Άρθρα

Μικρασιατική Καταστροφή και Βενιζέλος – Η περίοδος των επιτυχιών

Γράφει ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος

Με αφορμή τη συμπλήρωση μιας εκατονταετηρίδας από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την επακολουθήσασα Καταστροφή, είναι εύλογο να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στα πολιτικά και στρατιωτικά εκείνα γεγονότα, αλλά και τους πρωταγωνιστές τους, που διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τον χάρτη της σύγχρονης Ελλάδας και καθόρισαν τις τύχες τού Ελληνισμού.
Η επέμβαση, άλλωστε, του Βασιλείου της Ελλάδος στη Μικρά Ασία συνιστά την τελευταία πράξη της Μεγάλης Ιδέας. Η τελευταία χάραξε την εξωτερική πολιτική του τόπου για περίπου έναν αιώνα ως μια εθνική ιδεολογία συμβατή με τα οράματα, τις προσδοκίες και τους αλυτρωτικούς παλλαϊκούς πόθους.
Το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων βρίσκει την Ελλάδα σε μια περίοδο ευημερίας και ομόνοιας. Στέμμα, στρατός, λαός συμπράττουν αρμονικά υπό τη σκέπη του εθνικού οράματος με ηγέτη και ενορχηστρωτή τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το αποτέλεσμα είναι η επίτευξη του θριάμβου.
Η έκρηξη, όμως, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προκαλεί τον εμφύλιο διχασμό, με απότοκο τη διάσπαση της χώρας σε δύο κράτη με χωριστές κυβερνήσεις. Μετά την έκπτωση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και κουνιάδου του Κάιζερ, η χώρα μπαίνει επίσημα στον πόλεμο με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο πλευρό της Εγκάρδιας Συνεννοήσεως (Αντάντ). Η έκβαση του Μεγάλου Πολέμου βρίσκει την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών, τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη μεριά των ηττημένων.
Η ανακωχή του Μούδρου που υπογράφεται τον Οκτώβριο του 1918 ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Δυνάμεις της Αντάντ προαναγγέλλει τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την άνευ όρων παράδοση των Κεντρικών Δυνάμεων και την ολοκληρωτική επικράτηση των Αγγλογάλλων.
Λίγους μήνες αργότερα, κατά την έναρξη των διαπραγματευτικών διεργασιών μεταξύ των Συμμάχων στις Βερσαλλίες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εμφανίζεται με σπουδαία διπλωματική ρώμη, συνάρτηση των σωστών γεωπολιτικών του επιλογών. Ο διεθνής τύπος εγκωμιάζει τον Έλληνα πρωθυπουργό, που αποτελεί προσωπικότητα πλέον υψηλού κύρους και ακτινοβολίας. Στα ευρωπαϊκά σαλόνια ο Βενιζέλος περιγραφόταν από πολιτικούς του εταίρους ως ένας από τους πιο ελκυστικούς ηγέτες να συνομιλεί κανείς.
Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, που ακολουθεί, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πέραν του ότι πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, κατάφερε να ταυτίσει και να παρουσιάσει τα ελληνικά συμφέροντά στη Μικρά Ασία ως συμπληρωματικά εκείνων των Βρετανών. Έτσι, με τη συνδρομή και συγκατάθεση του Λόυντ Τζωρτζ, του Ζωρζ Κλεμανσώ και του Γούντροου Ουίλσον, δόθηκε τον Απρίλιο του 1919 άδεια διοίκησης της Σμύρνης στην Ελλάδα, με ταυτόχρονη απόβαση των στρατευμάτων της στην εκεί περιοχή.
Εν τούτοις, η Σμύρνη δεν υπήρξε στην κορυφαία θέση των εθνικών προτεραιοτήτων και βλέψεων. Ωστόσο, με τους Άγγλους να διεκδικούν εδάφη στο Ιράκ, τους Γάλλους στη Μέση Ανατολή και τα Στενά υπό διεθνή έλεγχο, τα μικρασιατικά παράλια παρέμεναν ελεύθερα για την πραγματοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων. Πλεονέκτημα της περιοχής ήταν η εγγύτητα με τη Χίο και τη Λέσβο, που επέτρεπε τον εύκολο εφοδιασμό και τη μετακίνηση, ενώ σαφές μειονέκτημα το γεγονός ότι ήταν εδαφικά αποκομμένη από την υπόλοιπη επικράτεια. Οι παραδοσιακοί ανταγωνιστές της Ελλάδας στα Βαλκάνια, όπως η Βουλγαρία και η Αυστροουγγαρία, και διεκδικητές εδαφών κυρίως από τη Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκονται πλέον στο ίδιο στρατόπεδο, των ηττημένων. Έτσι, εμφανίζονται νέοι, με προεξάρχουσα την Ιταλία. Η τελευταία, προκειμένου να επεκτείνει και να ισχυροποιήσει τις κτήσεις της στα Δωδεκάνησα, διεκδικεί δυναμικά περιοχές κυρίως στη νοτιοδυτική Μικρασία, χωρίς όμως περιορισμούς δράσης.
Στις συνθήκες αυτές, ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται τον Μάιο του 1919 στην προκυμαία της Σμύρνης, μέσα σε κλίμα ζωηρής εορτής και εθνικής έκστασης. Ξεσπούν αναταραχές με πρωτοστάτες Τούρκους εθνικιστές και υπόγειους παρακινητές, όπως αποδείχτηκε αργότερα, τους επίβουλους Ιταλούς «συμμάχους», που διαρκώς υπονόμευαν τον ελληνικό παράγοντα. Ο Εθνικός Στρατός, αφού εκκαθαρίζει την πόλη από Τούρκους άτακτους, προχωρεί στην κατάληψη και τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας γύρω από την περιοχή.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεριμνά ουσιαστικά για την ασφάλεια όλων των μειονοτήτων, που συναποτελούν το ετερογενές εθνικοπολιτισμικό μωσαϊκό της μήτρας της Ιωνίας, και πρωτίστως για τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Μαζί με τον στρατό αποβιβάζονται και Έλληνες γραφειοκράτες για τη στελέχωση της τοπικής διοίκησης, και σε ένδειξη καλής προθέσεως, ο Βενιζέλος διασφαλίζει την παραμονή χαμηλόβαθμων μουσουλμάνων λειτουργών στις θέσεις και τα οφίκιά τους. Στο πλαίσιο της αποφόρτισης και της διαλλακτικότητας, ο Βενιζέλος διορίζει Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης τον Αριστείδη Στεργιάδη, έναν άνθρωπο με νομική παιδεία και αίσθηση του δικαίου, που ωστόσο εξελίχθηκε σε μάλλον ατυχή επιλογή. Θα μπορούσε κάνεις να υποθέσει πως οι διπλωματικές αυτές κινήσεις αποσκοπούν μονάχα στην εξασφάλιση της συμμαχικής εύνοιας και στη δημιουργία μιας επιφανειακής, ίσως κίβδηλης εντύπωσης προστασίας των εντοπίων αλλοεθνών. Όμως, ο Βενιζέλος, που ως δικηγόρος υπερασπίστηκε μουσουλμάνους, διαθέτει κραταιά ηθικά ερείσματα που εδράζονται στη φιλελεύθερη αντίληψή του για τον κόσμο και κάθε άλλο παρά προσωπείο συνιστούν.
Εν τω μεταξύ, ο Έλληνας πρωθυπουργός προσπαθούσε με κάθε μέσο να εδραιώσει την ελληνική παρουσία και κατοχή της Σμύρνης, που σε διάβημά του ο Κλεμανσώ υπενθύμιζε πως ήταν προσωρινή. Τον Ιούλιο του 1919, μετά από σκληρές μάχες στην Πέργαμο και το Αϊδίνιο μεταξύ του ελληνικού και του κεμαλικού στρατού, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας συνυπέγραψαν το σύμφωνο Βενιζέλου – Τιτόνι. Μέσω αυτού καθοριζόταν σαφής μεθόριος γραμμή ανάμεσα στις Ιταλικές και τις Ελληνικές κτήσεις στη Μικρά Ασία με σκοπό την ελαχιστοποίηση των εντάσεων, ενώ η Ιταλία αναγνώρισε μεταξύ άλλων και τα ελληνικά δίκαια στη Βόρεια Ήπειρο. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους η Δυτική Θράκη ενσωματώνεται στον εθνικό κορμό με τη συνθήκη του Νεϊγί, αποκλείοντας τη Βουλγαρία από την άμεση πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος. Ο Βενιζέλος φαντάζει πια ως «ο πραγματοποιός» του εθνικού οράματος της Μεγάλης Ιδέας, της ανόρθωσης και λυτρωτής των Νέων Χωρών.
Ο Βενιζέλος έχει άρρητο καθήκον να συνυπολογίζει πέρα από τις ευαίσθητες ισορροπίες στη γεωπολιτική σκακιέρα της εποχής, και τη λαϊκή βούληση για συνέχιση του κουραστικού και κοστοβόρου πολέμου, που σχεδόν κλείνει δεκαετία. Αισιόδοξος και τολμηρός καθώς είναι, προχωρά αποφασιστικά με ή χωρίς τη λαϊκή θέληση στη δημιουργία της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, που επισφραγίζεται από την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης τον Ιούλιο του 1920. Πρόκειται για μια εξαιρετική περιοχή με καίρια γεωστρατηγική σημασία, καθώς ανοίγει τους δρόμους προς τη Μαύρη Θάλασσα, διασφαλίζει τα Στενά, με θεά στην όμορφη θάλασσα του Μαρμαρά. Λίγες ημέρες αργότερα από την επικύρωση των ασύλληπτων, για τα ελληνικά δεδομένα, αυτών κτήσεων ο Εθνάρχης υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, «εύθραυστη όσο και οι πορσελάνες των Σεβρών», όπως χαρακτηρίστηκε. Η συνθήκη, μολονότι αποτελεί τεράστια εθνική επιτυχία, θα δημιουργήσει δυσκολίες στο ελληνικό κράτος που βρίσκεται σε μια φάση εκστατικής ακμής, ίσως πέρα από τις δυνάμεις του.

Η πορεία προς τις κρίσιμες εκλογές
Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών η Μεγάλη Ιδέα γίνεται πραγματικότητα. Ο Βενιζέλος πορεύεται, λοιπόν, προς τις εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν με τον σημαντικότατο αυτόν άσσο στο μανίκι του, έναν θρίαμβο που έτυχε αναγνώρισης στη διεθνή κοινότητα. Με τη σιγουριά που τον διακρίνει, κι ύστερα από αλλεπάλληλα αιτήματα της αντιπολίτευσης, ο Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές, οι οποίες τελικά λαμβάνουν χώρα τον Νοέμβριο του 1920, δέκα χρόνια μετά από τις νικηφόρες εκλογές του Νοεμβρίου του 1910. Πολλοί ιστορικοί και μελετητές ψέγουν τον Βενιζέλο για την επιλογή του να προκηρύξει εκλογές σε μια τόσο έκτακτη συγκυρία, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, όπου η δαμόκλειος σπάθη του πολέμου θα όριζε τις τύχες του έθνους. Εδώ ωστόσο, αξίζει να τονίσουμε ότι είχαν να γίνουν εκλογές από το 1915, καθώς η βενιζελική επάνοδος του 1917 στην Αθήνα συνοδεύτηκε με την επαναφορά του τότε κοινοβουλίου, της λεγομένης Βουλής των Λαζάρων, με εντολή γαλλική κι όχι λαϊκή. Έτσι, η ανανέωση της εμπιστοσύνης των εκλογέων στην κυβέρνηση, όχι μόνο θα νομιμοποιούσε απόλυτα τις μέχρι τότε ενέργειες και θα υποδείκνυε τη συνέχισή τους, αλλά θα πρόσφερε στον Βενιζέλο διπλωματικό έρεισμα κατά τις διαπραγματεύσεις.
Για την προεκλογική τους καμπάνια, οι Φιλελεύθεροι τύπωσαν εκατοντάδες χάρτες της Μεγάλης Ελλάδος που διατράνωναν τον εθνικό θρίαμβο, ως προϊόν της πολιτικής τους. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον ότι στους χάρτες που διαμοίραζαν και αφισοκολλούσαν, αποτυπώνεται η μελλοντική δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης, που θα ένωνε την αποκομμένη Σμύρνη με την Ανατολική Θράκη. Μέσα σε κλίμα παθών και διχασμού, πολιτευτές της αντίπαλης παράταξης κατηγορούσαν δριμύτατα τον Βενιζέλο και σε δημόσιες ομιλίες τους έσκιζαν τους χάρτες αυτούς που απεικόνιζαν τα νεοαποκτηθέντα εδάφη, λέγοντας: «δεν τα θέλομε!». Αυτοί συσπειρώθηκαν σε έναν ενιαίο εκλογικό σχηματισμό, την Ηνωμένην Αντιπολίτευσιν, που συναποτελούνταν από κόμματα και παραφυάδες με κοινό προσανατολισμό τη βασιλόφρονα, λαϊκή δεξιά υπό τον Αχαιό πολιτικό και δεινότατο ρήτορα Δημήτριο Γούναρη.
Οι Φιλελεύθεροι χάνουν τις εκλογές (!). Το απρόσμενο αυτό αποτέλεσμα σχολιάζει ο βενιζελικός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, παλαιόθεν δικανικός και πολιτικός αντίπαλος του Γούναρη, τονίζοντας ότι στην Ελλάδα «επεκράτησεν ο Κωνσταντινισμός». Και πράγματι, στην Παλιά Ελλάδα η επικράτηση των βασιλικών ήταν σαρωτική. Στην άτυχη αυτή εκλογική έκβαση συνέβαλε καθοριστικά ο πολύ πρόσφατος θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου, με παρεπόμενο η χώρα να μείνει ακέφαλος και να ενταθεί η επιθυμία των αντιβενιζελικών για επαναφορά τού Κωνσταντίνου. Παρά το «μαύρισμα» που επεφύλαξαν οι Παλαιοελλαδίτες στον Βενιζέλο, οι Νέες λυτρωθείσες χώρες, εντός των οποίων κι η εκλογική περιφέρεια Ανατολικής Θράκης, υποστήριξαν στις κάλπες την πολιτική του, με εξαίρεση ορισμένες μειονοτικές ομάδες που τον θεωρούσαν εθνικιστή. Άλλωστε, το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε, σε απόλυτους αριθμούς, με ελαφρώς περισσότερες ψήφους σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η καταλυτική αυτή ήττα αποτέλεσε, όπως παραδέχτηκε κι ο Βενιζέλος, συνέπεια της αστοχίας του να εκτιμήσει ορθά την κούραση που είχε επέλθει σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού από τις συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις∙ είχε σ’ έναν βαθμό αποκοπεί από την κοινωνική πραγματικότητα, τα καθημερινά προβλήματα, βασιζόμενος σχεδόν εξ ολοκλήρου στη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος. Έπειτα, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι αρχιτέκτονες των επιτυχών για τις χώρες τους συμφωνιών άρχισαν να αποχωρούν ένας – ένας από το πολιτικό προσκήνιο (όπως ο Κλεμανσώ), ώστε να ξαφνιαστεί κι ο Λόυντ Τζωρτζ στο άκουσμα της ήττας τού Βενιζέλου. Δευτερευόντως, επισημαίνεται πως ήταν και ζήτημα πολιτικού τακτ, ότι δηλαδή παρά τις προτροπές των συμβούλων του, ο Βενιζέλος δεν διέσπασε την κατεξοχήν φιλοβασιλική περιφέρεια της Αττικοβοιωτίας. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης κι η ανάδειξη του Λαϊκού Κόμματος στο τιμόνι της χώρας, αναμφίβολα επηρέασε την πορεία των πολιτικών πραγμάτων και την κατάληξη της εκστρατείας.

Η τελευταία πράξη

Μετά την καθοριστική ήττα του στις εκλογές, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως είχε υποσχεθεί, αποχωρεί από την ενεργό πολιτική και αυτοεξορίζεται αρχικά στο Παρίσι. Εδώ βέβαια, διατυπώνεται από αρκετούς ιστοριοδίφες και η μομφή ότι ο Βενιζέλος δεν επέβαλε δικτατορικό πολίτευμα, που ήταν εθνική επιταγή σε μια περίοδο κρίσης για τη διασφάλιση των κτήσεων και τη σωτηρία του Ελληνισμού, αλλά το έκαμε αργότερα για την περιφρούρηση του κοινοβουλευτισμού. Μια σειρά καταιγιστικών εξελίξεων, όπως η επαναφορά του Κωνσταντίνου στον θρόνο και η ριζική μεταστροφή της στάσης των συμμάχων, διαμορφώνουν τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις. Συγκεκριμένα, δόθηκε η αφόρμηση στους Γάλλους και τους Ιταλούς να επισημοποιήσουν τη ριζική αλλαγή στη στάση τους απέναντι στο Μικρασιατικό ζήτημα, υπογράφοντας συμφωνία συνεργασίας ουσιαστικά με τον Κεμάλ τον Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 1921. Με τις Συμφωνίες της Άγκυρας και της Ρώμης, αντίστοιχα, οι δύο πρώην σύμμαχοι όχι μόνον αναγνώριζαν τη διπλωματική ισοτιμία του Κεμαλικού κράτους, αλλά και το εφοδίαζαν με πολεμικό υλικό. Το 1919 είχαν σταλεί με απόφαση του Βενιζέλου, σχεδόν εθελοντικά, ολόκληρες μεραρχίες για τη συνδρομή των Γάλλων στην εκστρατεία της Κριμαίας κατά των Μπολσεβίκων. Έτσι, η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση συνομολόγησε με τον Κεμάλ σύμφωνο φιλίας, με το οποίο παρείχε στους Νεότουρκους πολύτιμη υλική και ηθική αρωγή. Οι Σοβιετικοί ενίσχυσαν οικονομικά και στρατιωτικά τον Κεμάλ, μεταφέροντας στην Άγκυρα ράβδους χρυσού και πολεμικό εξοπλισμό κατά των «Ελλήνων Ιμπεριαλιστών».
Ο νέος υπουργός εξωτερικών Γ. Μπαλτατζής δεν αντέδρασε δυναμικά στις κατάφωρες παραβιάσεις των συμφωνιών από τις χώρες της Αντάντ, κι η Ελλάδα έγινε βαθμηδόν παθητικός ουραγός των τεκταινομένων. Η αντιβενιζελική κυβέρνηση συνέχισε τον πόλεμο, παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις της, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ο χριστιανικός πληθυσμός της Μικρασίας σε περίπτωση αποχώρησης των ελληνικών στρατευμάτων. Σε ένα, λοιπόν, πλαίσιο εντεινόμενης απομόνωσης από συμμάχους, μοναδικό στήριγμα της Ελλάδας απέμεινε η Μεγάλη Βρετανία σε διπλωματικό επίπεδο, η οποία χρησιμοποιούσε τον ελληνικό αλυτρωτισμό ως μοχλό πίεσης στις αξιώσεις του Κεμάλ. Η εθνική οικονομία κλονιζόταν και η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία, μιας και η νομισματική κυκλοφορία ήταν ακάλυπτη, δίχως αντίκρισμα (πληρωτέαι επί τη εμφανίσει). Παρά τις αντιξοότητες, η Ελληνική στρατιά της Μικράς Ασίας κατέλαβε τον Ιούνιο του 1921 την Κιουτάχεια και αργότερα προέλασε στο Εσκί Σεχίρ ως απάντηση στις συμμαχικές πιέσεις.
Αρχιστράτηγος ήταν ο Παπούλας, τον οποίον όρισαν οι αντιβενιζελικοί διοικητή της Στρατιάς τον Νοέμβριο του 1920 και ο οποίος απείχε από την ενεργό δράση από το 1917 λόγω φυλάκισης. Ο ίδιος εξάλλου βαρυνόταν με δύο προηγούμενες αποτυχημένες απόπειρες για την κατάληψη των παραπάνω περιοχών. Μετά, ωστόσο, την πύρρειο νίκη, συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο στη νεοκαταληφθείσα Κιουτάχεια, όπου ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο Παπούλας και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, που είχε εγκατασταθεί με το επιτελείο του στο Κορδελιό, αποφάσισαν για την τύχη της εκστρατείας. Εκεί πάρθηκε η αποφράδα απόφαση για συνέχιση της εκστρατείας και την περαιτέρω προώθηση στα βάθη της Ανατολίας, με σκοπό την κατάληψη της Άγκυρας και τον κατακερματισμό του κεμαλικού κράτους. Έτσι, ο ελληνικός στρατός βάλθηκε να βαδίζει σε μια έκταση 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων πέρα από την αρχική ζώνη κατοχής, σε περιοχές, τη γεωγραφική μορφολογία των οποίων δεν γνώριζε, με ισχνό ανεφοδιασμό και διατροφή που αποτελείτο εν πολλοίς από ρέγγες.
Την ίδια περίοδο, ο Βενιζέλος, που βρισκόταν σε ταξίδι του μέλιτος με τη σύζυγό του Έλενα στην Κούβα, την Αμερική, το Περού, παράλληλα προς την ενασχόλησή του με τον Θουκυδίδη, παρακολουθούσε στενά και ενημερωνόταν για τα ελληνικά πράγματα. Σε επιστολές εξέφραζε την ανησυχία του για τη διείσδυση του εθνικού στρατού στην Κεντρική και Ανατολική Τουρκία και φρονούσε ότι ήταν λανθασμένη τακτική. Στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν εμφανές ότι ο ντόπιος πληθυσμός είχε υπεροχή από απόψεως εμπειρίας, καθόσον γνώριζε τα στρατηγικά σημεία καλύτερα από τον επιτιθέμενο.
Τον Αύγουστο του 1921, οι στρατιώτες πορεύονταν υπό τον βάναυσο ήλιο μέσω της άγονης Αλμυράς Ερήμου, με παρεπόμενο τη φυσική τους εξάντληση. Προορισμός τους ήταν η Άγκυρα. Στον ποταμό Σαγγάριο έγινε ίσως η πιο κρίσιμη μάχη, κατά την οποία τα κεμαλικά στρατεύματα απέκρουσαν τη θερινή επίθεση, με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Έπειτα από αλλεπάλληλες ασυνεννοησίες, αυθαίρετες αποφάσεις, αδυναμίες συντονισμού μεταξύ στρατηγών, αξιωματικών του Παπούλα και του Πρίγκηπα Ανδρέα, ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και οχυρώθηκε αμυντικά στις αρχικές του θέσεις.
Τα λάθη από ελληνικής πλευράς ήταν απανωτά και οι ελιγμοί του Κεμάλ ικανότατοι. Για τον επόμενο έναν χρόνο ο ελληνικός στρατός παρέμεινε στην αμυντική γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, αδρανής, με συνέπεια να χάσει σταδιακά την πολεμική του ετοιμότητα. Η στασιμότητα, η αδράνεια είναι παράγοντες καταστροφικοί για ένα στράτευμα που δεν επιχειρεί, αλλά καρτερεί την εχθρική αντεπίθεση. Με τον τρόπο αυτό κύλησε η χρονιά, με κάποιες αψιμαχίες ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ ενισχυόταν οικονομικά και διπλωματικά, οργανώνοντας με την αρωγή του Ινονού τα τουρκικά στρατεύματα, εκμεταλλευόμενος τη διάρκεια παύσης πυρός. Εν τω μεταξύ στην Αθήνα οι διαδηλώσεις και λαϊκές διαμαρτυρίες πλήθαιναν, αφού το αίτημα για λήξη του πολέμου δεν ικανοποιήθηκε. Σε αυτό προστέθηκε και η οικονομική εξάντληση της χώρας, που επέφερε τη διχοτόμηση της δραχμής, τη δημοσίευση του Δημοκρατικού Μανιφέστου από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και την επικράτηση ενός γενικού κοινωνικού αναβρασμού. Όλο και περισσότερο γινόταν αντιληπτό ότι ο Ελληνικός παράγοντας δεν θα μπορούσε να διατηρήσει ακέραιες τις μικρασιατικές κτήσεις, στηριζόμενος αποκλειστικά στις αγγλικές υποσχέσεις.
Σε αυτές τις συνθήκες συγκροτήθηκε η Μικρασιατική Άμυνα, οργάνωση που επεδίωκε την αυτονόμηση της Σμύρνης και υποστηριζόταν από τον Βενιζέλο ως μια συμβιβαστική λύση προασπίσεως των ελληνικών πληθυσμών της Ιωνίας. Παρά ταύτα, ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, Στεργιάδης, αγνόησε τις δράσεις των Αμυνιτών, καθώς δεν θεωρούσε το σχέδιο του κινήματος βιώσιμο. Αντίθετα με την Αθήνα, μέχρι το καλοκαίρι του 1922 στο Μικρασιατικό θέατρο επικρατούσε ησυχία. Είναι το απαλό και γαλήνιο μέρος ενός συμφωνικού έργου, που προπορεύεται του ηρωικού και δυναμικού. Είναι η σιγή που προαναγγέλλει την ολιστική έκρηξη. Και πράγματι, η έκρηξη εκδηλώνεται τον Αύγουστο του 1922, όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ διατάζει γενική επίθεση κατά των ελληνικών αμυντικών θέσεων. Το μέτωπο καταρρέει. Παρά τις προσταγές του Χατζανέστη για συσπείρωση, ο στρατός υποχωρεί άτακτα, με κάποιες εξαιρέσεις, όπως του Μαύρου Καβαλάρη Νικολάου Πλαστήρα. Μέσα σε λίγες μέρες Τούρκοι έφιπποι και Τσέτες μπαίνουν στη Σμύρνη. Τα λόγια είναι φτωχά για να αποτυπώσουν την οδύνη, τη φρίκη, τη βία που ακολούθησε.
Ένας ολόκληρος αιώνας πέρασε από τη Μικρασιατική Καταστροφή και οι μνήμες παραμένουν ζωντανές και αποτελεί ακόμη πρόκληση για τους σκαπανείς της ιστορικής αλήθειας και αντικειμενικότητας. Είναι ωστόσο αναμφίβολο να ειπωθεί πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος οικοδόμησε τη Μεγάλη Ελλάδα και η απομάκρυνση του φωτισμένου ανδρός από το τιμόνι της χώρας οδήγησε στο μαρασμό της. Ο Βενιζέλος προχώρησε μόνος μπροστά στην πραγμάτωση των εθνικών ονείρων, ενώ ο λαός αποσυνδέθηκε σε κάποιο σημείο από το άρμα της Μεγάλης Ιδέας. Ίσως και ο ίδιος να μην αντιλήφθηκε έγκαιρα πως στον εικοστό αιώνα οι πόλεμοι κερδίζονταν πιο πολύ από τις κοινωνίες παρά από τους στρατούς, να ζήτησε μεγαλύτερες και βαρύτερες θυσίες από όσες μπορούσε να αντέξουν. Ή όπως πολύ εύστοχα έγραψε η Πηνελόπη Δέλτα ότι «Στο πλατύ του πέταγμα δεν μπορέσαμε να τον ακολουθήσομε. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος για μας».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το