Άρθρα

Και ο έρωτας έχει…κανόνες

Ο ψυχίατρος και δικαστικός σεξολόγος Θεόφιλος Καλλιτσάρης μιλά στην «Π» για την σεξουαλική κακοποίηση, τα θύματα αυτής, την εκδικητική πορνογραφία, τον διαχωρισμό του μη επιθυμητού από το μη συναινετικό, καθώς και για τον αντίποδα… την ψευδή καταγγελία της σεξουαλικής κακοποίησης.
Συνέντευξη στην Ηλιάννα Βούλγαρη

Πολλές δυστυχώς οι υποθέσεις βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης στην Ελλάδα του 2022, που στην συντριπτική πλειοψηφία τους, σύμφωνα με έρευνες είναι γυναίκες…οι οποίες υποβάλλονται σε ένα δεύτερο μαρτύριο σε άμεσο χρόνο από τη στιγμή της κακοποίησής τους. Ποιο είναι αυτό; Αν όχι πάντα, συχνά πρέπει να ταξιδέψουν χωρίς να πλυθούν χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο όπου διαπράχθηκε ο βιασμός, με δικά τους έξοδα, με οποιοδήποτε μέσο, για να εξεταστούν από ιατροδικαστή. Αν η καταγγελία λοιπόν ενός βιασμού στη χώρα μας είναι μια διαδικασία πολύ υποτιμημένη, η διαπίστωση αυτού είναι ακόμα πιο προβληματική, καθώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει τρομακτικά μεγάλο έλλειμμα σε ιατροδικαστές και σταθερές δομές…

Αν επίσης το θύμα είναι ανήλικο, είναι ακόμη πιο δύσκολο, καθώς μερικές φορές τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευφάνταστα, οπότε εδώ απαιτείται και η παρουσία και η εξέταση από παιδοψυχίατρο ή παιδοψυχολόγο. Ειδικά όταν το θύμα είναι μικρό και δεν μπορεί να εκφράσει τι ακριβώς έχει συμβεί, η παρουσία των ειδικών είναι απαραίτητη… Ανατριχίλα, η μόνη λέξη, που μπορεί να περιγράψει την ψυχολογική κατάσταση αυτών, αλλά και όσων το «βιώνουν» μαζί τους…

Τα τελευταία λοιπόν ειδεχθή περιστατικά βιασμών, κακοποίησης, εκδικητικής πορνογραφίας, αλλά και όλο το παρασκήνιο της σύλληψης του Λιγνάδη, καθώς και οι έντονες αντιδράσεις για την απόφαση της αποφυλάκισής του, ήταν η αφορμή μιας εποικοδομητικής συζήτησης στην «Πολιτεία» με τον ψυχίατρο και δικαστικό σεξολόγο Θεόφιλο Καλλιτσάρη.

Τι εστί δικαστικός σεξολόγος; Η ψυχιατρική έχει ευρύ πεδίο, σύμφωνα με τον κ. Καλλιτσάρη. Ένα μέρος της ασχολείται με θέματα δικαστικής φύσης και αφορά την σχέση, που μπορεί να έχει η ψυχοπαθολογία με αποφάσεις και εκτιμήσεις νομικής διάστασης. Εκεί όπου το γνωστικό αντικείμενο της ψυχιατρικής, το οποίο ονομάζεται ψυχιατροδικαστική, εξειδικεύεται σε θέματα που άπτονται της σεξολογίας και κυρίως των σεξουαλικών αδικημάτων και επιχειρείται να αναλυθεί η προέλευση και η συνάφεια αυτών με την ψυχική σφαίρα του ατόμου, εισερχόμαστε στην ειδίκευση της δικαστικής σεξολογίας. Η δικαστική σεξολογία χρειάζεται πραγματογνωμοσύνες, καλή γνώση των προσωπικοτήτων των ανθρώπων και των διαταραχών τους. Είναι απαραίτητο να μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει ένα υπόβαθρο ψυχοπαθολογικό, εκεί όπου αυτό υπάρχει στους σεξουαλικούς κακοποιούς και να κινεί τη θεραπευτική διαδικασία για τους θύτες, καθώς και να έχει την ανάλογη γνώση στην χρήση εξειδικευμένων ψυχομετρικών κλιμάκων, αλλά και εμπειρική ικανότητα καλής συμβουλευτικής καθοδήγησης όσων απευθύνονται σε ειδικούς του τομέα αυτού.

Στο πρώτο ερώτημα για το χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι την απόφαση της καταγγελίας της σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς το άτομο χρειάζεται να επαναλάβει με κάθε λεπτομέρεια το τραυματικό συμβάν, κάτι που στην κοινωνιολογική και εγκληματολογική γλώσσα κωδικοποιείται ως δευτερογενής θυματοποίηση, ο κ. Καλλιτσάρης εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια ότι «και εμπειρικά αλλά και βιβλιογραφικά, υπάρχει ένα διάστημα κατά το οποίο το θύμα διαπραγματεύεται με τον εαυτό του, επεξεργάζεται τα δεδομένα, ΄΄παλεύει΄΄ με τα λεγόμενα στερεότυπα της κοινωνίας, που συνήθως θα το κρίνουν και θα του αντιπαρατεθούν σε μία καταγγελία… Γι’ αυτό τον λόγο και η τάση στις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες είναι να δίνουν περισσότερο περιθώριο χρόνου (π.χ. αντί για 6μήνες 1,5 χρόνο) στο θύμα, έτσι ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει σωστά, να διαχειριστεί τις επιφυλάξεις του και να προετοιμάσει το έδαφος με τον κοινωνικό του περίγυρο, για να προχωρήσει σε καταγγελία του περιστατικού.»

Για δυσανάλογο όμως στην ελληνική νομοθεσία χρονικό περιθώριο με τις ανάγκες του θύματος, έκανε λόγο ο δικαστικός σεξολόγος, σημειώνοντας ότι τα 15 έτη που δίνονται ως περιθώριο για να καταμηνυθεί ένα αδίκημα σεξουαλικής βίας, περικλείουν μια σειρά από κινδύνους ως προς την αξιοπιστία μίας καταγγελίας. «Ξεκινάει από τις φυσιολογικές διεργασίες της εξασθένησης της μνήμης όσων αφορά το συμβάν, της διαστρέβλωσης της μνήμης που πολλές φορές έχει επέλθει τόσο στον θύτη όσο και στο θύμα και επεκτείνεται στην πιθανή ψυχική βλάβη που το αδίκημα έχει προκαλέσει στο θύμα, η οποία μετά από τόσο διάστημα είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί και να γνωματευτεί η αιτιολογική της συνάφεια με το αδίκημα. Επίσης, μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσαν θεωρητικά να συνεπικουρούν ως κίνητρο για μία καταγγελία και κοινωνικο-εργασιακοί παράγοντες, οι οποίοι δεν υπήρχαν σε μία πρωτύτερη φάση, δρώντας συνεργικά με το συμβάν και ωθώντας το θύμα προς αυτή.», τόνισε χαρακτηριστικά.

Η βία όμως, όπως αποδεικνύουν διάφορες μαρτυρίες, δεν κάνει διακρίσεις σε φύλο, ηλικία και κοινωνική τάξη. «Ασφαλώς και οι γυναίκες θύματα είναι πολύ περισσότερες από τους άντρες. Μία γυναίκα στις τρεις (31,5%) έχει υποστεί κάποιου είδους σεξουαλική κακοποίηση, το 3% των γυναικών έχει υπάρξει θύμα βιασμού και το 3,5% έχει υπάρξει θύμα απόπειρας βιασμού. Το 92,5% περίπου των περιστατικών γυναικών που έχουν βιαστεί δεν το έχουν καταγγείλει.» ανέφερε, χρησιμοποιώντας αριθμητικά στοιχεία ο κ. Καλλιτσάρης, σημειώνοντας σ’ αυτό το σημείο, ότι δεν υπάρχουν μόνο κακοποιημένες γυναίκες, αλλά και κακοποιημένα παιδιά… Με αφορμή λοιπόν την υπόθεση Λιγνάδη, που χαρακτηρίστηκε ως ωμή χειραγώγηση της δικαιοσύνης, σημειώνοντας αφενός ότι δεν ανήκει στην δικαιοδοσία της ιδιότητάς του και στην κατάρτισή του ως ειδικευόμενος της ψυχιατρικής, το να εκφέρει απόψεις για δικαστικές αποφάσεις, μίλησε γενικά για την παιδοφιλία, επισημαίνοντας ότι υπάρχει τόσο στους άντρες (σε μεγαλύτερο ποσοστό), όσο και στις γυναίκες.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «ο παιδόφιλος πάσχει από ψυχοπαθολογία που τον οδηγεί να νιώθει έλξη, να έχει σεξουαλικές φαντασιώσεις και σεξουαλικές παρορμήσεις για ανήλικους, χωρίς να είναι απαραίτητο πάντα να τις μετουσιώνει και σε σεξουαλικές πράξεις. Φυσικά και έχει πλήρη καταλογισμό για το αδίκημα που διαπράττει όταν κάνει αδικήματα προς παιδιά. Οι πράξεις του δημιουργούν τεράστια ψυχικά τραύματα σε παιδιά, ιδίως όταν αναφερόμαστε σε ηλικίες κάτω των 15 ετών.»

 

 

Στην συνέχεια επεκτάθηκε στο κομμάτι της ψυχολογίας των θυμάτων ενός παιδόφιλου, γνωστοποιώντας ότι ο βιασμός σε μικρή ηλικία, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες-μη κληρονομικούς, για την μελλοντική εκδήλωση ψυχωσικών διαταραχών. «Ο δράστης καταχράται την αδυναμία αντίστασης του θύματος, υπό την έννοια ότι έχοντας επίγνωση των ψυχικών ή σωματικών καταστάσεων οι οποίες την προκαλούν, τις χρησιμοποιεί ως ευκαιρία για να τελέσει γενετήσια πράξη χωρίς την χρήση βίας ή απειλής. Στα θύματα ενός παιδόφιλου λοιπόν, στην ηλικία που δέχονται ένα τέτοιο ψυχικό τραύμα, βλάπτεται ανεπανόρθωτα η ψυχική τους υγεία. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους, μη κληρονομικούς παράγοντες για την εκδήλωση ψυχωσικών διαταραχών, εκεί που υπάρχει ήδη προδιάθεση για εκδήλωσή τους, ενώ όσον αφορά την διαμόρφωση των νευροσυνάψεων του εγκεφάλου, ο οποίος ακόμα αναπτύσσεται και διαμορφώνεται στα παιδιά, αυτή διαταράσσεται με αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία.», σημείωσε δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στα λόγια του, ενώ δεν παρέλειψε να απαντήσει και σε σχετική ερώτησή μας για την απόφαση του δικαστηρίου, που αφορά την αποφυλάκιση του Λιγνάδη, αναφέροντας ότι «ένα από τα βασικά κριτήρια για να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής σε έναν καταδικασμένο θύτη και για την οποία αποφασίζει το μικτό ορκωτό συμβούλιο ενός δικαστηρίου, είναι η επικινδυνότητα επανάληψης του ίδιου αδικήματος, εφόσον εκείνος δεν τελεί υπο περιορισμό… Ως προς το σημείο αυτό, η κρίση και η απόφαση ενός δικαστηρίου, θα μπορούσε και να ανακοινωθεί μετά από την συμπληρωματική διενέργεια ψυχιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, από ψυχίατρο πραγματογνώμονα, τον οποίο και διορίζει ο Δικαστής που διευθύνει την δίκη. Ο ορισμός του πραγματογνώμονα μπορεί να γίνει την στιγμή της ανακοίνωσης της ποινής, να αναβληθεί η δίκη για ένα διάστημα και η τελική απόφαση ως προς την αναστολή ή όχι της εκτέλεσης της ποινής, να εκδικαστεί, όταν θα υπάρχει και η ψυχιατρική εκτίμηση του πραγματογνώμονα. Τότε λοιπόν θα υπάρξει εκτίμηση ως προς την πιθανότητα επανάληψης της πράξης από τον θύτη.» και κατέληξε για το συγκεκριμένο θέμα ενημερώνοντάς μας ότι «για την σύνταξη μίας τέτοιας ψυχιατρικής έκθεσης, η οποία περικλείει και πρόβλεψη και η οποία πρέπει στοιχειοθετημένα, επιστημονικά τεκμηριωμένα και με την βοήθεια και ψυχομετρικών εργαλείων, να γνωματεύσει ως προς την πιθανότητα αυτή, υπάρχει εξειδικευμένη εκπαίδευση. Στην Ιταλία για παράδειγμα υπάρχει μεταπτυχιακό που εκπαιδεύει ειδικούς της ψυχικής υγείας, μόνο για αυτήν την πραγματογνωμοσύνη, γνωστό ως Master II Livello in Violenza di genere e valutazione del rischio di recidiva- L’Università Niccolò Cusano.»

Στην συνέχεια ο κ. Καλλιτσάρης έχοντας ζήσει, σπουδάσει και εργαστεί στο εξωτερικό, αναφέρθηκε στο ποσοστό των ανθώπων που διαμένουν στην Ελλάδα και έχουν διαπράξει σεξουαλικό αδίκημα, σύμφωνα με την εμπειρία του,σημειώνοντας ότι «είναι ανάλογο σε ποσοστό, στον γενικό πληθυσμό, με τα άλλα νοτιοευρωπαϊκά κράτη. Τα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα και οι σχετικές με τα φύλα πεποιθήσεις της κοινωνίας μας, επηρεάζουν τις συμπεριφορές των αντρών, τους ωθούν μερικώς στην διάπραξη αυτών και κάποιες φορές δίνονται και ΄΄ελαφρυντικά΄΄ ανάμεσα στα μέλη του πληθυσμού.»

Ανεπαρκής πρόληψη και προαγωγή στην ψυχική υγεία
«Η ανεπαρκής πρόληψη και προαγωγή στην ψυχική υγεία, συνεισφέρει αρνητικά εκεί όπου υποβόσκει ψυχοπαθολογία στους θύτες. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως ευθύνεται η ασθένεια για την διάπραξη των πράξεων αυτών, αφού οι πράξεις της σεξουαλικής κακοποίησης έχουν πλήρη καταλογισμό, δηλαδή επίγνωση, συνείδηση και βούληση διενέργειάς τους από τον διαπράττοντα. Επίσης, στην Ελλάδα δεν υφίστανται τα κέντρα κακοποιητικών αντρών, που θα αποσκοπούσαν στην ψυχοεκπαίδευση και την ψυχική αποκατάσταση θυτών ή των επίδοξων θυτών με προληπτική παρέμβαση σε αυτούς.» τόνισε, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «οι πρώιμες κοινωνικές παρεμβάσεις των αντίστοιχων κοινωνικών υπηρεσιών είναι υπερβολικά ήπιες έως και παντελώς τυπικές, χωρίς να ενεργοποιούν πολλές φορές τις αντίστοιχες δικαστικές αρχές, οι οποίες είναι οι αποκλειστικά αρμόδιες για να διατάξουν και να συντονίσουν την παρέμβαση των οργάνων και των εξειδικευμένων δημόσιων λειτουργών μίας περιφέρειας.»

Αναπτύσσοντας στην συνέχεια το ευαίσθητο κομμάτι της έλλειψης ενός αποτελεσματικού πλέγματος ψηφιακών εργαλείων προστασίας των ευαίσθητων δεδομένων αφενός προς αποφυγήν περιστατικών ψηφιακής σεξουαλικής κακοποίησης και αφετέρου αποκαταστατικής λειτουργίας για το θύμα, ώστε να μπορεί αυτό να αφαιρεί βίντεο και φωτογραφίες ερωτικού περιεχομένου, χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες και να περιορίζεται κάθε φορά η έκταση της ζημιάς, ο κ. Καλλιτσάρης συμβουλεύει τους γονείς να μην επιλέγουν τον φορτικό έλεγχο και την στενή παρακολούθηση των παιδιών, καθώς είναι πιθανό λόγω αντίδρασης το παιδί να ανοιχτεί σε επικίνδυνες καταστάσεις και σε συναναστροφές με αγνώστους, σε μια προσπάθεια ΄΄απεγκλωβισμού΄΄ του.

Δεν υπάρχει μια σύσταση για όλα τα παιδιά…
« Θα πρέπει να ξέρετε, πως δεν υπάρχει μία πρόταση ή σύσταση, η οποία να δίνει λύση σε όλες τις περιπτώσεις των παιδιών. Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να παρακολουθείται και να εκτιμάται εξατομικευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του νέου, την σχέση που έχει αναπτύξει με τους οικείους του, την προδιάθεση που έχει ο νέος στο να έρχεται σε επαφή με υψηλού κινδύνου άτομα, την βιωματική ευφυία του, τις συναναστροφές του κ.τ.λ.» τόνισε ο δικαστικός σεξολόγος, μιλώντας για έναν γενικό κανόνα που ισχύει, ο οποίος είναι «πως το παιδί, όταν βρεθεί σε μία ‘’κακοτοπιά’’, θα βρεθεί εκεί μόνο, χωρίς τους γονείς ή δικά του άτομα για να το υποστηρίξουν και να το καθοδηγήσουν… Και αυτό θα συμβεί όσο και να ελέγχεται το παιδί από τους γονείς. Η πιο ασφαλής προσέγγιση είναι η συνεχιζόμενη διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού…»

Σ’ αυτό το σημείο αναφέρθηκε στην σημασία των σεμιναρίων από μικρή ηλικία,ώστε να αποκτήσουν τα παιδιά σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τους κινδύνους.
«Πρέπει να γίνονται συνέχεια σεμινάρια, ομιλίες, μαθήματα στα παιδιά. Να προστεθούν μαθήματα, όπως π.χ. η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία. Τότε θα ξέρουν να αναγνωρίσουν τους κινδύνους, θα τους έχει υποδειχθεί πώς να αντιδράσουν αν πέσουν θύματα κάποιας σύγχρονης μορφής εγκλήματος και ίσως και να το αναγνωρίσουν πριν τους συμβεί…Ο κυβερνοχώρος είναι πλέον ένας νέος κόσμος, στον οποίο τα παιδιά ζούνε και θα ζήσουν. Αυτός ο κόσμος έχει κανόνες, ενέχει νέους κινδύνους, αφήνει πάντα ίχνη και το στίγμα κάποιου ανθρώπου. Τα παιδιά θα πρέπει να διδαχθούν πώς να προφυλάξουν τα προσωπικά τους δεδομένα και το ‘’ιστορικό’’ τους, σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου οτιδήποτε καταγραφεί μπορεί να ανακτηθεί οποιαδήποτε στιγμή.» ήταν το θέμα που ανέδειξε ιδιαίτερα και αφορά κάθε σύγχρονη οικογένεια.

Ύστερα από μια γενική ανάλυση των καίριων αυτών ζητημάτων ο κ. Καλλιτσάρης μας ανέφερε διάφορα περιστατικά, τα οποία έχει κληθεί να αντιμετωπίσει…Μίλησε για σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας, το revenge porn ή διαφορετικά την απειλή δημοσιοποίησης βιντεοσκοπημένων προσωπικών ερωτικών στιγμών, προκειμένου κάποιος νέος να εκβιάσει και να λάβει ερωτικά ανταλλάγματα, από κάποια πρώην ερωτική του παρτενέρ, με την οποία παλαιότερα συναινετικά είχε βιντεοσκοπήσει κάποιες ερωτικές σκηνές….κάτι που είναι πολύ διαδεδομένο, όπως επεσήμανε.

«Φυσικά και πρόκειται για έγκλημα, όπου η νομοθεσία προβλέπει: Η μετάδοση – ανακοίνωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν. 4624/2019 προβλέπει ποινή φυλάκισης. Σεξουαλική εκμετάλλευση, κατάχρηση σε ασέλγεια σε άτομο ανίκανο για αντίσταση σε μη συναινετική σεξουαλική πράξη.», σημείωσε, ενώ έκανε λόγο και για την ταυτόχρονη άσκηση stalking (εμμονική παρενόχληση) και του βιασμού κατ’ εξακολούθηση, αναφέροντας ότι «εδώ έχουμε την περίπτωση εγκλήματος εκμετάλευσης αδυναμίας, κατάχρηση σε ασέλγεια (άρ. 338 ΠΚ), δηλαδή το αρ. 338 ΠΚ αποτελεί, κατ’ ουσίαν, μια προέκταση τόσο του βιασμού όσο και της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την απειλή δημοσιοποίησης της βιντεοσκόπησης ο δράστης καταχράται την αδυναμία αντίστασης του θύματος, υπό την έννοια ότι έχοντας επίγνωση των ψυχικών ή σωματικών καταστάσεων οι οποίες την προκαλούν, τις χρησιμοποιεί ως ευκαιρία για να τελέσει γενετήσια πράξη χωρίς την χρήση βίας ή απειλής».

 

Αντιμετωπίζω συχνά την καταγραφή της πεολειχίας από νεαρούς άντρες
Για ένα άλλο είδος παραβίασης προσωπικών δεδομένων ερωτικού περιεχομένου, μίλησε στην συνέχεια ο κ. Καλλιτσάρης, το οποίο όπως είπε χαρακτηριστικά, αντιμετωπίζει πολύ συχνά και αυτό είναι η καταγραφή πράξης πεολειχίας από νεαρούς άντρες, χωρίς την επίγνωσή ή την συναίνεσή της, από τις κοπέλες.

«Ξεκινάει η νεαρή γυναίκα την πράξη και ο άντρας χωρίς να γίνει αντιληπτός έχει βγάλει το κινητό του και την βιντεοσκοπεί κρατώντας το κινητό με το χέρι του από πάνω τους. Συνήθως γίνεται αργότερα κάποια στιγμή αντιληπτός. Στην περίπτωση αυτή συστήνω στην γυναίκα να διακόψει άμεσα την πράξη, να βγάλει το δικό της κινητό και να αρχίσει να βιντεοσκοπεί τον δράστη. Στην βιντεοσκόπηση να αναφέρει την ημερομηνία, το ονοματεπώνυμο του δράστη (εφόσον το γνωρίζει) και να τον ενημερώσει πως δεν συναινούσε στην βιντεοσκόπηση που έγινε, πως επιθυμεί την διαγραφή του βίντεο και πως περαιτέρω κατοχή του ή αποστολή του σε άλλα άτομα θα αποτελέσει εγκληματική δραστηριότητα. Το βίντεο αυτό θα πρέπει να το αντιγράψει και να το αποθηκεύσει σε ασφαλή τοποθεσία.» ανέφερε με συμβουλευτικό τόνο.

Οι κατηγορίες για βιασμό αποτελούν τα πιο δύσκολα περιστατικά
Τα πιο δύσκολα περιστατικά, σύμφωνα με την επαγγελματική του εμπειρία, είναι αυτά που αφορούν τις κατηγορίες για βιασμό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η μορφή των βιασμών έχει διαφοροποιηθεί πλέον. Οι περισσότεροι βιασμοί δεν περικλείουν την σωματική άσκηση βίας εκεί όπου και η συνθήκη είναι προφανής ούτε και την περίπτωση του freezing, δηλαδή του παγώματος, όπου συχνά αισθήματα φόβου και αδυναμίας αντίδρασης επιφέρουν ένα μπλοκ στο θύμα, το οποίο προσπαθεί νοητικά να αποσυνδεθεί από το ψυχοτραυματικό συμβάν που εκτιλήσεται.

«Είναι παρα πολλά τα περιστατικά, όπου οι γυναίκες δεν δηλώνουν την αντίθεσή τους σε έναν άντρα που τις προσεγγίζει ερωτικά, δεν τον αποτρέπουν λεκτικά ή με την στάση τους στο να προχωρήσει αλλά ούτε και του δίνουν σαφή ένδειξη πως επιθυμούν την πράξη αυτή. Πολλές φορές αφού αυτή επέλθει, συνειδητοποιούν πως δεν την επιθυμούσαν και δυσφορούν έντονα για αυτό που επέτρεψαν να συμβεί.» τόνισε δηλώνοντας ότι «το συγκεκριμένο είναι ένα πολύ λεπτό ζήτημα, όπου το αν υπήρξε βιασμός ή συναίνεση κρίνεται σε λεπτομέρειες και στην ουσία μπορεί μόνο εμπειρικά να διευκρινιστεί… Εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως σε νομικό πλαίσιο, ως βιασμός, ορίζεται η μη συναινετική διείσδυση στον κόλπο, το στόμα ή τον πρωκτό του θύματος με το πέος, τα δάχτυλα, το χέρι ή άλλα αντικείμενα του θύτη. Η μη συναίνεση του θύματος μπορεί να είναι και απλώς λεκτική. Αλλά αληθεύει επίσης, όσο και αν αυτό μπορεί να ακουστεί ως παράδοξο σε πολλούς, πως το μη επιθυμητό δεν είναι πάντα και μη συναινετικό. Επίσης ισχύει και αντίστροφα πως το επιθυμητό δεν είναι πάντα και συναινετικό…»

Συμπερασματικά η σεξουαλική παιδεία και διαπαιδαγώγηση έχει έναν τεράστιο ρόλο και στην πρόληψη και αποτροπή των περιστατικών αυτών, σύμφωνα με τον δικαστικό σεξολόγο, Θεόφιλο Καλλιτσάρη. «Φυσικά και ένας άντρας δεν θα ρωτήσει προφορικά για την συναίνεση του άλλου, σαν να κάνει αίτηση σε μία υπηρεσία. Ωστόσο κάποιοι βασικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμοστούν και ένας από αυτούς είναι να μην συμπεραίνουμε μόνοι μας πως κάποιος άλλος συναινεί. Κάποια άτομα θεωρούν φυσιολογική συνέχεια μιας συναισθηματικής προσέγγισης την κατάληξη στο σεξ και θα σταματήσουν μόνο όταν ακούσουν να τους λένε το όχι ή το σταμάτα. Κάποια άτομα επίσης λόγω αμηχανίας ή ταμπεραμέντου μπλοκάρονται και δεν εκφράζουν το όχι. Η δυσκολία διατύπωσης του ερωτήματος ως προς την συναίνεση οφείλεται στο ότι τα άτομα δεν είναι συνηθισμένα να το εκφέρουν ή να το ακούνε. Μπορεί όμως αυτό να γίνει με έμμεσο τρόπο. π.χ. να ερωτηθεί ο άλλος μπορώ να σε αγγίξω….εκεί…. ή ακόμα πιο περίτεχνα να ερωτηθεί….εχεις αντίρρηση αν ‘’εκμεταλευτώ’’ τα ακάλυπτα από ρούχα σημεία σου κ.τ.λ. Να θυμάστε πως μια επιβεβαίωση της συναίνεσης ποτέ δεν θα βλάψει μία ρομαντική κατάσταση ή το feeling ανάμεσα σε δύο δυνητικούς ερωτικούς παρτενέρ» βεβαίωσε και σ’ αυτό το σημείο κρίναμε σημαντικό να αναπτύξουμε και τον αντίποδα… το θέμα δηλαδή της επιλογής μια ψεύτικης καταγγελίας για σεξουαλική κακοποίηση…

 

Ο αντίποδας… Επιλέγω να καταγγείλω ψευδώς σεξουαλική παρενόχληση!
«Εδώ ανοίγουμε ένα μεγάλο κεφάλαιο. Η ψευδής καταγγελία, όταν αυτή πραγματικά είναι με πρόθεση ψεύδους και με σκοπό να προκαλέσει βλάβη στον δέκτη αυτής, είναι έγκλημα, σχεδόν αναλόγου βαρύτητας με την βία που δέχεται κάποιο θύμα. Στην πραγματικότητα είναι μια άλλης μορφής βία, που μπορεί να προκαλέσει αντίστοιχη βλάβη με την κακοποιητική βία και να σπιλώσει ανεπανόρθωτα ανθρώπους, γι΄ αυτό όταν αποδεδειγμένα χρησιμοποιηθεί από κάποιο άτομο και υπάρχουν κίνητρα πίσω από αυτή, η τιμωρία θα πρέπει να είναι ποινή κάθειρξης για συκοφαντική δυσφήμηση και θα πρέπει εκείνη να κληθεί να αποζημιώσει με το θύμα της με ρεαλιστικό προσωπικό κόστος.

Να αναφέρω εδώ πως όταν γίνεται κατάχρηση και με ατιμωρησία χρήση ψευδών καταγγελιών σεξουαλικής βίας ή υπάρχει απειλή χρήσης αυτών, για να αποκομιστούν δευτερογενή οφέλη από το ΄΄θύμα΄΄αυτό αποδυναμώνει την σοβαρότητα των αληθινών καταγγελιών, δημιουργεί γενικευμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα αμφισβήτησης των θυμάτων και δυσκολεύει την δυνατότητα καταμήνυσης πράξεων σεξουαλικής κακοποίησης από εκείνα.» ήταν τα ακριβή λόγια του κ. Καλλιτσάρη, ο οποίος αναφερόμενος στην πορεία και τις διαδικασίες που θα ακολουθήσει το ελληνικό #Me Too, σχετικά με το φαινόμενο αυτό, είπε ότι «πιθανότατα θα ακολουθήσει την πορεία και τις διαδικασίες των αντίστοιχων #Me Too οργανώσεων άλλων χωρών, τα οποία και πέρασαν τις αντίστοιχες φάσεις. Θα προσεγγίσει την λογική του διαχωρισμού των πραγματικών θυμάτων σεξουαλικής βίας, των ψεύτικων θυμάτων και εκείνων που έχουν στοιχεία και των δύο. Γιατί στις υποθέσεις αυτές και στην εξιστόρησή τους, δεν υπάρχει πάντα μια απόλυτη αλήθεια, για να συμπεραίνει ένα δικαστήριο, ένας εισαγγελέας ή ο ανακριτής και να αποφανθεί ως προς το αν λέει αλήθεια ή ψέματα. Πολύ συχνά ένα θύμα περιγράφει αληθώς κάποια μέρη της κατηγορίας για κακοποίηση και εξιστορεί αναληθώς κάποιες άλλες διαστάσεις της.»

Δίνοντας ένα παράδειγμα ανέφερε ότι «στο παρελθόν, στην Ελλάδα, μια γυναίκα πολλές φορές δεν γινόταν πιστευτή ως προς τα λεγόμενά της. Αυτό ήταν ένα είδος σεξισμού. Αυτό πολύ σωστά ήρθε το #Me Too και το αναθεώρησε ως στερεότυπο. Το πρώτο όμως διάστημα δημιούργησε έναν αντίστροφο σεξισμό, εις βάρος των αντρών το οποίο προβαλλόταν ως ‘’κάθε γυναίκα η οποία δηλώνεται ως θύμα, λέει δεδομένα την αλήθεια ….εως ότου και εφόσον υπάρξει δυνατότητα αποδείξεως του αντιθέτου».

Η σημασία της ισότητας
Κατέληξε ότι «σε μία δημοκρατική και νομοταγή κοινωνία, πρέπει να ισχύσει ρεαλιστικά η ισότητα. Και στο μέρος που αυτό αφορά τα δύο φύλα, στο αντικείμενο που με αφορά δηλαδή στην δικαστική σεξολογία, οι άντρες και οι γυναίκες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ισότιμα αξιόπιστοι σε όσα λένε, όταν αυτά αξιολογούνται αποκλειστικά βάσει του φύλου στο οποίο ανήκουν. Κανένας άντρας ή γυναίκα δεν πρέπει να θεωρείται ένοχος ή να καταδικάζεται, χωρίς την εμφάνιση πειστικών αποδεικτικών στοιχείων.»

Άρθρο δημοσιευμένο στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας «Πολιτεία»

Πηγή:formedia

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το