Θ Plus

Ο Γιάννης Ρίτσος στο Καρλόβασι

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Καρλόβασι 2012! Περπατάω σε κείνη την αχανή βοτσαλωτή παραλία πριν από την είσοδό μου στον γραφικό Οικισμό. Θέλω ν’ ανηφορίσω στον Κέρκη, το πανώριο βουνό της Σάμου (1). Βρίσκομαι στη θάλασσα και περπατώ έχοντας στραμμένο το βλέμμα μου στις δασωμένες πλαγιές που ορθώνονται εντυπωσιακά πάνω απ’ το Καρλόβασι.
Δε βιάζομαι. Πρέπει πρώτα να ρουφήξω τη γύρη που εκπέμπει η θαλασσάχνη της ακτής. Πρέπει να ψάξω να βρω το σπίτι που έζησε τα χρόνια του περιορισμού και της αυτοεξορίας του – τα πιο γόνιμα χρόνια της ποίησής του – ο Γιάννης Ρίτσος. Πρέπει ν’ ανιχνεύσω τα βότσαλα που έμειναν αζωγράφιστα, πρέπει να εντοπίσω την «πολυθρόνα» του. Πρέπει…
Κι ύστερα να σκαρφαλώσω, αν μείνει χρόνος, ώς τις ολόγλυκες στροφές του Κερκετέα. Κι από κει πάνω ν’ αγναντέψω τη μαϊστρόπληκτη αγαπημένη πολιτεία του Ρίτσου και να εντοπίσω το μονώροφο σπιτάκι του, όπου στην αυλή του, ανάμεσα σε λεμονιές, τριανταφυλλιές και ρόδα, αναζητούσε τη λουλουδόσκονη της έμπνευσής του, όσες φορές δεν την κανάκευε κάτου στη δική του παραλία. Όπου κάθε μέρα κουβαλούσε όλα του τα σύνεργα: Μολύβια, μπλοκάκι, μαγιό, μπογιές, σαντάλια και μιαν ολόφωτη έμπνευση, πότε να ζωγραφίζει με στίχους και πότε με πινέλα…
Α! Και την πάνινη πολυθρόνα που κουβαλούσε κάθε μέρα με τα χέρια του πεζοπορώντας ως εκεί, για να κάθεται με τις ώρες, να διαλέγει βότσαλα και θαλασσόξυλα, να τα ξεχωρίζει, να τα κάνει ζωντανές απομιμήσεις εικαστικής φόρμας. Πριν βουτήξει στη θάλασσα…
Kι όταν ξεπλυθεί καλά από την αρμύρα να «πάρι τ’ άσπρα χαρτιά του» να γράψει «να περπατήσω τον κόσμο» ή «να απαγκιάσω στον τοίχο του γκρεμισμένου βυρσοδεψείου» κι ύστερα «να καθίσω στον τσιμεντένιο θρόνο μου και να περιμένω» πότε καπετάνιος, πότε εραστής και πότε σημαιοφόρος, ενώ «θα φουσκώνει το ανάλαφρο μπουφάν μου το καρλοβασίτικο μελτέμι και να γεμίζουν τα πλεμόνια μας ιαματική αλμύρα» (2)…

*

Ο Γ. Ρίτσος ζωγραφίζοντας βότσαλα στην αγαπημένη του παραλία

O Γιάννης Ρίτσος αγάπησε τη ζωή. Κι αυτή του στάθηκε ζωοδότρα. Κι ας νομίζουν οι πολλοί ότι υπέφερε. Δεν υπέφερε ποτέ! Ο Ρίτσος ήταν από ατσάλι καμωμένος κι ας έδειχνε από ζυμάρι. Η ψυχή του, η καρδιά του, όλο του το σώμα, το ίδιο του το αίμα κόχλαζε από σφρίγος, ζωντάνια, ελπίδα, αισιοδοξία κι ενδιαφέρον για το μέλλον της δικής του ζωής. Αλλά και της ανθρωπότητας.
Ακόμη και στους τόπους της εξορίας ο Ρίτσος έστεκε ακλόνητος, στιβαρή σκιά αγάπης για τους συγκρατουμένους του κι ελπίδας ότι όλα θα ξεπεραστούν. Το μαρτυράνε οι συντρόφοι του, στον Αη-Στράτη, στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Γυάρο και στο Παρθένι του Λέρου…
Θυμάμαι τοn στίχο που βρήκα γραμμένο στον τοίχο της φυλακής, στη Γυάρο, και που τον έγραψε με το νύχι του, όταν ήταν κρατούμενος εκεί:
«Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα. Μπορεί νάναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο. Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα…».

*

Άποψη από το παραλιακό Καρλόβασι

O Ρίτσος παρά το ότι ήταν φυματικός και φιλάσθενος, είχε πανίσχυρη θέληση, τέτοια που δεν συναντούσες στους φοβιτσιάρηδες – συγκρατουμένους του στις εξορίες. Βοήθησε πολλούς να μην υπογράψουν τηn περιβόητη «δήλωση μετανοίας». Και φυσικά δεν υπέγραψε κι ο ίδιος ποτέ…
Αλλά ας τ’ αφήσουμε αυτά και ας πιάσουμε τα ίχνη που άφησε ο ποιητής, στο πέρασμά του από το Καρλόβασι.
Το σπιτάκι του Γιάννη Ρίτσου και της γυναίκας του της Φιλίτσας Γεωργιάδη, γιατρού το επάγγελμα, στο Καρλόβασι, βρίσκεται σε ένα δρόμο παράμερο, μόνο δυο τετράγωνα πάνω από την παραλιακή, στο Καρλόβασι.
Είναι η πρώτη κάθετη οδός, κάθετη στην εμπορική λεωφόρο της 8ης Μαΐου (οδός Γιάννη Ρίτσου σήμερα), παράλληλη με τη θάλασσα, από όπου ανηφορίζει ο δρόμος για τα χωριά Λέκα, Καστανιά και Κοσμαδαίοι.
Το μονόχωρο σπιτάκι αγναντεύει τον Κέρκη και τον Καρβούνη (3), τις βαθιές χαράδρες που κατηφορίζουν δασωμένες από κει ψηλά και το απέραντο γαλάζιο φως. Της θάλασσας και τ’ ουρανού.
Δεν έχει κάτι το ξεχωριστό, είναι απλωμένο όμως μέσα σε ένα περιβόλι από οπωροφόρα, πρασιές και λουλούδια, περιποιημένα όλα κι έχει μια μικρή βεράντα, στην οποία, σήμερα που περνάω από κει, αναπαύεται η μονάκριβη κι αγαπημένη του κόρη, η Έρη.
Φτάνω ως την αυλόθυρα και στέκομαι. Κοιτάζω και φωτογραφίζω την ωραία αυλή, με τα εξαίσια κόκκινα τριαντάφυλλα και τις ολόφωτες νερατζιές, τις μυρωδιές και τα όνειρα που στέγασαν κάτω από τις αέναες φυλλωσιές τον μοναχικό ποιητή. Εδώ βγήκαν τα ποιήματα που συντάραξαν τον πλανήτη: H «Τέταρτη Διάσταση», τα «Ερωτικά» και το «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων».

*

Η αγαπημένη του θέση, με την «πολυθρόνα του», έτσι όπως την έχει σήμερα διαμορφώσει ο Δήμος

Ένα σπασμένο βεραμάν απόχρωμα στους τοίχους ξεχωρίζει ανάμεσα στους ανώνυμους και υποκείμενους δαιμόνους της αγαπημένης αυλής του Ρίτσου. Ένας διάδρομος εισόδου στενός, μια χαμηλή αλέα λουλουδιών και μια στεγασμένη βεράντα διοχετεύουν τα όνειρα τους πόθους και τις ελπίδες του ποιητή μέσα, βαθιά στα δωμάτια της απομόνωσης, της αυστηρής μοναξιάς και της αμιλησιάς που επέβαλλαν οι ταγοί της χούντας στον ωραίο Ποιητή.
Όμως τώρα, εν έτει 2012, ο ποιητής που μένει αιώνιος στη μνήμη και στη συνείδησή μας, ζει στις καρδιές ολονών, μέσα από αυτή τη σχεδόν πικραμένη γυναίκα που βλέπω στο βάθος της αυλής να στοχάζεται την απουσία του μεγάλου Πατέρα. Είναι σκεφτική, θλιμμένη ή μου φαίνεται έτσι;
Θέλω να μπω, να την καλημερίσω, ν’ ανοίξουμε κουβέντα, να… να, να…
Τη βλέπω που με κοιτάζει παραξενεμένη, δεν αντιδρά, δε σκοτίζεται, δεν αρνείται «να μιλήσει» για τον πατέρα της…
«Ο πατέρας μου διάβαζε πάρα πολύ, διάβαζε τα πάντα. Κυρίως αρχαίους Έλληνες τραγικούς και Όμηρο, αλλά και ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Επειδή αγαπούσε τη δουλειά του πολύ, χαιρόταν να βλέπει νέους ανθρώπους να ασχολούνται με την ποίηση… Δούλευε πολύ, σε καθημερινή βάση… Άρχιζε να γράφει από το πρωί και πολλές φορές συνέχιζε μέχρι τα ξημερώματα. Ξεκινούσε με τον πρωινό καφέ του και έκανε διακοπές μόνο για φαγητό. Ακόμα και στη θάλασσα έπαιρνε πάντα μαζί το μπλοκάκι του ώστε μετά το κολύμπι που λάτρευε να έχει δυνατότητα να κρατάει σημειώσεις… Στο Καρλόβασι, η μητέρα μου είχε φροντίσει, όταν έχτιζε το καινούργιο μας σπίτι, τη δεκαετία του ’60, να φτιάξει στον μπαμπά ένα δωμάτιο που να έχει ανοίγματα και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έτσι που να μπορεί να βλέπει και προς τα βουνά, τον Καρβούνη και τον Κέρκη και προς τη θάλασσα… Του άρεσε πολύ η κλασική μουσική και του άρεσε ν’ ακούει Μπαχ γράφοντας… Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο, το αγγλικό ποδόσφαιρο, γιατί ήταν δυνατό ποδόσφαιρο. Δεν δήλωνε οπαδός κάποιας ομάδας ελληνικής, δήλωνε απλώς φίλος του αθλήματος. Έπαιζε και ο ίδιος στον Άτλαντα Θυμαρακίων…».
Η Έρη δοκίμασε να πάρει ανάσα, με ξανακοίταξε από το βάθος της βεράντας, όπου τώρα είχε αποσυρθεί και ζουφώσει και συνέχισε την «κουβέντα» της:
«Στη διάρκεια της δικτατορίας που βρισκόταν εδώ στο Καρλόβασι σε κατ’ οίκον περιορισμό και που ένιωθε, εκτός από όλα τ’ άλλα και φοβερή μοναξιά, μη έχοντας τη δυνατότητα να δει έναν άνθρωπο μου διάβαζε ποιήματα που έγραφε. Δε με ζόριζε όμως γιατί καταλάβαινε πως λίγα καταλάβαινα και δεν επέμενε… Φυσικά δεν περίμενε την άποψη ενός δεκατετράχρονου, τη μοναξιά του ξεγελούσε…» (4).

*

Άφησα την Έρη στη ησυχία της, ανάμεσα στα λουλούδια, τις ζοφερές μνήμες και τη μοναξιά της…
Έπειτα πήρα το δρομάκι το κάθετο για την παραλία κι αρμένισα ως εκεί που την έβγαζε με τις ώρες ο ποιητής. Σταμάτησα σε ένα υψωμένο περιαύλι, τειχισμένο και περιφραγμένο με σχοινιά και κροκάλες, πάνω από τις οποίες ήταν τοποθετημένη (σχεδόν χτισμένη) μια τσιμεντένια πολυθρόνα ίδια με εκείνη που χρησιμοποιούσε ο ποιητής.
Ανέβηκα τα σκαλιά και κάθισα πάνω στο κρύο τσιμέντο που κοιτούσε το ανοιχτό πέλαγος. Ύστερα έκανα μεταβολή και γύρισα στην πλάτη της πολυθρόνας για να δω την πλάτη του ποιητή…
Είδα και διάβασα τους επόμενους στίχους:
«Καθόταν μοναχός στην πέτρα
κατάντικρυ στη θάλασσα
δεν ήθελε να ιδεί – ν’ αποκριθεί – να νιώσει»…
Ύστερα άφησα ελεύθερο το βλέμμα μου να ταξιδέψει στην ανοιχτή θάλασσα και στη μεγάλη περιπέτεια του Κερκετέα μέσα ασφαλώς από τη μαγευτική θέση αυτής της «πολυθρόνας».
Την πολυθρόνα αυτή έστησε ο Δήμος του Καρλοβασίου, για να τιμήσει τη μνήμη του ποιητή που έζησε εδώ τα χρόνια της επταετίας. Ωστόσο η πολυθρόνα αυτή έχει γίνει αντικείμενο ακραίων βανδαλισμών από φανατισμένους εθνοκάπηλους της δεκάρας. Ένας από τους γείτονες, που μένει ακριβώς απέναντι, έχει ξυπνήσει, όπως μου είπε, αρκετές φορές μέσα στη νύχτα, όταν οι γνωστοί – άγνωστοι «ιδεολήπτες της πατρίδας», τής βγάζουν (της πέτρινης πολυθρόνας) πότε το ένα της ποδάρι, πότε το άλλο μπράτσο και πότε στραπατσάρουν τα γράμματα – λόγια του ποιητή.
Ασφαλώς γι’ αυτούς θα είχε γράψει ο Ρίτσος το ποίημά του:
AΡNHΣH…

*

Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συμφιλιωθεί, τόσο με τον θάνατο (φυματίωση, αιμοπτύσεις, πείνα, αρρώστιες, πολλαπλές κακουχίες), όσο και με την εξορία την οποία του επέβαλαν οι συνθήκες μιας τραγικής αλληλουχίας ιστορικών συμβάντων, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμησε κι ούτε «πολέμησε» την εξορία του. Αντίθετα υπήρξε ο μόνος λογοτέχνης που άντλησε από αυτήν για να δοκιμάσει τις αντοχές του στον λόγο και την τέχνη…

Αύγουστος του ’12
(1) Οδοιπορικό στο βουνό Κέρκης, έχω δημοσιεύσει τόσο στη «Θεσσαλία» (Σεπτέμβρης του ’13), όσο και στο «Ελληνικό Πανόραμα» (τεύχος 89/2013)
(2) Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, Χτυπήματα θερινών ανέμων.
(3) Τα δυο μεγάλα βουνά της Σάμου (και τα δυο πάνω από το Καρλόβασι).
(4) Γιάννης Ρίτσος, Λέσχη Αθανάτων, «Ελευθεροτυπία».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το