Πολιτισμός

Νίκος Σιδέρης “Όχι αγάπη όπως – όπως, αλλά έντεχνη γονεϊκή αγάπη”

 

Ο γνωστός ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, συγγραφέας και διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας και Προσωπικής Ανάπτυξης «Γαληνός», Νίκος Σιδέρης, μιλά με αφορμή το νέο βιβλίο του «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Το βιβλίο γράφτηκε με σκοπό να βοηθήσει γονείς και εκπαιδευτικούς να γίνουν πολύτιμοι εταίροι του παιδιού στην πορεία από την ωμή ναρκισσιστική απαίτηση στο έντεχνο αίτημα.
Τι σημαίνει, εν τέλει, «αγαπώ το παιδί» σε σχέση με την ικανοποίηση κάθε αιτήματός του;

Συνέντευξη
Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον» ο τίτλος του βιβλίου σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Κατά τρόπο γενικό, το πώς κάποιος απευθύνεται στον άλλον καθορίζεται από την κουλτούρα, τον πολιτισμό και τις νοοτροπίες κάθε συλλογικής οντότητας. Υπάρχουν κανόνες πρότυπα για το πώς προσφωνώ τον άλλον, αν του απευθύνομαι στον ενικό ή τον πληθυντικό ή τον δυικό αριθμό (έτσι γινόταν στην αρχαία Ελλάδα), πώς διατυπώνω τη συμφωνία ή τη διαφωνία μου μαζί του… Ειδικά όταν του ζητάω κάτι, οι κώδικες ευγένειας, οι σχέσεις ιεραρχίας ή εξουσίας, οι συναισθηματικές πτυχές της σχέσης μου μαζί του και πλήθος άλλα στοιχεία αποτυπώνονται σε τρεις διαστάσεις: Τι ζητάω από τον άλλον, πώς το ζητάω και πώς αντιδρώ αν ματαιωθεί το αίτημά μου, δηλαδή αν δεν λάβω θετική απάντηση στο αίτημά μου.
Στη ναρκισσιστική και παιδοκεντρική δυτική κουλτούρα του σήμερα, συχνά συναντάμε απορρυθμίσεις του τρόπου με τον οποίον τα παιδιά ζητάνε κάτι από τον άλλον, πρωτίστως από τους γονείς τους. Συχνές τέτοιες απορρυθμίσεις είναι, για παράδειγμα, οι εξής: Το «παρακαλώ» και το «ευχαριστώ» απουσιάζουν από την ομιλία του παιδιού. Αυτό που κυριαρχεί είναι η ωμή ναρκισσιστική απαίτηση «θέλω αυτό και το θέλω τώρα, τώρα, τώρα!». Η παραμικρή ματαίωση κάποιου αιτήματος που είναι εκτός τόπου και χρόνου προκαλεί έκρηξη οργής, συναισθηματικούς εκβιασμούς και ασύλληπτη επιθετικότητα (λεκτική, συμπεριφορική, ακόμη και φυσική βία) του παιδιού προς τους γονείς του. Οι δε γονείς, τρομοκρατημένοι από τον εισαγγελικό τόνο των διαφόρων ειδικών και μη που τους χαρακτηρίζουν παγίως ύποπτους κακοποίησης του παιδιού τους αν του πουν ότι κάτι παράλογο δεν γίνεται, τρέμουν σαν το ψάρι μπροστά στον μικρό τύραννο και προσπαθούν να τον εξευμενίσουν με δοσίματα δούλου προς αφέντη…
Όμως, αν το παιδί παραμείνει δέσμιο της ωμής ναρκισσιστικής απαίτησης και δεν κατακτήσει το έντεχνο αίτημα, πολύ σύντομα θα ανακαλύψει, με τρόπο πικρό, τη φοβερή αλήθεια «με τον τρόπο μου χάνω το δίκιο μου»… Ενώ παράλληλα δεν θα κατορθώσει να συγκροτηθεί ως αυτόνομο, επιθυμούν και ηθικό υποκείμενο, που είναι ο σκοπός της ανατροφής ενός παιδιού.
Το βιβλίο μου γράφτηκε για να εξοπλίσει γονείς και παιδαγωγούς με όσα χρειάζονται για να κατακτήσει το παιδί το έντεχνο αίτημα, κάτι που είναι προς το συμφέρον και το δικό του και όλων.

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε πως «η καραντίνα και η πανδημία προκάλεσαν πληθωρισμό αιτημάτων του παιδιού στα όρια αφόρητης πίεσης και απόγνωσης». Θέλετε να μας εξηγήσετε;
Η πανδημία περιόρισε και τους χώρους κοινωνικοποίησης του παιδιού και τα πρόσωπα από τα οποία ζητάει πρακτική συνδρομή, συναισθηματική ανταλλαγή, παιχνίδι, επικοινωνία. Υπήρξαν φάσεις χωρίς σχολείο, όπου οι μόνοι που έπρεπε να υποδεχτούν τα αιτήματα του παιδιού τους ήταν οι γονείς του, κατά κανόνα και οι ίδιοι καταπονημένοι ή εξουθενωμένοι από τον εγκλεισμό. Το παιδί τους πολυβολούσε με αιτήματα, κάτι αναμενόμενο. Οι δε γονείς, αν δεν ήξεραν πώς να διαβάσουν και να απαντήσουν στον πληθωρισμό αιτημάτων, έφταναν συχνά σε αδιέξοδα συναισθηματικά και πρακτικά. Οπότε, η πανδημία μετέτρεψε τη δομική συνιστώσα του ασύμμετρου αιτήματος του παιδιού προς τους γονείς σε σύμπτωμα. Έτσι ξεκίνησε και η επεξεργασία του θέματος, που έφτασε μέχρι τη δημοσίευση του βιβλίου.

Το παιδί είναι από τη φύση του απαιτητικό. Σε ποιο στάδιο οφείλει ο γονιός να θέσει τα όρια σε σχέση με τις απαιτήσεις του;
Το παιδί είναι φύσει και θέσει παιδί. Αυτό δεν σημαίνει «φύσει απαιτητικό», αλλά εξαρτημένο από τους μεγάλους, πρωτίστως τους γονείς του, για αμέτρητα πράγματα: Από τη βιολογική επιβίωσή του μέχρι τις τέρψεις της φαντασίας, από την απόλαυση της συνομιλίας μέχρι την απόκτηση των «οδηγιών χρήσεως του κόσμου των πραγμάτων και των ανθρώπων». Η εξάρτηση κάνει το παιδί να ζητά συνέχεια από τους γονείς του πράγματα, άλλοτε λογικά και άλλοτε παράλογα, άλλοτε με τρόπο ανθρώπινο και άλλοτε με τη μορφή της ωμής ναρκισσιστικής απαίτησης.
Όπως δείχνουμε αναλυτικά στο βιβλίο, οι γονείς καλούνται να οδηγήσουν το παιδί τους στην αναπτυξιακή κατάκτηση του έντεχνου αιτήματος πριν ακόμη γεννηθεί το παιδί. Πώς; Διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον αναπαραστάσεων, γλώσσας και επικοινωνίας που θα υποδεχτεί το παιδί και θα του παράσχει τη δυνατότητα να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον. Αυτό θα γίνει με το παράδειγμα, με τον λόγο και μέσω απλών καταστάσεων βιωμένης εμπειρίας του παιδιού. Σε κάθε ηλικία αλλάζουν οι μορφές, αλλά η ουσία της μαθητείας παραμένει σταθερή: Ο άλλος δεν είναι ούτε μηχάνημα ούτε υπηρέτης μου, αλλά υποκείμενο που αξίζει κάθε σεβασμό και, γι’ αυτό, όταν του ζητάω κάτι, πρέπει (όσο επιτρέπει η ηλικία κάθε παιδιού) να λαβαίνω υπόψη μου τις δυνατότητες και τις διαθεσιμότητές του.

Πώς βοηθά τους εκπαιδευτικούς το βιβλίο σας;
Η συνεργασία οικογένειας και σχολείου είναι και άριστο και εφικτό πλαίσιο για την κατάκτηση του έντεχνου αιτήματος, άλλοτε με τρόπο παρόμοιο και άλλοτε ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε πλαισίου. Για παράδειγμα, ακόμη και το μοναχοπαίδι μπορεί να μετέχει σε ομαδικές επικοινωνίες και σε συλλογικές βιωμένες εμπειρίες που το στηρίζουν ως προς την κατάκτηση του έντεχνου αιτήματος.

Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες λάθος τακτικές – πρακτικές των γονιών που καλλιεργούν τις υπερβολικές απαιτήσεις των παιδιών;
Μορφές έχουν πλήθος, αλλά η κοινή πηγή τους είναι μία: Οι γονείς φοβούνται να είναι γονείς, μεταξύ των άλλων επειδή δεν ξέρουν να διαβάζουν το τι ζητάει το παιδί τους όταν τους ζητάει κάτι. Και το μεγάλο μυστικό εδώ είναι το εξής: Ό,τι και να ζητάει το παιδί, αυτό που ζητάει μέσα από το εκάστοτε αίτημα είναι κάτι καθολικό: Αγάπη. Αλλά αγάπη έντεχνη! Αυτή η επίγνωση είναι καθοριστικής σημασίας όταν οι γονείς βρίσκονται αντιμέτωποι με άτοπα ή παράλογα αιτήματα του παιδιού τους.

Στην ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζουμε συχνά το πρόβλημα των παιδιών που ενηλικιώνονται και «απαιτούν» χρήματα, στέγη από τους υπερήλικες γονείς τους που συχνά στερούνται οι ίδιοι τα βασικά για να στηρίξουν το «παιδί». Πώς σχολιάζετε;
Η απαρχή του κακού βρίσκεται στην ιδέα «δεν μου κάνεις το χατίρι, άρα δεν μ’ αγαπάς!». Αυτή την παρανόηση είναι ευνόητο να την έχει το παιδί, πριν μάθει ότι μπορεί να μη σου κάνω το χατίρι, όχι γιατί δεν σε αγαπάω, αλλά γιατί δεν γίνεται. Αν οι γονείς μπορούν να του δείξουν τη διάκριση «άλλο αγάπη, άλλο χατίρια», το παιδί γρήγορα θα κατακτήσει το έντεχνο αίτημα. Αν, όμως, οι γονείς εγκλωβιστούν στη λογική «δεν μου κάνεις το χατίρι, άρα δεν μ’ αγαπάς», τότε ξεκινούν κακά μπερδέματα που καταλήγουν εκεί που λέτε.

Παρατηρούμε συχνά το φαινόμενο γονέων να κάνουν διακρίσεις απέναντι στα παιδιά τους, ενδεχομένως επειδή κάποιο από τα παιδιά εμφανίζεται πιο «αδύναμο». Πόσο σημαντικό είναι οι γονείς να έχουν την ίδια στάση απέναντι στα παιδιά τους;
Προφανώς, ίδια στάση δεν μπορεί να σημαίνει «θα φάτε όλοι-ες παγωτό βανίλια, ακόμη και αν προτιμάτε σοκολάτα». Το βασικό εδώ είναι οι γονείς να γνωρίζουν τον κόσμο κάθε παιδιού και να καλύπτουν τις ανάγκες ή τα εύλογα αιτήματά του σύμφωνα με το τι ταιριάζει σε κάθε παιδί. Και όχι συγκρίνοντάς το παιδί Α με κάποιο άλλο ή επιβάλλοντας στο παιδί Α αυτό που ταιριάζει μεν στο άλλο, αλλά είναι αδιάφορο ή ενοχλητικό για το παιδί Α.

Πόσο σημαντική είναι η κοινή στάση των γονέων στη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών;
Η κοινή στάση των γονέων παρέχει στο παιδί έναν κόσμο με συνοχή, νόημα και ισχυρούς μηχανισμούς για τον μεταβολισμό των ματαιώσεων και την υπέρβαση των δυσκολιών της πραγματικής ζωής. Ειδικά ως προς το έντεχνο αίτημα, αν κάθε γονέας τσιμπάει ή υποκύπτει στο άτοπο αίτημα του παιδιού, ακυρώνοντας έτσι τη στάση του άλλου γονέα, το παιδί θα βγάλει ένα απλό συμπέρασμα: Οι γονείς μου δεν ξέρουν τι τους γίνεται, άλλος πρέπει να είμαι με τον έναν και άλλος με τον άλλον, η λογική δεν αποδίδει και δεν συμφέρει. Χρειάζεται ψευτιά, υποκρισία και χειριστικότητα, αλλιώς σε φάγανε, συνεπώς φάτους να μη σε φάνε… Βεβαίως, δεν είναι αποδεκτή επιλογή για κανένα γονιό το να μεγαλώσει το παιδί του σε τέτοια ζούγκλα…

Ο υπερπροστατευτικός γονιός, που «δίνει» χωρίς όριο, είναι ο ανασφαλής γονιός;
Πρωτίστως, είναι μπερδεμένος, συγχέει και δεν μπορεί να κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε αγάπη και χατίρια (αυτά που λέμε παραπάνω)… και ενός κακού ελθόντος μύρια έπονται… Αν εγκλωβιστεί στη λογική «αγάπη=χατίρια», τότε η μία περιπλοκή θα οδηγεί στην άλλη, άσχετα από το αν ο γονιός αισθάνεται ασφαλής ή ανασφαλής.

Θέλετε να συμπληρώστε τη φράση:
Αγαπώ το παιδί μου σημαίνει…
Αγαπώ το παιδί μου σημαίνει του προσφέρω αυτό που χρειάζεται: Όχι αγάπη όπως-όπως, αλλά έντεχνη γονεϊκή αγάπη.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το