Πολιτισμός

Ο Γιώργος Τσουκάλης από το Σέσκλο έζησε 62 χρόνια με τη σφαίρα στο σώμα του

Γράφει
ο Βλάσης Μαργ. Βολιώτης

Συμπληρώνονται φέτος 79 ολόκληρα χρόνια από τα τραγικά γεγονότα της εκτέλεσης των 114 πατριωτών στη Δράκεια, όπου οι ναζί κατακτητές υπακούοντας στο απάνθρωπο και σατανικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης, ξεσπούν σε άοπλους και αθώους ανθρώπους σκορπίζοντας τον θάνατο, τον πόνο και την καταστροφή. Το δόγμα τους, που είναι επακόλουθο της ναζιστικής τους ιδεολογίας, αποτελεί συνειδητή επιλογή προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση του αγωνιζόμενου λαού και να παγιωθεί η κυριαρχία τους. Εφαρμόζεται αμείλικτα και με απόλυτη συνέπεια στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς χώρες της Ευρώπης και δημιουργεί σωρεία ολοκαυτωμάτων, καταστροφών και ατέλειωτο ανθρώπινο πόνο. Το τίμημα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας για τους λαούς είναι πολύ ακριβό.
Δεν είναι πολύ γνωστό στην τοπική κοινωνία ότι ανάμεσα στους 114 εκτελεσμένους στις 18 Δεκεμβρίου 1943 στη Δράκεια υπάρχουν και 8 θύματα που ήταν κάτοικοι του Σέσκλου και βρέθηκαν εκείνη την αποφράδα ημέρα στο χωριό. Ένας ακόμη Σεσκλιώτης, ο Γιώργος Τσουκάλης τραυματίσθηκε κατά την εκτέλεση, αλλά επέζησε, καθώς επίσης και ένας άλλος κάτοικος του Σέσκλου, ο Γιάννης Μπέας που εργαζόταν στη Δράκεια, ελευθερώθηκε λίγο πριν την εκτέλεση, μαζί με άλλους 6 λόγω του νεαρού της ηλικίας τους.
Ο Γιώργος Τσουκάλης που επέζησε, ήταν για το χωριό του, το Σέσκλο, η ζωντανή μνήμη των γεγονότων της Δράκειας. Αυτός είδε για τελευταία φορά τους εκτελεσμένους συγχωριανούς του. Ήταν όσο ζούσε ο σύνδεσμος των απαρηγόρητων συγγενών με τους προσφιλείς τους νεκρούς. Είχε πολλές φορές εξιστορήσει τα γεγονότα. Έφυγε από τη ζωή το 2005 σε ηλικία 95 χρόνων. Ήταν γεννημένος το 1910 στο Σέσκλο. Διέθετε μέχρι τέλους διαύγεια πνεύματος και άριστη μνήμη, ιδιαίτερα των γεγονότων της Δράκειας που σημάδευσαν τη ζωή του. Μια σφαίρα γερμανικού πιστολιού σφηνωμένη στο σώμα του τρίτου οσφυϊκού σπονδύλου της σπονδυλικής του στήλης ήταν το αναμνηστικό εκείνων των τραγικών ημερών. Μια σφαίρα για να του θυμίζει το μίσος του ναζισμού και το παράλογο του πολέμου.


Ο Τσουκάλης όπως και πολλοί άλλοι Σεσκλιώτες ήταν κιραντζής*(1). Στη γερμανική κατοχή μεταφέρουν με τα μουλάρια τους από τα χωριά του κάμπου σιτάρι και αλεύρι και το ανταλλάσσουν κυρίως με λάδι που αφθονεί στα χωριά του Πηλίου. Πολλές φορές η ανταλλαγή γίνεται με μήλα, κάστανα ή πατάτες. Η ανταλλαγή είναι είδος με είδος, χωρίς να μεσολαβούν χρήματα. Η σχέση είναι ένα κιλό λάδι με ένα κιλό σιτάρι. Πολλές φορές η ζήτηση του λαδιού κάνει τη σχέση ένα λάδι με δύο σιτάρι. Τη μοιραία εκείνη μέρα βρίσκονται στη Δράκεια. Το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου η παρέα των Σεσκλιωτών είναι στο καφενείο-μαγειρείο του Τσιάρα στην κάτω πλατεία του χωριού. Με το που ακούνε «Γερμανοί!!!» πετάγονται έξω και κρύβονται σε παρακείμενο παλιό κτήριο όπου είχαν βάλει μέσα τα μουλάρια τους. Εκεί στα παχνιά παραμένουν πολλές ώρες κρυμμένοι, αλλά τα χαράματα οι Γερμανοί τους ανακαλύπτουν και τους οδηγούν στην πλατεία, η οποία είναι γεμάτη από πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες. Την ώρα που οι δήμιοι τους συλλαμβάνουν τα μουλάρια χλιμίντριζαν παραπονιάρικα, έκαναν σαν να έκλαιγαν, λες και προαισθάνονταν το κακό. Τους πηγαίνουν μέσα στο άλλο καφενείο της πλατείας. Εκεί είναι στοιβαγμένα περισσότερα από 100 άτομα. Οι Γερμανοί επάνω σε ένα τραπέζι έχουν βάλει ένα πολυβόλο με την κάννη προς τον κόσμο, ενώ φωνασκούν δυνατά στα γερμανικά, χτυπούν και σπρώχνουν τους κρατούμενους με τα όπλα τους. Οι Σεσκλιώτες είναι οι τελευταίοι που συλλαμβάνονται και παραμένουν κοντά στην πόρτα που κλείνει και ανοίγει με ρολά. Η εκτέλεση αρχίζει πριν το ξημέρωμα. Η πρώτη πεντάδα είναι πέντε κάτοικοι του Σέσκλου*(2). Ο Τσουκάλης είναι στη δεύτερη πεντάδα μαζί με τον 19χρονο συγχωριανό του Χρίστο Τσαμήτα, που είναι ξάδελφος της γυναίκας του και άλλους 3 Δρακειώτες. Μόλις φθάνουν στο ρέμα και βλέπουν το πολυβόλο απέναντι αντιλαμβάνονται το κακό. Ο Τσαμήτας του λέει στα βλάχικα «ιου ναντούκ Γιώργο;», «πού μας πάνε Γιώργο;». Μόλις τους βάζουν στη γραμμή για εκτέλεση, ο Τσουκάλης κάνει μια αστραπιαία κίνηση να φύγει, αλλά ο παριστάμενος αξιωματικός που είχε το πιστόλι στο χέρι, του ρίχνει αμέσως και αυτός πέφτει κάτω τραυματισμένος, με τη σφαίρα σφηνωμένη στα οστά της σπονδυλικής του στήλης. Ακολουθούν οι ριπές του πολυβόλου που δεν τον κτυπούν, γιατί είναι πεσμένος στο έδαφος. Ο αξιωματικός πηγαίνει και του τραβάει το ποδάρι να δει εάν ζει, χωρίς να αντιληφθεί ότι είναι ζωντανός. Πεσμένος στο χώμα, μισοζώντανος, είναι λίγο στην άκρη του σωρού που σχηματίζουν τα πτώματα των εκτελεσμένων, που το ένα πέφτει πάνω στα άλλα, και έτσι μπορεί να αναπνέει και ταυτόχρονα να προσποιείται τον πεθαμένο. Ακούει τους κροταλισμούς του πολυβόλου που σωριάζουν τους αθώους πατριώτες… Ακούει και τις χαριστικές βολές του μίσους… Πάνω από μια ώρα πήρε αυτό το κακό. Κάποια στιγμή οι πυροβολισμοί σταματούν. Ακούει ένα δυνατό μακρόσυρτο σφύριγμα σφυρίχτρας. Γνώριμος ήχος, όπως ο «π’ντάρου» *(3) που σφύριζε στο χωριό του όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Παίρνει θάρρος γιατί βλέπει ότι οι Γερμανοί έχουν φύγει. Ούτε πουλί ούτε σκυλί ούτε άλλο ζώο ακούγονταν, νέκρα, ερημιά παντού. Βλέπει έναν τραυματία να σπρώχνει τα πτώματα προς την κατηφόρα για να ελευθερωθεί. Ντόπιος είναι που του ζητάει να πάει να φωνάξει ότι είναι πολλοί σκοτωμένοι εκεί. Αλλά μάλλον μετά από λίγο πεθαίνει. Άρχισε να έρχεται κόσμος, γυναίκες που τραβούν τα μαλλιά τους, κλαίνε, να οδύρονται.
…βουνό ολόκληρο από κορμιά που δεν είχαν ξεψυχήσει ακόμα.
Αίματα γεμάτος ο τόπος.
Το ποτάμι που περνούσε από κει κατακόκκινο.
Λακκούβες γεμάτες αίματα.
Ανθρώπινα μέλη πεταμένα εδώ και κει.
Τραυματίες ζητούσαν την τελευταία βοήθεια και πέθαιναν μπροστά μας.
Βογκητά, ουρλιάσματα παιδιών και γυναικών (περιγραφή του διασωθέντα Δρακειώτη δασκάλου Γεωργίου Γερμάνη).
Ο Τσουκάλης δεν ξέρει τι να κάνει. Σοκαρισμένος προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του. Υπάρχει και ο φόβος μήπως οι Γερμανοί γυρίσουν πίσω στο χωριό. Μέσα στην απελπισία του αποφασίζει να πάει προς τον Άγιο Λαυρέντιο. Το μονοπάτι το ξέρει καλά, το έχει περάσει πολλές φορές με τα ζώα. Μόλις μπαίνει στο χωριό συναντάει δυο νέα παιδιά που αμέσως του δείχνουν συμπόνοια, τον βοηθούν και τον οδηγούν σε ένα σπίτι του χωριού που είναι σαν ιατρείο. Μια κυρία που του συστήνεται νοσοκόμα, καθαρίζει και περιποιείται το τραύμα του. Βλέπει τη σφαίρα σφηνωμένη στη σπονδυλική στήλη. Αναζητούν τον γιατρό Αγορίτσα *(4) που είναι Αγιολαυρεντίτης, να τον εξετάσει και να πράξει ανάλογα. Ο Αγορίτσας, όμως, δεν βρίσκεται στο χωριό. Έτσι του λένε πρέπει να πας στο νοσοκομείο στον Βόλο γιατί η σφαίρα είναι μέσα στο σώμα σου. Καβάλα σε ένα μουλάρι τον μεταφέρουν στον σταθμό του τρένου στα Κάτω Λεχώνια. Μια κοπέλα αναλαμβάνει και τον συνοδεύει στο τρένο μέχρι τον Βόλο, στη διαδρομή του μιλάει, του προσφέρει πορτοκάλια και του δίνει πολύ θάρρος. Στο νοσοκομείο επειδή η παρουσία των Γερμανών είναι έντονη, η κοπέλα του προτείνει να πάει σε κάποιο συγγενικό σπίτι, μια και το τραύμα δεν φαίνεται τόσο σοβαρό. Ο Τσουκάλης, χωρίς να του πουν κάτι, κατάλαβε ότι όλοι αυτοί που τον βοήθησαν σε αυτές τις δύσκολες στιγμές του, ήταν άνθρωποι του ΕΑΜ. Πάντα αναγνώριζε την προσφορά τους και ακόμη και στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια ευθαρσώς αναφέρονταν με τα καλύτερα λόγια στην οργάνωση όπως την έλεγε, που τον βοήθησε να επιζήσει. Άλλωστε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της κατοχής είναι ενταγμένος στο ΕΑΜ και βοηθάει με τα μουλάρια του κυρίως στις μεταφορές πολεμοφοδίων.
Η κοπέλα τον συνοδεύει λοιπόν μέχρι τη συνοικία των Παλαιών, στο σπίτι της οικογένειας Τζέκα που είναι συγγενείς της γυναίκας του και είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Εκεί βρίσκει φαγητό, ζέστη και περιποίηση. Καλούν και γιατρό που τον εξετάζει και αποφαίνεται τυφλό τραύμα στη σπονδυλική στήλη από βλήμα όπλου. Προτείνει τη μεταφορά του στο νοσοκομείο για να αφαιρεθεί η βολίδα.
Εν τω μεταξύ τα τραγικά νέα από τη Δράκεια φθάνουν στο Σέσκλο. Η πληροφορία λέει ότι είναι σκοτωμένοι όλοι. Ούτε τηλέφωνο ούτε τίποτε. Στο Σέσκλο οι οικογένειες ξέρουν τους συγγενείς τους που έχουν πάει στη Δράκεια. Ξεσπάει θρήνος μεγάλος. Διαβάζουν ένα τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους στην εκκλησία του Άι Ταξιάρχη, χωρίς να τους στολίσουν, χωρίς να τους αποχαιρετίσουν, χωρίς να τους δώσουν «τον τελευταίο ασπασμόν». Όλοι μιλούν για δέκα νεκρούς.
Η οικογένεια Τζέκα στέλνει μήνυμα στο Σέσκλο ότι ο Γιώργος ο Τσουκάλης ζει, είναι τραυματισμένος και είναι στο σπίτι τους. Η γυναίκα του Λαμπρινή, Ταμπούσα όπως τη φώναζαν στα βλάχικα, έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, μαζί με την αδελφή του άντρα της ξεκινούν για το σπίτι του Τζέκα στον Βόλο με τα πόδια. Μια γειτόνισσα τούς δίνει ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί για να αντέξουν. Η Ταμπούσα δεν θα βγάλει ποτέ από την ψυχή της και το μυαλό της ότι η διάσωση του άντρα της είναι ένα θαύμα. Θα είναι πάντα κοντά στον Θεό και θα τον ευχαριστεί μέχρι να κλείσει τα μάτια της.
Όλοι, όμως, του λένε ότι πρέπει να πάει στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο πάλι η διάγνωση τυφλό τραύμα. Εδώ είναι ερημιά και χάρος. Περισσότερο κρύο έφαγε στο νοσοκομείο παρά στο βουνό. Στέλνει μήνυμα στο χωριό ελάτε να με πάρετε γιατί θα πεθάνω εδώ μέσα. Καλύτερα να πεθάνω στο σπίτι μου και να με διαβάσετε κιόλας, παρά εδώ μέσα. Του δίνουν και χαρτί με τη διάγνωση τώρα. Στο χωριό που γυρίζει τα γιατροσόφια αναλαμβάνουν να τον συνεφέρουν στα καλά του. Συνεχείς επαλείψεις του τραύματος με μια αλοιφή από λάδι, μέλι και καθαρό κερί από μέλισσες. Βλέπει μεγάλη βελτίωση και σιγά-σιγά μέσα σε δυο μήνες αναρρώνει πλήρως. Και η σφαίρα εκεί στη θέση της για πάντα. Η ζωή συνεχίζεται με πολλές δυσκολίες που τις ξεπερνά με αγώνα και θυσίες. Δίπλα του πάντα η γυναίκα του, η αγαπημένη του Ταμπούσα. Η ζωή, όμως, του προσφέρει και πολλές χαρές. Λίγο μετά την περιπέτειά του θα γεννηθεί η δεύτερή του κόρη και αργότερα θα δει την οικογένειά του να αυγαταίνει κατά τέσσερα ακόμη άτομα. Έξι παιδιά, τέσσερις κόρες και δυο γιοι, στολίζουν τη φαμίλια του. Και ακολουθούν γαμπροί και νύφες. Ευτύχησε να χαρεί όσο ζούσε 15 εγγόνια και 5 δισέγγονα. Για τους συγγενείς της ευρύτερης οικογένειας είναι «ο Αφεντογιώργος». Έτσι τον αποκαλούν. Εργατικός, άριστος οικογενειάρχης, μειλίχιος χαρακτήρας, ευχάριστος, δοτικός, ένας πραγματικός λεβεντάνθρωπος, έχαιρε της εκτίμησης και της αγάπης των συγχωριανών του και όσων τον γνώριζαν. Κάθε χρόνο στις 18 Δεκέμβρη συνήθιζε να προσφέρει γεύμα στο σπίτι του, σε συγγενείς και φίλους με φασόλια και κρασί, ένα μικρό «συχώριο» ως μνημόσυνο για αυτούς που χάθηκαν. Πάντα όταν εξιστορούσε τα γεγονότα της Δράκειας κατέληγε: Να μην ξανάρθουν τέτοιοι καιροί να μην ξανάρθουν. Για την περιπέτειά του αποζημιώθηκε από το γερμανικό δημόσιο το 1963 με 6.000 δραχμές. Η Πολιτεία τον τίμησε για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Επίσης ο τότε Δήμος Αγριάς, επί δημαρχίας Στράτου Σωτηρόπουλου, τον τίμησε το 1999 για τη διάσωσή του.
Οι 8 κάτοικοι που εκτελέστηκαν εκείνη τη μέρα στη Δράκεια είναι οι: Βασίλειος Κολιμήτρας του Δημητρίου και ο γιος του Δημήτριος Κολιμήτρας, ο Απόστολος Λιάμης, ο Γεώργιος Μπέας του Νικολάου, ο Αθανάσιος Μπέκος του Κωνσταντίνου, ο Νικόλαος Μάρας του Δημητρίου και ο γιος του Χρίστος Μάρας και ο Χρίστος Τσαμήτας του Αδάμ. Ο νεαρός Γιάννης Μπέας όπως αναφέραμε στην αρχή ελευθερώθηκε λίγο πριν την εκτέλεση. Τα ονόματά τους αναφέρονται στο μνημείο των πεσόντων στη Δράκεια. Δυστυχώς στο ηρώο του Σέσκλου δεν υπάρχει καμιά αναφορά στη θυσία αυτών των μαρτύρων της ελευθερίας. Σοβαρή παράλειψη που το χωριό πρέπει να αποκαταστήσει.
Το παρόν άρθρο γράφτηκε με βάση τις αναμνήσεις του γιου του Μιχάλη Τσουκάλη από τις διηγήσεις του διασωθέντα πατέρα του. Τον ευχαριστώ θερμά. Η διάγνωση ότι η βολίδα βρίσκεται στον τρίτο οσφυικό σπόνδυλο ανήκει στον εγγονό του διασωθέντα, γιατρό Γεώργιο Τσουκάλη του Μιχάλη.

*(1) Κιρατζής είναι οι αγωγιάτης που μεταφέρει προϊόντα με υποζύγια. Από το τουρκικό kiraci με την ίδια σημασία.
*(2) Επιζώντες Δρακειώτες της εκτέλεσης επιβεβαιώνουν ότι οι Γερμανοί ξεκινούν την εκτέλεση με αυτούς. Μάλιστα οι Σεσκλιώτες φορούν τα καποτέλια τους και κρεμούν τους τρουβάδες στους ώμους τους περιχαρείς, νομίζοντας ότι οι Γερμανοί τους ελευθερώνουν.
*(3) Π’ντάρου είναι ο αγροφύλακας στη βλαχική γλώσσα.
*(4) Παραφθαρμένο λόγω λάθους, το όνομα του Αγιολαυρεντίτη γιατρού Λαυρέντη Αγορίτση. Ο Αγορίτσης είχε ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση ως γιατρός του 2ου τάγματος του 54ου Συντάγματος ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά την εκτέλεση των πατριωτών πήγε στη Δράκεια για την περίθαλψη των τραυματιών. Άλλωστε η γυναίκα του το γένος Τριανταφύλλου καταγόταν και αυτή από τη Δράκεια.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το