Πολιτισμός

Μια δύσκολη αποστολή στην Αλβανία

Του Αχιλλέα Παπαρσένου*

Ανάλεκτα από το ημερολόγιο

ενός συμβούλου Τύπου

«Σελίδες Αλβανίας»,

Χρήστος Γ. Φαιλάδης,

Εκδόσεις Λειμών, 2013, σελ. 1009

Διαβάζοντας το ογκώδες βιβλίο του Χρήστου Φαιλάδη για τη θητεία του ως συμβούλου Τύπου στην ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα πριν από 30 χρόνια, διαπιστώνει κανείς ότι όντως «όσο πιο πολύ αλλάζουν τα πράγματα, τόσο πιο πολύ μένουν ίδια», ιδίως αναφορικά με την τύχη της ελληνικής εθνικής μειονότητας στη γειτονική χώρα. Τώρα κυριαρχεί η «δίκη – παρωδία» του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρέντη Μπελέρη, το 1994 είχε προηγηθεί η πολύκροτη δίκη των ηγετικών στελεχών της «Ομόνοιας».

Ο Χρήστος Φαιλάδης έστησε το Γραφείο Τύπου Τιράνων τον Δεκέμβριο 1992 και παρέμεινε στην αλβανική πρωτεύουσα μέχρι τον Φεβρουάριο 1996. Είχε προηγηθεί η θητεία του στην Άγκυρα και ακολούθησε μια σειρά από πόστα στο εξωτερικό, με κατάληξη τη διεύθυνση των Γραφείων Δημόσιας Διπλωματίας της Ελλάδος στο Πεκίνο και στην Ουάσιγκτον. Το βιβλίο του, που ξεπερνά τις χίλιες σελίδες, καταγράφει σχεδόν καθημερινά τις περιόδους έντασης στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και τις προσπάθειες αποκλιμάκωσής της σκιαγραφώντας παράλληλα το τοπικό, περιφερειακό και διεθνές υπόβαθρό τους. Το φιλόδοξο πόνημά του αποτελεί ένα ιστορικό τεκμήριο μιας δύσκολης περιόδου στις πολύπαθες διμερείς σχέσεις, όπως τη βίωσε ο ίδιος και όπως αναδύεται μέσα από τα δημοσιεύματα του αλβανικού Τύπου, αλλά και αναφορές σε ξένα και ελληνικά ΜΜΕ.

Η αποστολή του στην Αλβανία ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, όχι μόνο γιατί εκλήθη να εργασθεί σε μια χώρα που είχε μόλις εξέλθει από τη διεθνή απομόνωση που είχε επιβάλει για δεκαετίες το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, αλλά κυρίως γιατί έπρεπε να αποδώσει υπό αντίξοες συνθήκες σε ένα περιβάλλον καχυποψίας και εχθροπάθειας, που υπέθαλπαν τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ και εθνικιστικοί κύκλοι στην κυβέρνηση του προέδρου Σάλι Μπερίσα. Έπεφτε σε αχαρτογράφητα νερά τοξικότητας εναντίον της ελληνικής πολιτείας, της ελληνικής μειονότητας και του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου στην πρώτη φάση της διακονίας του, αλλά και κατά του ιδίου με απειλές απέλασης για δήθεν ανάμειξή του στις εσωτερικές υποθέσεις της Αλβανίας.

«Μέλος της εμβληματικής μεταπολιτευτικής γενιάς συμβούλων Τύπου και Επικοινωνίας, Δημόσιας Διπλωματίας με σημερινούς όρους, που ως κρατικοί λειτουργοί τίμησαν την πατρίδα και την υπηρεσία τους», όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο πρέσβης ε.τ. Αλέξανδρος Μαλλιάς, βαθύς γνώστης της γειτονικής χώρας, ο Χρ. Φαϊλάδης άσκησε αποτελεσματικά τα καθήκοντά του ενισχύοντας το έργο της παραδοσιακής διπλωματίας. Ενημέρωνε συστηματικά τα αλβανικά ΜΜΕ και διαμορφωτές της κοινής γνώμης για τις ελληνικές θέσεις, πληροφορούσε έγκυρα την Αθήνα για τις ενέργειες της αλβανικής κυβέρνησης και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, εξωστρεφής καλλιεργούσε φιλικές σχέσεις με πρόσωπα επιρροής από τον δημοσιογραφικό, επιστημονικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κόσμο, στήριζε ποικιλοτρόπως τον Τύπο και τους συλλόγους της ομογένειας, είχε καταστήσει το Γραφείο Τύπου αξιόπιστο κέντρο πληροφόρησης για ξένους δημοσιογράφους, εκπροσώπους διεθνών οργανισμών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε μια εποχή που η Ελλάδα θεωρούνταν «μεγάλη δύναμη» στα Τίρανα και οι ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου «γίνονταν ανάρπαστες και περνούσαν από κόσκινο».

Το βιβλίο δεν εξιστορεί μόνο τα μεγάλα και τα μικρά των διμερών σχέσεων, αλλά και πολλές προσωπικές στιγμές του συγγραφέα, όπως τις πολύμηνες προσπάθειες του για εξεύρεση στέγης, που ευοδώθηκαν τελικά με την ενοικίαση ενός μικρού διαμερίσματος στο ίδιο κτίριο, που κατοικούσε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, τη συναισθηματική φόρτισή του από την επίσκεψη στα Στενά της Κλεισούρας, όπου στο Αλβανικό Μέτωπο «δεκάδες Έλληνες στρατιώτες πότισαν με το αίμα τους αυτό το κομμάτι γης της Βόρειας Ηπείρου», την υπερηφάνεια που ένιωσε από το υψηλό φρόνημα της ελληνικής μειονότητας, που ήταν «θύμα διωγμών, βίαιης αφομοίωσης και αλλοίωσης της δημογραφικής και πολιτιστικής ταυτότητας της», αλλά και την έγνοια για τη μαζική φυγή της από τις προγονικές εστίες προς εγκατάσταση στην Ελλάδα, την εμπειρία της δίκης των στελεχών της «Ομόνοιας», που τον «συνέθλιψε συναισθηματικά», την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε ο πρέσβης της Ελλάδος στα Τίρανα Χριστόδουλος Τσαλίκης, ώστε να μπορέσει να «υπερβάλει εαυτόν».

Ο τότε υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευάγγελος Βενιζέλος γράφει ότι ο Χρ. Φαϊλάδης «υπηρέτησε κατά τον καλύτερο τρόπο τα εθνικά συμφέροντα». Ο αείμνηστος Θεόδωρος Κουλουμπής, καθηγητής του στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων στο American University της Ουάσιγκτον, επαινεί «την ανάληψη θετικών πρωτοβουλιών του σε σχέση με τη διαχείριση της εικόνας της Ελλάδος στη γειτονική χώρα». Ο πρέσβης Μαλλιάς προσθέτει ότι το βιβλίο «είναι αναμφίβολα το πληρέστερο που έχει γραφεί για την πορεία των ελληνοαλβανικών σχέσεων στα «πέτρινα χρόνια» με τις διώξεις και διακρίσεις κατά της ελληνικής εθνικής μειονότητας και το καθεστώς αυθαιρεσίας, ασυδοσίας και περιφρόνησης του λεγόμενου «κράτους δικαίου»».

Η πρόσφατη καταδίκη του Φρέντη Μπελέρη σε διετή φυλάκιση έδειξε ότι αυτές οι διώξεις καλά κρατούν και ότι η Αλβανία απέχει πολύ από το να ενστερνισθεί τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία φιλοδοξεί να ενταχθεί κάποτε στο μέλλον.

*Ο Αχιλλέας Παπαρσένος διηύθυνε Γραφεία Τύπου και Επικοινωνίας της Ελλάδος στο εξωτερικό.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το