Ελλάδα

Μάτι: Συγκλονιστικές μαρτυρίες για τους ανθρώπους που χάθηκαν

Η φωτιά πέρασε και τα πήρε όλα μαζί της. Δεν είναι απλά η καμμένη γη, τα σπίτια φαντάσματα, ο αέρας που στροβιλίζει τις στάχτες, η ατμόσφαιρα που μυρίζει βαριά, τα ζώα που γυρνούν στους δρόμους με τραύματα, χωρίς τα αφεντικά τους. Είναι αυτά τα ανεξίτηλα σημάδια στις ζωές των ανθρώπων. Αυτών που πάλεψαν κι αυτών που θα παλεύουν για να σταθούν από την αρχή και να μαλακώσουν στη μνήμη τους όσα βίωσαν. Αυτών που θα ψάχνουν τους ανθρώπους τους στα σκοτάδια που άφησαν οι φλόγες. Αυτών που έμειναν κι αυτών που “έφυγαν”.
Αυτές είναι οι ιστορίες που δεν θα θέλαμε ποτέ να γίνουν πραγματικότητα και οι πρωταγωνιστές τους να είναι αληθινά πρόσωπα.

“Δεν πρόλαβα να της πω ούτε αντίο”
«Πριν από λίγο ήρθε ένας άνθρωπος, ο οποίος είδε τη μητέρα του να καίγεται μπροστά στα μάτια του -90 χρονών η μητέρα του. Ο άνθρωπος αυτός είχε πάει διακοπές μαζί με τη σύζυγό του, τον 19χρονο γιο του και την 90χρονη μητέρα του. Κατάλαβαν πολύ αργά τη φωτιά. Όταν την αντιλήφθηκαν η φωτιά ήταν στην ουσία δίπλα τους. Προσπάθησε ο άνθρωπος να τους βάλει όλους μαζί στο αυτοκίνητο να φύγουν, η φωτιά τους είχε κυκλώσει… Προσπάθησε να βγάλει τη μητέρα του έξω από το αυτοκίνητο, ο ίδιος κάηκε, έχει εγκαύματα, προσπαθώντας να την βγάλει. Είδε ότι δεν μπορούσε να τα καταφέρει, η μητέρα του δεν μπορούσε να περπατήσει, δεν μπορούσε να τρέχει μαζί τους και όπως μας είπε χαρακτηριστικά: «Δεν πρόλαβα να της πω ούτε αντίο, έφευγα και την έβλεπα να καίγεται»! (περιγραφή ρεπόρτερ)

“Τους βρήκαν αγκαλιασμένους. Πάντα έτσι ήταν”

«Ηρθα για να δώσω DNA για την ταυτοποίηση για τους γονείς μου, τους οποίους τους βρήκαν στο κτήμα απανθρακωμένους και τους δύο. Προσπάθησαν να φύγουν γι’ αυτό και είχαν προχωρήσει δεκαπέντε με είκοσι μέτρα από το σπιτάκι στο οποία διέμεναν, αλλά δεν τα κατάφεραν και τους πρόλαβε η φωτιά. Είχε κινητικά προβλήματα η μητέρα μου, οπότε δεν μπορούσαν. Ο πατέρας μου δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει. Τους βρήκαν αγκαλιασμένους. Πάντα έτσι ήταν». Οι γονείς του Στέλιου Μάσχα εντοπίστηκαν νεκροί λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι που διέμεναν.

“Δεν είχε καν βαφτιστεί”

«Ο Θεός δεν μας έχει δώσει λόγια να περιγράψουμε αυτά που συμβαίνουν. Ο εγγονός μου ήταν έξι μηνών, δεν είχε καν βαφτιστεί. Πέθανε στα χέρια της Μαργαρίτας και τώρα εκείνη είναι στην εντατική. Τους βρήκαμε και τους δύο στη θάλασσα περίπου πέντε ώρες αφότου η πυρκαγιά έφτασε στο Μάτι.». (Μαρία Διονυσιώτη, γιαγιά του βρέφους, μητέρα της Μαργαρίτας που παλεύει για τη ζωή της στην εντατική του Ευαγγελισμού). Ο πατέρας του μωρού είναι πυροσβέστης. Η Yπηρεσία διέταξε επιφυλακή, έπρεπε να πάει στις φωτιές κι άφησε το δικό του σπίτι ανυπεράσπιστο. Ο άνθρωπος που το αποκάλυψε, δεν είναι άλλος από τον πρόεδρο των Πυροσβεστών, Δημήτρη Σταθόπουλο.

“Αν δεν γίνει ένα θαύμα θα καεί πολύς κόσμος”

Ο Πάνος Κοκκινίδης, η ανθυπαστυνόμος σύζυγός του Άννη Σπανού, τα δύο ανήλικα παιδιά τους και η μητέρα του είναι ανάμεσα στους νεκρούς της πύρινης λαίλαπας. Ο σεφ ανάρτησε βίντεο στο προφίλ του στο Facebook, στις έξι και δεκαεννέα πρώτα λεπτά το απόγευμα της Δευτέρας 23 Ιουλίου. Έδειχνε την κατάσταση έξω από το σπίτι του. Λίγα λεπτά αργότερα έγραψε την τελευταία ανάρτηση, την προφητική: “Αν δεν γίνει ένα θαύμα θα καεί πολύς κόσμος”. Το σπίτι τους δεν κάηκε, οι ίδιοι πίστεψαν ότι έπρεπε να φύγουν για να σωθούν. Μάταια οι άνθρωποί τους, οι φίλοι τους, ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν κάτω από την ανάρτηση του Πάνου στο Facebook “πού είσαστε;”. Τα ονόματά τους είναι μέσα στη βαριά λίστα των νεκρών.

“Σας παρακαλώ βοηθήστε με να βρω τη μαμά μου”

Η Ιωάννα Καρακουλάκη δεν άντεξε, τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ ενώ βρισκόταν στον αέρα η Σία Κοσσιώνη, το βράδυ της Τρίτης 24 Ιουλίου. Η 48χρονη μητέρα της, η Αθηνά, η Νέλλη όπως την έλεγαν οι φίλοι της και το παιδί της, είχε εγκλωβιστεί σε μια πολυκατοικία στο Μάτι. “Η μητέρα μου έφυγε από το σπίτι της για να σωθεί από τη φωτιά και πήγε στη θάλασσα. Επικοινώνησα μαζί της, στο κινητό. Το σήκωσε κάποιος άλλος που μου είπε ότι είναι μαζί του, αλλά τραυματισμένη. Η τελευταία φορά που της μίλησα ήταν στις εννέα και έξι το βράδυ της Δευτέρας. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με. Θέλω να βρω τη μαμά μου”. Η Νέλλη αγνοείται. Η φωτογραφία της με το όμορφο χαμόγελο είναι ακόμα στην ηλεκτρονική βάση των ανθρώπων που δεν έχουν δώσει σημεία ζωής.

Το πιο πικρό ταξίδι

«Είμαστε στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να επιβεβαιώσουμε το θάνατο του Brian O’Callaghan-Westropp. Οι οικογένειες θα εκτιμούσαν διακριτικότητα στη δύσκολη αυτή στιγμή, καθώς εμείς θρηνούμε και η Zoe Holohan βρίσκεται στη διαδικασία ανάρρωσης». Στς 19 Ιουλίου παντρεύτηκαν. Έφυγαν αμέσως για το ταξίδι του μέλιτος που πάντα ονειρεύονταν. Στην Ελλάδα που αγαπούσε τον πολιτισμό της η Ζόι. Το ζευγάρι είχε επιλέξει να μείνει σε ξενοδοχείο κοντά στο Μάτι. Όταν η Ζόι αναρρώσει πώς θα της εξηγήσουν ότι το όνειρό της έγινε εφιάλτης;

“Θέλω να βρεθεί ο αδελφός μου”

“Δεν ξέρουμε αν στους διασωληνωμένους είναι οι άνθρωποί μας. Υπάρχει τεράστια ανοργανωσιά, δεν υπάρχει μια μονάδα συγκεκριμένη που να ακολουθεί μια διαδικασία. Επικρατεί στα νοσοκομεία χάος από τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί. Όταν πήγε η αδελφή μου, επειδή γύρισε πολλά νοσοκομεία, υπήρχαν εκεί κοπέλες άσχετες που δεν ξέρουν από υπολογιστές να γράψουν το όνομα να δουν αν υπάρχει σε αυτούς που έδωσαν όνομα. Αν δεν κάνουμε κάτι εμείς οι ίδιοι για τους ανθρώπους μας, δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτα. Αυτό το πράγμα να μην το ζήσει κανείς. Θέλω να βρεθεί ο αδελφός μου”. Η Κατερίνα Χαμηλοθώρη ξεκίνησε έναν τεράστιο αγώνα μέσα από τα social media, τα ραδιόφωνα, τα κανάλια για να βρει τον 29χρονο Παναγιώτη, που έφυγε από το γραφείο του για να πάει στο σπίτι και στο τηλέφωνο τής είπε: “Έμπλεξα με τη φωτιά”. Έκλεισε απότομα το τηλέφωνο και από τότε η αδελφή του, η οικογένειά του έχει μπει σε μία ατελείωτη αναζήτηση.

Μία ιστορία αγάπης με άδοξο τέλος
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ειδοποίησε τηλεφωνικά γύρω στις 18:30 το απόγευμα της Δευτέρας ότι αδυνατεί να φύγει από το σπίτι. Ακολούθησε μπαράζ τηλεφωνημάτων των οικείων προς την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και τους διασώστες για να τρέξουν, να καταφέρουν να τους σώσουν έστων και την ύστατη στιγμή.Η Αστυνομία κατάφερε και μπήκε στο σπίτι γύρω στις 05:00 τα ξημερώματα. Ενημέρωσαν αρχικά ότι δεν είδαν κανέναν. Μετά από προσεκτικότερη αναζήτηση εντόπισαν το ζευγάρι απανθρακωμένο.
Η γυναίκα είχε τη δυνατότητα να διαφύγει, αλλά προτίμησε να ακολουθήσει τον 76χρονο σύντροφο της ζωής της στον θάνατο. Ήταν μία υγιέστατη γιαγιά που ζούσε μαζί με τον άντρα της, που είχε κινητικά προβλήματα. Είχαν στο σπίτι και τα δύο εγγονάκια τους, μαζί με τη γυναίκα που τα πρόσεχε. Τα παιδιά τους δούλευαν στην Αθήνα.
Έξυπνη και αποφασιστική, η ηλικιωμένη γυναίκα έβαλε βρεγμένα μπουρνούζια στα παιδιά και είπε στη γυναίκα να τα πάει στη θάλασσα και να μην κοιτάξει πίσω. Τους έδιωξε, γύρισε στο πλευρό του συζύγου της που δεν γινόταν να μετακινηθεί, κάθισε, και η φωτιά τούς κατάπιε με τα χέρια τους να κρατούν σφιχτά ο ένας τον άλλον.

Την επόμενη μέρα θα έφευγαν για την Άνδρο

Η τελευταία φορά που κάποιος μίλησε με τον Δημήτρη Τουρναβίτη, σύζυγο της ηθοποιού Χρύσας Σπηλιώτη, ήταν το απόγευμα της Δευτέρας. Βρίσκονταν στο σπίτι τους στο Μάτι, προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά ρίχνοντας νερό. Είχαν σκοπό να φύγουν αμέσως μετά από το σπίτι. Από τότε δεν έδωσαν σημεία ζωής.
Ο αδερφός του Δημήτρη Τουρναβίτη βρήκε το αυτοκίνητό τους στο οικόπεδο που βρέθηκαν οι 26 απανθρακωμένοι άνθρωποι. Το αυτοκίνητο ήταν παρατημένο, άδειο.
Την επόμενη μέρα θα έφευγαν για διακοπές στην Άνδρο. Το σπίτι τους κάηκε ολοσχερώς. Ο Δημήτρης ήξερε πολύ καλά την περιοχή, ακόμα και τα μονοπάτια που οδηγούν στην θάλασσα. Γι΄ αυτό και οι δικοί τους έτρεφαν ελπίδες.
Την Παρασκευή ταυτοποιήθηκε η σορός του ανάμεσα στις υπόλοιπες απανθρακωμένες σορούς, μέσω DNA. Στην παραλία, με το σκυλί του μέσα στο κλουβί να προσπαθεί να καταλάβει γιατί το αγαπημένο του αφεντικό τον άφησε για πρώτη φορά κι έφυγε. Η Χρύσα Σπηλιώτη ακόμα αναζητείται.

“Φοβάμαι μανούλα, ανησυχώ πολύ, θα φανώ δυνατός”

«Όταν βγήκα από τη θάλασσα και κρύφτηκα πίσω από μια μεγάλη πλατιά σπηλιά άκουσα την κραυγή ενός παιδιού. Είδα να πηδάει ένα άτομο από τα 15 μέτρα, που δεν ήξερα ακόμα αν είναι κορίτσι. Πήγα κοντά και είδα, δεν την ακούμπησα γιατί δεν ήξερα σε τι κατάσταση ήταν το χτύπημά της. Αργότερα όμως, διαπίστωσα ότι ήταν και καμμένη. Τα πόδια της μαύρα! Καμμένα. Και βέβαια το παιδί είχε τελειώσει μόνο του εκεί». (Μαρία Πάτσιου , έζησε λεπτό λεπτό τη φρίκη).
Η Εβίτα Φύτρου ήταν το κορίτσι που πρωταγωνιστούσε στην φρικτή περιγραφή της κας Μαρία Πάτσιου. Η 13χρονη αθλήτρια ποδηλασίας της ΑΕΚ. Μία έφηβη που “είχε μέλλον”, όπως έλεγαν όλοι. «Εχω και εγώ παιδιά, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα χρειαστεί να μεταφέρω το καμένο κορμάκι ενός 13χρονου κοριτσιού, το οποίο πήδηξε από τον γκρεμό, φλεγόμενο, για να σωθεί από τη φωτιά και πέθανε τελικά από την πτώση», λέει συγκλονισμένος ο πλοίαρχος του «Terra jet» .

Την ίδια στιγμή μέσω Facebook είχαν ξεκινήσει οι εκκλήσεις από τη μητέρα της οικογένειας, τους φίλους και τους συγγενείς, για τον εντοπισμό του πατέρα της Εβίτας, Γρηγόρη Φύτρου, ετών 54 και του αδερφού της, Ανδρέα Φύτρου, μόλις 11 ετών. Οι φωτογραφίες μπαμπά και γιου μπήκαν στη βάση αναζήτησης. Δεν άργησε η φρικτή αλήθεια να έρθει στο φως. Μπαμπάς και γιος βρέθηκαν αγκαλιασμένοι και απανθρακωμένοι δίπλα στο αυτοκίνητο της οικογένειας. Ο παλιός αθλητής, πρωταθλητής του τμήματος ποδηλασίας της ΑΕΚ και ο γιος του, Ανδρέας, ο οποίος επίσης έκανε τα πρώτα του βήματα στο άθλημα, δυστυχώς δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες.
“Ξέρω ότι ο Γρηγόρης θα έκανε ό,τι καλύτερο για να σωθούν. Το ότι δεν τα κατάφερε ήταν απλά θέληση του Κυρίου. Ακούω στα αφτιά μου την γλυκά τρεμάμενη φωνούλα του Ανδρέα: “Φοβάμαι μανούλα, ανησυχώ πολύ, θα φανώ δυνατός, αλλά εσύ μην έρθεις μαμά. Θέλω να μην έρθεις, είναι όλα κλειστά, δεν θα τα καταφέρεις” . Να αγκαλιάζετε τα παιδιά σας κάθε μέρα”. Μία επιστολή με αυτά τα λόγια ανάμεσα σε άλλα είναι ότι μπορούσε να μοιραστεί με όλους η τραγική φιγούρα που έμεινε ζωντανή από την οικογένεια Φύτρου, η μητέρα.

Η ελπίδα που αποδείχθηκε κενή

Εκείνη τη μέρα η Σοφία φορούσε φούξια μπλούζα, ροζ σορτς και ασημί πέδιλα και η Βασιλική ροζ μπλούζα, κόκκινο σορτς και ασημί πέδιλα. Οι 9χρονες δίδυμες της οικογένειας Φιλιποππούλου περνούσαν το ανέμελο, χρωματιστό καλοκαίρι τους στο σπίτι της οικογένειας με τη γιαγιά και τον παππού.
Οι μικρές χάθηκαν στη φωτιά μαζί τον παππού και τη γιαγιά. Ο πατέρας έδωσε δείγμα DNA στο νεκροτομείο στο Γουδή, ώστε να διαπιστωθεί αν κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν βρεθεί νεκροί είναι οι γονείς και τα παιδιά του

Δύο μέρες μετά ο Γιάννης Φιλιππόπουλος υποστήριξε ότι αναγνώρισε σε βίντεο που προβλήθηκε στην τηλεόραση με διασωθέντες στη Ραφήνα τα κορίτσια του. Η αναταραχή μεγάλη, οι ελπίδες τεράστιες και όλοι έλεγαν ότι είχε φτάσει το τέλος της περιπέτειας. Η Αστυνομία ξεκίνησε να ξεκαθαρίσει την υπόθεση και να καταλήξει ότι τα κοριτσάκια που εντοπίστηκαν σε αλιευτικό σκάφος δίπλα σε έναν άνδρα, δεν είναι τελικά οι δίδυμες αδελφές που αγνοούνται, καθώς ο άνδρας στο βίντεο εντοπίστηκε και ταυτοποιήθηκε η ταυτότητα των παιδιών που ήταν μαζί του- ήταν τα δικά του και τα άλλα δύο που φαίνονται στο ίδιο βίντεο ήταν τα βαφτιστήρια του.
Την Παρασκευή, όπως έγινε γνωστό σύμφωνα από τον ιδιωτικό ερευνητή Γεώργιο Τσούκαλη, ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των δύο δίδυμων 9χρονων κοριτσιών, Σοφίας και Βασιλικής Φιλιπποπούλου. Τα δυο άτυχα παιδιά πέθαναν αγκαλιά με τον παππού και την γιαγιά τους.

Ήταν μονόδρομος, όχι ελπίδα

Είχαν να διαλέξουν τον γκρεμό ή τη φωτιά. Δεν είδαν ποτέ τις στιγμές του τρόμου ότι υπήρχε ένα πορτάκι που ανοίγοντάς το θα μπορούσαν να έχουν μία ελπίδα να επιβιώσουν. Δεκαπέντε μέτρα μακριά ήταν το πορτάκι που θα μπορούσαν από εκεί να κατέβουν στη θάλασσα. “Άκουγα τις φωνές των ανθρώπων να καίγονται και λέω κάποιος να μου κλείσει τα αυτιά”. Βρήκαν τις πόρτες ανοιχτές και θεώρησαν ότι υπάρχει πρόσβαση, η οποία όμως ήταν κρυμμένη πίσω από τους θάμνους. Οι άνθρωποι δεν κατάλαβαν προς τα πού είναι η διέξοδος μέσα στον πανικό τους και κυκλώθηκαν από τις πυρκαγιές. “Το οικόπεδο της φρίκης”, έγραψαν οι πηχυαίοι τίτλοι. Εικοσιέξι άνθρωποι απανθρακώθηκαν εκεί. Μία σορός βρέθηκε στο φράχτη του σπιτιού. Ενας άνθρωπος δίπλα από ένα αυτοκίνητο με ανοιχτή ακόμη την πόρτα. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί με τα πόδια. Άνθρωποι που παγιδεύτηκαν εκεί, που πίστεψαν ότι θα βρουν διέξοδο. Δυστυχώς, ήταν μονόδρομος.

“Να ζήσεις Ευάκι και χρόνια πολλά…”

“Ήμουν στο Μάτι την ώρα που καιγόταν. Ηταν τα γενέθλια της μικρής μου κόρης που έκλεινε τα 11 και τα γιόρταζε στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Ραμάντα με καλεσμένες εφτά φίλες της. Ο μόνος άλλος ενήλικας που ήταν μαζί μου ήταν η φίλη μου Μαριέττα, μητέρα ενός από τα καλεσμένα κορίτσια. Όταν ο καπνός και η φωτιά κύκλωσαν το ξενοδοχείο πέσαμε στη θάλασσα, φωνάζοντας τα ονόματα των παιδιών ανάμεσα σε ουρλιαχτά φωνές και κλάματα. Κολυμπούσαμε και μετρούσαμε κεφάλια. Τα παιδιά κλαίγαν και ρωτούσαν αν θα πεθάνουμε. Φωνάζαμε κολυμπήστε. Ο καπνός ήταν μαύρος, ο ήλιος είχε χαθεί ήταν σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε αν θα έχουμε οξυγόνο για να ανασάνουμε. Υπήρξαν στιγμές που νόμιζα πως έβλεπα όνειρο. Ήξερα ότι κινδυνεύαμε. Φωνάζαμε κολυμπήστε η θάλασσα έχει αρκετό οξυγόνο για να μας σώσει. Μη φοβάστε κολυμπήστε, κανείς δεν θα πεθάνει. Και τα παιδιά κολυμπούσαν. Απο ένα σημείο και ύστερα γύρω είχε μόνο ησυχία. Κανείς δεν μιλούσε. Κοντά διακόσια άτομα διασκορπισμένα μέσα στο νερό και στα βράχια, οι περισσότεροι τουρίστες. Κολυμπούσαμε προσπαθούσαμε να φτάσουμε κάπου που έχει λιγότερα καπνό και ταυτόχρονα να μην απομακρυνθούμε από την ακτή. Η ακτή είχε βράχους. Από τη στεριά ακουγόταν ασταμάτητα εκρήξεις-ήταν τα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων που καιγόταν- και ερχόταν μαύρος καπνός, σαν κι αυτόν που τα παιδιά χρωματίζουν με μαύρο μαρκαδόρο. Φοβόμασταν αυτό το βαρύ καπνό. Ξέραμε ότι μέσα σε αυτόν δε ζεις. Όμως είχε πολύ αέρα και ο καπνός πριν φτάσει σε εμάς αραίωνε. Αυτός ο αέρας που κατέκαψε το Μάτι, μόνο αυτός ο αέρας εκείνη τη στιγμή μπορούσε να μας σώσει. Όσο φυσούσε τρελά, είχαμε ελπίδες. Σε κάποια σημεία μάλιστα καθάριζε αρκετά ο ουρανός. Κολυμπούσαμε προς τα εκεί. Χειροκροτούσαμε όταν ο αέρας καθάριζε λίγο την ατμόσφαιρα. Πάνω σε ένα βράχο τραγουδήσαμε το γενέθλιο τραγούδι της κόρης μου.

“Να ζήσεις Ευάκι και χρόνια πολλα…” Ύστερα ο καπνός ξανάρθε. Ξανά το κολύμπι, ξανά η αγωνία. Αρχισαμε να σκίζουμε οτι ρούχα υπήρχαν γύρω τα βρέχαμε και τα βάζαμε στη μύτη. Η αγωνία δεν τελείωνε με τίποτα. Στο Μάτι καιγόταν μέχρι και τα πεύκα στην παραλία. Τα ρούχα από μια βαλίτσα πεταμένη στο βράχο πήραν φωτιά. Τα παιδιά ξανάρχισαν να ρωτάνε αν θα πεθάνουμε. Έτσι πέρασαν τέσσερεις ολόκληρες ώρες. Κοιταζόμασταν με τη Μαριέττα και δεν ξέρουμε πόση ώρα ακόμη θα αντέξουμε να ανασαίνουμε όλο αυτό το πράγμα. Ας σταματήσει επιτέλους φώναζαν τα παιδιά καλίγοντας. Όμως δεν σταματούσε. Κατά τις 10.00 το βράδυ μας πήρε ένα φουσκωτό με βατραχάνθρωπους. Ευχαριστούμε ολόψυχα αυτά τα υπέροχα παιδιά. ¨Ηταν ιδιώτες από μια σχολή κατάδυσης. Θέλω να ζητήσω συγνώμη που δεν θυμάμαι από πια σχολή για να τους ευχαριστήσω επώνυμα.” Η συγκλονιστική μαρτυρία της συγγραφέως Ελισάβετ Παπαδοπούλου.

Η Λούα, σύμβολο ελπίδας

Καπνισμένο, τρομαγμένο και μόνο πάνω σε ένα βραχάκι μέσα στη θάλασσα. Γύρω φωτιά, άνθρωποι, ουρλιαχτά. Πουθενά η οικογένειά του. Μα πώς έγινε έτσι, ξαφνικά, ο κόσμος των ανθρώπων που το αγαπούσαν και το φρόντιζαν; Η εικόνα του σκυλιού τόσο δυνατή όσο και η ελπίδα για ζωή, η ελπίδα να βρεθούν ζωντανοί οι αγνοούμενοι, να τα τα είχαν καταφέρει όσοι είχαν βουτήξει στη θάλασσα. Εικόνα που “έλεγε” την ιστορία, χωρίς λόγια. Δύο μέρες μετά τη φονική πυρκαγιά μάθαμε ότι είναι θηλυκή, ότι τη λένε Λούα, ότι κατάφερε να ζήσει και να χωθεί ξανά στην αγκαλιά των αφεντικών της.

Πηγή: The TOC

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το