Τοπικά

Ιστορίες της θάλασσας ενός παλιού καπετάνιου από τη Νέα Ιωνία

Οι αναμνήσεις ενός παλιού καπετάνιου δίνουν την ευκαιρία στους νεότερους να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τη ζωή στα καράβια πριν από πολλές δεκαετίες. Οι ιστορίες που κουβαλά ο Γιάννης Βογιατζής, 75 ετών σήμερα, από τα χρόνια που διέσχιζε τους ωκεανούς όλου του κόσμου, «ζωντανεύουν» τα ξεχωριστά ταξίδια ενός απόμαχου ναυτικού, ο οποίος όμως μέχρι και σήμερα δεν απαρνείται τη μεγάλη αγάπη του για τη θάλασσα.

Γεννήθηκε το 1944 στη Νέα Ιωνία, ενώ το πατρικό του ήταν κοντά στην Ευαγγελίστρια, στα Τζαμαλιώτικα. Μικρασιάτης στην καταγωγή, αφού οι γονείς του ήταν από το Εγγλεζονήσι. Ο συνταξιούχος ναυτικός κληρονόμησε από τον πατέρα του, Χρήστο Βογιατζή, τη λατρεία για το θαλάσσιο στοιχείο. «Είχε βάρκα στο Εγγλεζονήσι, αλλά όταν βρέθηκε εδώ, δούλεψε στο λιμάνι. Λιμενεργάτης ήταν, όπως και τα άλλα δύο αδέρφια μου, που δεν ζούνε πλέον. Ναυτικός έγινα μονάχα εγώ. Στον Βόλο κατάφερε να αγοράσει μία βάρκα, ήταν η μεγαλύτερη τα χρόνια εκείνα, με τρία πανιά. Φλόκους και λατίνι. «Παπανικολή» την έλεγε. «Δαίμονας» ήταν το παρατσούκλι του, επειδή ήταν σε όλα μέσα. Έτσι με ξέρουν κι εμένα εδώ στην πιάτσα», είπε ο Γιάννης Βογιατζής, καθώς γύρισε πίσω τον χρόνο, ενώ συνεχίζοντας τη διήγηση για τον πατέρα του, πρόσθεσε: «Ο πατέρας μου «έφυγε» νέος από τη ζωή, όταν ήμουν δέκα ετών.

Στην Κατοχή έκανε μαύρη αγορά, μέχρι τη Θεσσαλονίκη έφτανε με κουπιά και πανιά. Μου τα ’λεγε και ο μεγάλος μου αδερφός. Μια φορά ξεκίνησαν μαζί και φτάνοντας στο Χορευτό φοβήθηκε ο πατέρας μου και τον έβγαλε έξω. Μη τυχόν και έπεφταν σε περίπολο των Γερμανών. Μετά την απελευθέρωση, έκαναν συχνά αγώνες με τις βάρκες. Ο πατέρας μου έβγαινε συνέχεια πρώτος. Όταν αρρώστησε, γιατί έπασχε από υδρωπικία, αναγκάστηκε να πουλήσει τη βάρκα σ’ έναν μουγγό. Εκείνος την έδενε στα Πευκάκια, αλλά επειδή ήταν φίλοι τον άφηνε να την παίρνει. Τον έτρωγε το σκουλήκι, δεν άντεχε χωρίς να μπει στη θάλασσα. Μια ημέρα καθόμασταν με τη μάνα μου στο Μπούρτζι. Είχε βγάλει τη μπουκαδούρα την απογευματινή και ο πατέρας μου όρτσαρε πάνω στον καιρό κι έπαιρνε μεγάλη κλίση. Κοντά στις 45 μοίρες. Και να βάζει νερά η κουπαστή, αλλά εκείνος δεν πτοούνταν. Τον θαύμασα τότε».
Η μοίρα του Γιάννη Βογιατζή έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, με τον ίδιον να λέει: «Πριν μπαρκάρω, ήμουν νερουλάς στο λιμάνι. Πήγαινα στις πόστες, όπου δούλευαν οι λιμενεργάτες, παιδάκι ήμουν. Είχα ένα καροτσάκι και τους πήγαινα νερό εκεί όπου έκαναν τη φορτοεκφόρτωση. Θυμάμαι ιδιαίτερα κάτι νορβηγικά και σουηδικά πλοία, που έπιαναν τότε στον Βόλο.

Έβλεπα τους Νορβηγούς ναύτες με τα μούσια και τα τατουάζ και μου έκαναν τρομερή εντύπωση. Από τότε μου άρεσε η θάλασσα. Περίμενα να έρθω σε ηλικία 16 χρόνων για να βγάλω φυλλάδιο και μετά τα… έδωσα με τα βαπόρια. Πρώτα όμως δούλεψα στα καΐκια, κάτι περάματα και καραβόσκαρα, γιατί χρειαζόταν ενός έτους προϋπηρεσία, για να φύγεις σε καράβια. Να συνηθίσεις τη θάλασσα. Ήμουν για ενάμιση χρόνο σε φορτηγά που ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα. Κουβαλούσαμε συνήθως φορτία με σιτάρι, καλαμπόκι από Θεσσαλονίκη στον Πειραιά. Τον Γενάρη του 1961 μπήκα στο πρώτο καράβι. Ένα μικρό τάνκερ, 18.000 τόνων. Στα 22 χρόνια μου ήμουν λοστρόμος, η «μάνα» του καραβιού. Ταξίδεψα σ’ όλον τον κόσμο για 20 χρόνια με τα καράβια και το 1980 που έβγαλα δίπλωμα πρακτικού πλοιάρχου, προτίμησα να μείνω στα ρυμουλκά μέχρι που πήρα σύνταξη το 1995».

Για τον έμπειρο καπετάνιο κάθε ταξίδι ήταν ξεχωριστό και κανένα δεν έμοιαζε με το άλλο. Πέρασε και δύσκολες στιγμές, αν και οι ναυτικοί συνηθίζουν να λένε ότι με μία ώρα μπουνάτσα ξεχνάς χίλιες ώρες φουρτούνας. Πάντως, μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις που έχει, κρατά σ’ ένα από τα τελευταία ταξίδια του στο εξωτερικό. Τότε που το τσιμεντάδικο «Ορφέας» που επέβαινε, ναυάγησε λίγο έξω από τη Τζέντα, στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας. Τότε που χρειάστηκε να παλέψει για τη ζωή του, ενώ το μισοβυθισμένο πλοίο ήταν περικυκλωμένο από καρχαρίες, έχοντας προσαράξει σε ύφαλο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το