Θ Plus

Ο Αριστοτέλης και η Άσσος – Ένας άσος στο μανίκι της Μικρασίας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ύστερα από μια ωραία βραδιά στο Τσανάκ Καλέ κι αφού διασχίσαμε το ένα τρίτο περίπου του Βοσπόρου ακολουθώντας την παράκτια πορεία της ασιατικής πλευράς ίσαμε το ακρωτήρι της Τροίας, το άλλο πρωί είμασταν ετοιμοπόλεμοι και αποφασισμένοι να εισδύσουμε στα μυστικά της Αδραμυτινής χερσονήσου που οι Τούρκοι την αποκαλούν Μπαμπακαλέ ή χερσόνησο της Τούσλας.
Η πορεία που ακολουθήσαμε δεν ήταν η ορθόδοξη διαδρομή Τσανακ Καλέ – Εντρεμίτ, αλλά δευτερεύοντες και παρακαμπτήριοι δρόμοι που εγκατέλειπαν τον κύριο οδικό άξονα για να μεταλάβουμε των μυστικών της παράκτιας λωρίδας της Τρωικής επικράτειας, με την Τένεδο πάντα να βρίσκεται στο δυτικό πλάνο της πορείας μας.
Ο στόχος μας βέβαια δεν ήταν άλλος από τη μεγαλόπρεπη ελληνική πόλη της Άσσου, στην οποία είχε θητεύσει ο μέγας Αριστοτέλης, για τρία περίπου χρόνια της ζωής του διδάσκοντας φυσικά και φιλοσοφία στην περίφημη Σχολή που ίδρυσε εκεί.
Η χερσόνησος του Μπαμπακαλέ, η οποία διαρρέεται από τον ποταμό Τούζλα, βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη Μήθυμνα, τον Λεσβιακό Μόλυβο, που τα χωρίζει ένα μικρό στενό.
Η Άσσος (σημερινό Μπεχράμ Καλέ) είναι χτισμένη σε περίοπτη θέση, πάνω από το στενό της Λέσβου κι αντικρίζει το νησί της Σαπφώς που πλέει, κατά περίπτωση, μέσα στο γαλήνιο μενεξέ του δειλινού ή στο πρωινό γαλάζιο θάμπος του εκτυφλωτικού Αιγαίου.
Έχει για πάντα απέναντί της τον αστρογάλαζο γραφίτη του πελάγου που τη φωτίζει και την καθοδηγεί στο μικρασιάτικο (ελληνικό) έδαφός της.

Το αρχαίο θέατρο της Άσσου

Παρακάμπτοντας χωριά και μικρούς ή μεγάλους οικισμούς της νεοτουρκικής κατοχής χρειαστήκαμε μιάμιση ώρα για να προσεγγίσουμε το Μπεχράμ καλέ, ένα αμιγώς τουρκικό χωριό που περιβάλλει την αρχαία ελληνική πόλη, τα ερείπια της ακρόπολής της και το νότιο σκέλος των πολιτιστικών μνημείων που ευτυχώς διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.
Δύο είναι οι τρόποι προσέγγισης της Άσσου. Ο ένας από την κλασική είσοδο, τη βόρεια και ο άλλος από τη νότια προσπελάσιμη παρυφή της αρχαίας πόλης, πολύ λιγότερο γνωστή, καθώς οι περισσότεροι επιζητούν την εύκολη (και γρήγορη) πρόσβαση στο κάστρο, την παραδοσιακή χώρα και τα μνημεία της αρχαιότητας που οι Τούρκοι τα επισημαίνουν από τη βόρεια – βορειοδυτική πλευρά του οικισμού.
Θα ακολουθήσουμε και τις δυο εισόδους – προσβάσεις, αλλά πρώτα πρέπει να πούμε τι ρόλο έπιαξε η Άσσος στην ιστορία της φιλοσοφίας και πώς συνδέεται με το όνομα και την παρουσία σε αυτήν του Αριστοτέλη.
*
Η πόλη της Άσσου ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. περίπου (άλλες πηγές αναφέρουν τον 10ο ή τον 9ο αιώνα) πάνω σε έναν ηφαιστειακό λόφο κι έγινε διάσημη για τις σαρκοφάγους που έφτιαχνε τ’ αρχαία χρόνια, καθώς στέλνονταν σε πολλά μέρη της Ανατολίας. Η σκληρή πέτρα που αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πετρώματός της, ο περίφημος και μοναδικός ανδεσίτης, χρησιμοποιείται ευχερώς γι’ αυτόν τον λόγο, στην κατασκευή σαρκοφάγων.
Η πόλη κτίστηκε από τους Αιολείς της Λέσβου κι ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου. Σήμερα ωστόσο παραμένει ως ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα αρχαιοελληνικά οικίσματα, καθώς έχει τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών αρχαιολογικών σχολών.
Αλλά η Άσσος διακρίθηκε για έναν άλλο λόγο που είχε μεγάλη σχέση με τα γράμματα.

Το ισχυρό τείχος της αρχαίας πόλης

Οι Αιολείς έποικοι που ίδρυσαν την πόλη, έκτισαν κι έναν μεγαλοπρεπή δωρικό ναό προς τιμή της Αθηνάς, στην κορυφή του λόφου, το 530 π.Χ., από τον οποίο ο τότε τύραννος της πόλης βασιλιάς Ερμείας διοίκησε με μεγάλη επιτυχία και όχι μόνο την Άσσο, αλλά και την Τρωάδα, καθώς και τη Λέσβο. Στην εποχή του η περιοχή γνώρισε πολύ μεγάλη ευημερία.
Ο Ερμείας, ο οποίος είχε μαθητεύσει στην Πλατωνική Ακαδημία, είχε γνωρίσει τον Αριστοτέλη, τον οποίο κάλεσε για να ιδρύσει μια νέα Ακαδημία και να διδάξει, εκτός από φιλοσοφία, ζωολογία και βιολογία.
Έτσι ο Σταγειρίτης εγκατέλειψε την πλατωνική ακαδημία της Αθήνας και ήρθε εδώ στην Άσσο, μαζί με τον φίλο του Ξενοκράτη, όπου και παντρεύτηκε μάλιστα, μιαν ανηψιά του Ερμεία.
Αυτή η περίοδος υπήρξε για την Άσσο χρυσή και θα συνέχιζε αν δεν έφθαναν οι Πέρσες, οι οποίοι συνέλαβαν τον Ερμεία και τον βασάνισαν μέχρι θανάτου.
Ο Αριστοτέλης στο μεταξύ που βρισκόταν για λίγο στην Αθήνα, έμαθε τα καθέκαστα και φρόντισε να εγκαταλείψει την πόλη, για να δεχτεί, αμέσως μετά, την πρόταση του Φιλίππου του Β’ να διδάξει τον γιο του Αλέξανδρο, εγκαταλείποντας την Άσσο και την Αθήνα.
Η παραμονή του Αριστοτέλη στην Άσσο διάρκεσε από το 348 μέχρι το 345 π.Χ. σχεδόν για τρία χρόνια.
Η κίνηση αυτή του Αριστοτέλη δεν εστερείτο νοήματος. Διότι θα πρέπει να τη δούμε ως απότοκη της ίδιας κίνησης που έκανε και ο Πλάτων πηγαίνοντας στη Σικελία για να εφαρμόσει στην πράξη τις πολιτικές και φιλοσοφικές του ιδέες.
Ο Αριστοτέλης, αντίθετα από τον Πλάτωνα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και καλλιεργεί τα γράμματα, στην Άσσο. Η αλλαγή της πολιτειακής οργάνωσης των πόλεων στην περιοχή είναι εντυπωσιακή και οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλει ο Σταγειρίτης, είναι ώριμες σε τούτο το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού, στην Περσοκρατούμενη Ασία.
Έτσι το πέρασμα του Αριστοτέλη από την Άσσο έχει αφήσει ισχυρό το αποτύπωμα της φιλοσοφικής του σκέψης. Εδώ, στην Άσσο ο Σταγειρίτης είδε τη θεωρία του στην πράξη και ωρίμασε αναδεικνύοντας την πανανθρώπινη σκέψη του, ως δάσκαλος, αναμορφωτής, φιλόσοφος και οραματιστής.

Το μεσαιωνικό κάστρο με το τζαμί του Μουράτ του Α’

*
Με τις σκέψεις αυτές επιχειρούμε το πρώτο μπάσιμο στην άνω πόλη της Άσσου. Διασχίζουμε ένα καλντεριμωτό δρομάκι, με πολύχρωμα μαγαζάκια ως και πολύχρωμους ανθρώπους, ντυμένους με πλήθος τοπικά ενδύματα διαλαλώντας τις φτηνές τους πραμάτειες.
Θα περάσουμε την είσοδο για τον αρχαιολογικό χώρο και θα ανηφορίσουμε για τον αρχαίο βράχο όπου δεσπόζει ο ναός της Αθηνάς στο ψηλότερο σημείο. Ο ναός είναι δωρικός, ο μοναδικός σε όλη την Ανατολία και η θέα του από την εξαιρετικά σπάνια αυτή θέση δωρίζει ένα εξαίσιο σκηνικό της μικρασιατικής γης και της Αιγαίας θάλασσας.
Θα διασχίσουμε τον χώρο της κορυφαίας ράχης και θ’ αγναντέψουμε την πόλη από τη νότια πλαγιά που ξετυλίγεται απότομα, και με εντυπωσιακά τα αρχαία της κατάλοιπα. Το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο, την αγορά, την πολύ σπουδαία νεκρόπολη, αλλά και τα πανύψηλα τείχη της πόλης. Όλα αυτά θα τα περπατήσουμε, αφού περάσουμε στη νότια είσοδο του αρχαιολογικού χώρου κάνοντας μια καμπύλη παράκαμψη, η οποία μέσα από δαίδαλους του σύγχρονου χωριού του Μπεχράμ Καλέ θα μας οδηγήσει αρκετά έξω από τον λόφο στο νοτιοδυτικό τμήμα της περιφραγμένης οικιστικής ζώνης.
Στο μεταξύ πριν κατεβούμε από τα ερείπια του αρχαίου δωρικού ναού, του οποίου σώζονται σήμερα δυο κολώνες και ο οποίος αναστηλώνεται με προσοχή από την αμερικάνικη αρχαιολογική Σχολή, θα κάνουμε ένα σύντονμο πέρασμα από το επιβλητικό κάστρο του Μπεχράμ Καλέ, δείγμα φρουριακής τεχνικής της μεσαιωνικής εποχής. Εκεί, κάτω από την ακρόπολη της Άσσου, σώζεται και το τζαμί του Μουράτ του Α’ (1319-1389).
*

Η κοιλάδα του Μαίανδρου στην Τροία με την είσοδο του Βοσπόρου

Πραγματοποιώντας μια περιφερειακή κίνηση του σημερινού χωριού και λίγο έξω από το παραδοσιακό κομμάτι των παρυφών της Άσσου περπατάμε στο μήκος ενός ποταμού που διασχίζει εύφορα εδάφη με κτισμένα αρκετά ξενοδοχεία και ωραίες σύγχρονες επαύλεις. Στην άκρη του οικισμού διακρίνουμε κι ένα πανέμορφο τρίτοξο θολωτό γεφύρι.
Από εκεί θα πάρουμε έναν περιφερειακό δρόμο και με διάφορους ελιγμούς παράλληλα με τα ψηλά τείχη της αρχαίας πόλης, θα βρεθούμε στη νότια είσοδο του φροντισμένου αρχαιολογικού χώρου, από την οποία θα έχουμε πληρέστερη και ωραιότερη άποψη της παράκτιας λωρίδας του οικισμού και της ανοιχτής θάλασσας πέρα από το στενό της Λέσβου.
Τα τείχη γύρω από την ακρόπολη έχουν μήκος περίπου τρία χιλιόμετρα και διαφέρουν κατά την τεχνοτροπία από τις πύλες. Εδώ θα βρούμε το Βουλευτήριο, με αγαλματίδια, το υπέροχο θέατρο, με χωρητικότητα πέντε χιλιάδων ατόμων που έχει νότιο προσανατολισμό, τη Στοά και στην άκρη την περίφημη Νεκρόπολη των ρωμαϊκών χρόνων.
Τα τελευταία χρόνια βρέθηκε εκεί και ένας αρχαιοελληνικός ασύλητος οικογενειακός τάφος.
Κάτω από την απόκρημνη πλευρά του λόφου προς τη θάλασσα υπάρχει το πολύ γουστόζικο παράλιο χωριουδάκι με το όνομα Ισκελέ, που διαθέτει πολλά ωραία ταβερνάκια, πανδοχεία και καφετέριες.
*
Η ιστορία της Άσσου ακολουθεί τη μοιραία πορεία όλων των άλλων ελληνικών πόλεων της Μικρασίας.
Οι Πέρσες που δολοφόνησαν τον Ερμεία εκδιώχτηκαν από τους Μακεδόνες του Αλεξάνδρου το 334 π.Χ., ενώ την περίοδο 241-133 π.Χ. η πόλη κυβερνήθηκε από τους Ατταλίδες της Περγάμου. Έκτοτε έγινε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την Άσσο μάλιστα επισκέφτηκε και ο Απόστολος Παύλος, κατά το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι, μεταξύ 53 και 57 μ.Χ.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η μεγάλη συρρίκνωση του αρχαίου πολίσματος και η μετατροπή του σε μικρό χωριό με τη βαθμιαία του εξαφάνιση.
Σήμερα αποτελεί ξεχωριστό πόλο ενδιαφέροντος μα και επίσκεψης, καθώς πρέπει ο καθένας που ταξιδεύει στη Μικρασία να δολιχοδρομήσει, για να βρεθεί στον δρόμο του η Άσσος.
Αξίζει όμως και με το παραπάνω, αφού το τοπίο είναι μαγικό, τα απομεινάρια της αρχαίας πόλης σημαντικά και ο συνδυασμός φύσης και πολιτισμού, εδώ στην αρχαία Άσσο είναι από τους ικανοποιητικότερους στη σημερινή Τουρκία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το