει χώμα ευλαβικά ανασκαμμένο.
Σταματάμε στην πρώτη τυχαία φαμίλια που έχει στρωθεί καταγής, έχει καθαρίσει τα χέρια της, άπλωσε χάμω το καρό τραπεζομάντηλο κι έβγαλε τις πίτες της νοικοκυράς με λίγα ντόπια αυγά να γευματίσει, κάτω απ’ τον χωμάτινο ήλιο.
Βλέποντάς μας μάς καλούνε άδολα για να μας προσφέρουν ό,τι τρώνε, ένα κομμάτι πίτα, ένα αυγό. Λέμε από πριν τ’ απαραίτητα – από πού κι ώς πού απαραίτητα τα καλούδια της ψυχής – κι ύστερα μας δίνουν ένα τσουβάλι πατάτες, μόλις βγαλμένες απ’ το χωράφι.
Δεν ξέρω τούτη την ώρα, σε ποια γωνιά της γης οι άνθρωποι δεν κάνουν χρήση του οικονομικού όρου που το λένε εμπορικό ισοζύγιο, κέρδος και δοσοληψία, αλλά ο ισολογισμός της ψυχής των ανθρώπων αυτών τα ισοπεδώνει αφήνοντας να γείρει η οικονομία από την πλάστιγγα της ανθρωπιάς και της καλοκαγαθίας. Πασχίζουμε να τους πλησιάσουμε, μα εκείνοι έχουν ήδη ζυγώσει κι εκπέμψει πάνω μας το θερμό και πολύχυμο εκείνο αίσθημα της ζωής, με το οποίο είναι από σογιού εξοπλισμένοι.
Έρχονται κι άλλοι νομάτοι, πατατάδες, χωριανοί, από τη Χρυσοβίτσα όλοι τους κι αλλάζουν κουβέντες, χωρατά, στριφτές ανάλγητες φράσεις, αφήνοντας μερικούς ψίθυρους πέρα για πέρα γήινους και μεστούς να καρποφορήσουν μέσα κι έξω απ’ την καρδιά τους.

Η λίμνη των Πηγών Αώου

Ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, ποιος είναι ο τρόπος που οργανώνεται ετσιδά η συμβίωση αυτών των ανθρώπων; Πώς θα καταλάβουμε αυτό το κάτι παραπάνω από τη φύση τους; Κι εντέλει πώς θα νιώσουμε εμείς οι «άλλοι» τον θαυμαστό τους κόσμο, το μυστηριακό και το ανεξάντλητο πλάσμα που κρύβουν κάτω από τον παλιό χιτώνα της ψυχής τους;
Εγκαταλείπουμε αυτό τον παράδεισο, με τα λείψανα της παλιάς αξιοπρέπειας των ανθρώπων από άλλον πλανήτη που όμως φορολογούνται σε αυτόν τον μειοδοτικό κυκεώνα, εξίσου με τους επαγγελματίες αετονύχηδες και τους ισόβιους εισοδηματίες.
Βλέπεις ότι, όπου και να ταξιδέψεις, στην Ελλάδα, κάτι θα σε πληγώνει. Είναι όμως αυτή η πληγή τραυματική συνειδητοποίηση του διανθρώπινου χάους ή μήπως είναι μια έκφραση του καημού της ρωμιοσύνης που δεν έχει σβήσει εντελώς;

Η λίμνη με τα νούφαρα
Η συνέχεια του δρόμου μάς κάνει να τα ξεχάσουμε όλα. Και να θυμόμαστε μόνο το ταξίδι που είναι φτιαγμένο για τις δυνατές φύσεις κι όχι τις αδύναμες ψυχές…
Γρήγορα συναντούμε τον δρόμο που έρχεται από το Μέτσοβο για να κάνει τον γύρο της λίμνης και να πάρει τον κατήφορο ύστερα για τα χωριά του ανατολικού Ζαγορίου.
Θα τον ακολουθήσουμε, ενώ θα διασχίζουμε μερικά από τα υγιέστερα δάση κωνοφόρων και οξιάς. Κι ενώ ταυτόχρονα οι απανωτές αλλαγές από τις χτυπητές εικόνες των τοπίων (οροπέδιο, λίμνη, δάση και γύρω αστραφτερές κορφές) θα μας εισάγουν σε μια μεταφυσική του Ωραίου από την οποία αρδευόμαστε τόσην ώρα.
Πριν το φράγμα της λίμνης, στη θέση Πέντε Αλώνια, θα στρίψουμε αριστερά και θ’ αρχίσουμε να κατηφορίζουμε, τυλιγμένοι μέσα σ’ έναν αειθαλή διάκοσμο, γεμάτο ψιθύρους, σιωπές κι ευοίωνα μηνύματα της αυθεντικής ζωής. Θ’ ακολουθήσουμε το ρέμα Σουρίκα που διασχίζει ολόκληρη τη νευραλγική ζώνη του κάτω κόσμου από τη λίμνη.
Από το σημείο που βγήκαμε στη λίμνη θα χρειαστούμε επτάμισι χιλιόμετρα, για να σταματήσουμε δεξιά σε ένα κράσπεδο που τώρα πια έχει προσεχτεί με μια φτωχή πινακίδα κι ένα ταπεινό παγκάκι.

Η λίμνη με τα νούφαρα

Τι λέει η πινακίδα; «Λίμνη με τα Νούφαρα»! Ναι, εδώ πίσω από το ανάχωμα και το λιανό κράσπεδο ανοίγεται σα βεντάλια ένα κύκλιο χοροστάσι ευωδίας, αρμονίας και χρωμάτων. Όμοιο, συμπαθάτε με, δε θυμάμαι να έχω συναντήσει στην Ελλάδα.
Εδώ θα σταματώ κάθε φορά που θα περνώ από τα μέρη τούτα. Όπου το είπα δεν με πίστευαν. Κι όσους πήγα και το είδαν, έχασαν τη μιλιά τους. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει ένα τέτοιο αυθεντικό κι ασύμφορο τοπίο, καλά κρυμμένο μέσα στη σκακιέρα των κωνοφόρων;
Δε φαίνεται από τον δρόμο. Κρύβεται από τα πανύψηλα μαυρόπευκα. Αν δεν το ξέρεις, δεν το βρίσκεις. Γιατί είναι, μαθές, αθέατο μαζί κι ανυποψίαστο.
Σε μια λάκα με ακίνητα νερά (έλυτρο τη λέγαν οι αρχαίοι), που έχει διάμετρο πάνω κάτω ογδόντα μέτρα και περίμετρο γύρω στα διακόσια, με ανεξιχνίαστο βάθος, λικνίζονται πέρα δώθε τεμπέλικα νούφαρα σαν έρπουσες ψυχές, σερνάμενες dolce far niente, με μια ραθυμία που την οπλίζει το περισσό άζωτο της ατμόσφαιρας. Επιπλέουν πάνω σε μια κρούστα από αειφόρους καθρέφτες που εξεικονίζονται αλλάζοντας θέση, μορφή και αντανάκλαση.
Μέσα στην παρθένα αυτή λιμνούλα αντικαθρεφτίζονται συνάμα και όλα τα ευθύκορμα πεύκα που αυτοδιαλύονται – ανάλογα με τις ριπές του ανέμου – στην επιφάνεια του νερού ανακατώνοντας σκιές, όγκους και προοπτικές κι εξυφαίνοντας μια διάπλαση εμπρεσιονιστικής ζωγραφικής.
Είν’ ένας εκπληκτικός κι ευλογημένος επικούρειος κήπος από πλατύφυλλα νούφαρα, που πλέουν ράθυμα μέσα σε τούτον τον χαύνο βοτανικό λειμώνα.
Αρκεί να υψωθείς για λίγο περιδιαβαίνοντας τη λιμνούλα, για να σου αποδοθούν τιμές και λίρες αυτού μα και του άλλου κόσμου, όσο θα περπατάς περιφερειακά ρίχνοντας εκστατικά βλέμματα θαυμασμού για τη φύση ετούτη που φτιάχτηκε ερήμην του ανθρώπου.
Η μοναδική αυτή ατμόσφαιρα γαλήνης, ευωδίας και συμπαιγνίας των κοσμικών στοιχείων (νερού, γης και αέρα) θα συνενώσει τις πτυχές του ορατού αυτού μικρόκοσμου, για να ζωγραφίσει έναν πίνακα σπάνιας και τέλειας αρμονίας.

Την άλλη Κυριακή η συνέχεια.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το