Πολιτισμός

Με τα υλικά της μνήμης

Της Λίνας Θωμά

Αλέξανδρος Ψυχούλης,
Τροφοσυλλέκτης, Αθήνα,
εκδ. Νήσος, 2023, σ. 125

Τροφοσυλλέκτης μνήμης ή σκεπτόμενος μάγειρας; Εδώ ο αναγνώστης μπορεί να διαλέξει. Να ψάξει το βιβλίο σπονδυλικά, στη ραχοκοκαλιά του, κι από το ενδιάμεσο κενό της συρραφής ανάμεσα στη μαγειρική συνταγή και στο αφήγημα, να βρει το δικό του πέρασμα – της σκέψης.
Διότι τα κείμενα του βιβλίου χωρίζονται σε δύο μέρη: Σε εκείνα που ψάχνουν τα υλικά για μαγείρεμα και στα άλλα που ψάχνουν τα υλικά της μνήμης. Άλλωστε, η τελευταία μαγειρεύεται κι αυτή κατά βούληση. Κι αν κρατάει πεισματικά, σχεδόν εξομολογητικά εδώ την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η αμείλικτη προστακτική της κουζίνας, διδακτική και δευτεροπρόσωπη (γεμίζεις το βάζο, σερβίρεις με ελαιόλαδο κ.λπ.), επιστρέφει στον αναγνώστη την εντολή της προπαρασκευής – μην πούμε για την εντολή της γευστικής μνήμης.
Κι έτσι συμβαίνει το ακόλουθο: Η μαγειρική συνταγή να περνάει στη μνήμη με τρόπο προστακτικό, ενώ η μνήμη απελευθερώνεται και γαληνεύει. Να συνδυάζεις το λογοτεχνικό αφήγημα με τη μαγειρική συνταγή είναι σαν να ποτίζεις το ένα τ’ άλλο με τον χυμό τους.
Τα κείμενα λοιπόν στο βιβλίο είναι διφυή (οι σημειολόγοι θα λέγανε ότι έχουν δύο ειδών «εκφωνήσεις») και ο διφωνικός αυτός χαρακτήρας τους τα βάζει σε μεταξύ τους επικοινωνία, σε ανοιχτή αλληλεπίδραση, ομόνοια, αντιγνωμία, φράση και αντίφραση, σχέση.

Τι σχέση μπορεί να έχει, για παράδειγμα, η συνταγή του χταποδιού με τη μνήμη του πατέρα; Μπορεί η άλλη συνταγή με τις «σοταρισμένες ζαβοκαραβίδες» (σ. 79) να πάρει τα λόγια μιας παλιάς και πεισμωμένης οικογενειακής σιωπής; Ο συγγραφέας έρχεται να μας τραβήξει από την όσφρηση στην ακοή του χρόνου, την όραση του νου, την αφή της ψυχής, για να μας μεταφέρει, όπως η μυθική «μαντλέν» του Προυστ, σε όλες τις ξεχασμένες άλλες αισθήσεις που φτιάχνουν τον ναό των παιδικών χρόνων.
Ιερουργός και σαμάνος σε αυτόν τον ναό είναι ο πατέρας. Σαν να είναι αυτός που κρατάει τα σύμβολα των γεύσεων του παιδιού. Γίνεται ταυτόχρονα και αντικείμενο ταύτισης, μια «προβολή» του εαυτού του μικρού αγοριού που τον θαυμάζει, αλλά και αντίπαλος, ξένος και μαζί οικείος, μια αμφισβητούμενη λατρευτική φιγούρα για τον ενήλικο αφηγητή που ξέρει πια να ασκεί την κριτική του.
Γιατί αν έχουν κάτι που συμβάλλει στην αφηγηματική διαστρωμάτωση αυτά τα αφηγήματα – ας τα ονομάσουμε πια με το όνομά τους: Διηγήματα – είναι αυτή ακριβώς η εναλλαγή και ο εμπλουτισμός της οπτικής γωνίας: Η διασταύρωση δηλαδή του βλέμματος του ανήλικου παιδιού με τον ενήλικο αφηγητή. Ό,τι συμβάλλει στο λεγόμενο πολύτροπο βλέμμα.
Ο πατέρας, λοιπόν, συναισθηματική αφετηρία και κατάληξη, τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος (το βιβλίο κλείνει με την αναφορά του όπως και αρχίζει), διατρέχει τις εποχές και τις εκδοχές του. Παρουσιάζεται αυτοπροσώπως, σχεδόν αυτοσυστήνεται και το πορτρέτο του αναδύεται από τα βάθη στον αφρό με τις άπειρες αποχρώσεις του στο ενδιάμεσο του βλέμματος, στο φως και τη σκιά του – εδώ ο αφηγητής θα θυμηθεί ίσως τον ζωγράφο.

Μέντορας και φυσιοδίφης, αγωνιστής, επιστήμονας, καθόλου άγιος όμως (σ. 70), ο «μπαμπάς» όταν δεν ήταν ακόμη μπαμπάς (σ. 71), ένας ρομαντικός, δίχως ωστόσο εικαστική τόλμη (σ. 91), με το βάρος της διάψευσης των ιδεών ως διάψευση της ζωής του (σ. 92), με την καλλιεργούμενη βία της εποχής του, ένας αυταρχικός πατριάρχης, μόνος και μελαγχολικός, ετοιμόλογος και γοητευτικός (σ. 82), χτίζεται με όλα τα υλικά για να αποδομηθεί αφηγηματικά δεόντως.
Το εσωτερικό βίωμα του αφηγητή από μέσα προς τα έξω διασταυρώνεται με τις πληροφορίες της κοινωνίας που έχουν την αντίστροφη κατεύθυνση, από έξω προς τα μέσα, για να ονομάσουν το ακατανόμαστο, κρυφό, συμβολικό και να βάλουν την ψηφίδα τους στο πορτρέτο αυτό του πατέρα.
Να είναι η εικόνα του εδώ που χαρίζει στη σιωπή; Και τη σιωπή ενός πατέρα πώς να τη μιλήσεις;

Δεν είναι τυχαίο: Ονόματα προσπάθησε ο πατέρας να μεταφέρει στον γιο του στον τελευταίο τους βοτανολογικό περίπατο στο βουνό, ένα πλήθος επιστημονικών όρων με αναφορά στα αγριόχορτα και η ονοματική αυτή διαθήκη λειτούργησε ως αντίβαρο της πολύχρονης σιωπής του. Γι’ αυτό και η απώλεια του πατέρα στη συνέχεια, γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, απώλεια του ονόματος – και ξέρουμε από την ψυχανάλυση η ονοματοδότηση τι σημαίνει. Είναι ό,τι εξασφαλίζει τη γνώση του Άλλου, μια οριοθέτηση μαζί και του ίδιου του εαυτού.
Το όνομα είναι η πληροφορία, αυτό το οποίο ζητάει ο αφηγητής γύρω από τον πατέρα του, μια γνώση για τα ενδότερα. Κι αν θέλουμε να επανέλθουμε στο πνεύμα του βιβλίου, είναι μια συνταγογραφημένη αρχή για όσα καταπίνονται κι όσα δεν καταπίνονται ή όσα περνούν από το στομάχι αμάσητα από όλα εκείνα τα στοιχεία της οικογενειακής ζωής, τα ανείπωτα λόγια γύρω από ένα τραπέζι. Να υπάρχει ένας βαθύτερος δεσμός που συνδέει το αίσθημα με την τροφή; Ο «αισθησιογενής προορισμός της μαγειρικής» (σ. 79) είναι άλλη μια ανακάλυψη του παιδιού που μαθαίνει τον γονιό του.
Κι αν ο γονιός είναι το άλυτο όνομα, οι μαγειρικές του συνταγές «από τους ψαράδες», όπως λέει (σ. 78), δίνουν χαρακτήρα στην πρακτική του και γίνεται στην πορεία ο μητρικός πατέρας τροφοδότης της ζωής, ή μετά ένας πατέρας που τον γεννάει, όπως λέει, ο ίδιος ο γιος αντιστρέφοντας τους ρόλους (σ. 98).
Να τι θέση έχει η συνταγή – κειμήλιο εδώ: Μαζεύει ένα κάποιο ήθος γεύσης.

Κι όσο προχωράει η αφήγηση, κάθε μαγειρική συνταγή αποκτά έναν λόγο όλο και πιο προσωπικό, μια αφηγηματικότητα συνένοχη σχεδόν με εκείνη τον διηγημάτων ή λειτουργεί ως υπογράμμιση ειρωνική, όπως η συνταγή με τη γλιστρίδα (σ. 101) που κάνει νεύμα στη μακρυλογία.
Τα αφηγήματα μεταφέρουν ακόμα την ανθρωπογεωγραφία του Πλατανιά ή της ευρύτερης περιοχής και οι μαγειρικές συνταγές που τα συνοδεύουν, περιγράφουν μαζί με τα υλικά και μια ηθογραφία γεύσης. Δίνουν οδηγίες ευγένειας για τον χειρισμό της ζωντανής φυσικής τροφής, παίρνοντας παράλληλα απόσταση από τα πρότυπα της λεγόμενης «οικολογίας του καναπέ» (σ. 56), ενημερώνονται γενικώς ενώ ενημερώνουν.

Άλλες φορές πάλι θα ’λεγες πως οι συνταγές αυτές γίνονται με τον τρόπο τους κρυψώνες, διακόπτοντας τον εξομολογητικό λόγο του αφηγητή – αυτό το ακατάβλητο πρώτο πρόσωπο – για να πάρουν τον χαρακτήρα μιας κουβέντας που αλλάζει θέμα επάνω ακριβώς στα φλέγοντα μην τυχόν και υπερθερμάνει τον αναγνώστη.
Ανεπαισθήτως στην πορεία το πρώτο πρόσωπο περνάει και στη συνταγή: «δεν την έχω μαγειρέψει ποτέ», ομολογεί ο αφηγητής στο τέλος (σ. 121). Να είναι η ενοποίηση αυτή που καταργεί κάθε συνοδευτική μαγειρική οδηγία στο τελευταίο αφήγημα του βιβλίου; Εκεί που ο πατέρας γίνεται μια εικόνα του γιου περασμένη μέσα από ένα μικροσκόπιο, αποκαλύπτεται ένα κρυμμένο σύμπαν. Είναι ακριβώς στο σημείο που η διήγηση κλείνει. Το απέραντο σύμπαν εμφιλοχωρεί, ενδεχομένως, στον βιότοπο της τέχνης.
Το φαινόμενο αυτό της εντροπίας, θα λέγαμε, όπου η αφήγηση περνάει στη συνταγή ως την πλήρη εξαφάνιση της τελευταίας είναι ένα παραπάνω στοιχείο συνοχής. Διότι το κείμενο στο βιβλίο αυτό δεν είναι απροσχεδίαστο, τυχαίο ή ακατάστατο, κάθε άλλο. Δεν παραθέτει τα επεισόδια αθροιστικά και η οικονομημένη κατανομή τους δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως: έχει αφηγηματική εξέλιξη και δομή – χώρια την απόλαυση του λόγου που μεταφέρει, το αδιάπτωτο χιούμορ και τον αβίαστο παλμό της ζωντανής γλώσσας.
Ένα αφηγηματικό νήμα για παράδειγμα – συνδετικός ιστός ανάμεσα στα διηγήματα είναι κι εκείνο που περνάει από τον τίτλο. Μεταφέροντας τον τίτλο σε όλες τις γωνιές της διήγησης, τον ενισχύει με ένα διαφορετικό περιεχόμενο κάθε φορά, εμπλουτίζοντάς τον μέσα από ένα παιχνίδι συνδηλώσεων και καταδηλώσεων – απερίφραστων λόγων.
Κι αν ο όρος «τροφοσυλλέκτης» μας μεταφέρει σε μια πρωτόγονη, να πεις, εποχή, τα διηγήματα κάνουν εξ’ ορισμού αναφορά στην αρχαία εποχή της παιδικής μνήμης. Στις πολύχρωμες διαστρωματώσεις της, στην ικανότητά της να περνάει στο παρόν, να αναμετριέται μαζί και με το μέλλον.

«Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια», είχε πει ο Jacques Brel. Πόσος χρόνος χωράει μέσα σε έναν τόπο, το ξέρει καλά ο συγγραφέας – αφηγητής που επιστρέφει σύγχρονος στο διαχρονικό καταφύγιο του Νοτίου Πηλίου. Κάπως έτσι, ο τροφοσυλλέκτης διαθέτει και μια τρέχουσα ματιά κι αφήνει τον πατέρα – κυνηγό, για να γίνει «αστικός τροφοσυλλέκτης» (47) πλέον. Και πιο να είναι το γευστικό κίνητρο ενός τέτοιου σύγχρονου τροφοσυλλέκτη; Όπως περιγράφεται κατά λέξη «είναι η πρόγευση πως μπορεί να υπάρχει ένας άλλος συσχετισμός του εαυτού με τη φύση, καλύτερα μια νέα αντίληψη για τον εαυτό του ως φύση, ως κάτι νέο που έρχεται από το μακρινό παρελθόν» (σ. 115).
Είναι σαν να ψάχνεις μέσα από το υλικό της τροφοσυλλογής την πρωταρχική γνώση για τον γονιό σου, το πρώτο εκείνο κύτταρο της αλήθειας που φτιάχνει τη ζωή.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Στον Βόλο το πρώτο κρουαζιερόπλοιο για το 2024

Ο Λιμένας Βόλου υποδέχεται το πρώτο κρουαζιερόπλοιο για τη νέα χρονιά 2024. Το κρουαζιερόπλοιο «SILVER…

31 Μαρτίου 2024

Sin Boy: Η φωτογραφία του με τον ορό και το μήνυμα στο Instagram – Μόλις βγήκα από την εντατική, γράφει

Θύμα επίθεσης έπεσε ο Sin Boy, την ώρα που έκανε live στο TikTok. Ενώ ήταν…

31 Μαρτίου 2024

Επαγγέλματα που χάθηκαν και γυρολόγοι στην προσφυγική Ν. Ιωνία

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά Το 2024 η πόλη της Νέας Ιωνίας κλείνει 100 χρόνια ζωής από…

31 Μαρτίου 2024

Χίος: Εντοπίστηκε σκάφος με μετανάστες – Συνελήφθησαν οι διακινητές

Ταχύπλοο σκάφος με 22 μετανάστες, που εκινείτο προς τα ελληνικά παράλια εντόπισε χθες (30/3) τις…

31 Μαρτίου 2024

Οι αλλαγές στην Golden Visa φέρνουν αλλαγές στην αγορά ακινήτων

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ, πολιτικού μηχανικού-κατασκευαστή PKK Constructions Νέο τοπίο στον χώρο των ακινήτων διαμορφώνεται μετά…

31 Μαρτίου 2024

Φόβος για το ακατέργαστο

της Έλλης Καπετανιά Σίγουρα κάποιοι από εμάς έχουμε ένα απωθημένο, είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε…

31 Μαρτίου 2024