Άρθρα

«Ισοπεδωτική η εκπαιδευτική λογική της κυβέρνησης»

*της Κερασίας Μπαρτζιώκα

Πρώτο σχολικό κουδούνι πριν από λίγες μέρες και η κατάσταση στο χώρο της Παιδείας παρουσιάζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά απελπιστική. Ένα χρόνο μετά το φιάσκο της περσινής αποτυχίας έναρξης επί Μπαλτά- Κουράκη, με 272 νηπιαγωγεία και δημοτικά κλειστά την ημέρα του αγιασμού, οι συνθήκες όχι απλώς δεν έχουν βελτιωθεί, αλλά και μια σειρά νέων, αναπάντεχων προβλημάτων έχουν έρθει να προστεθούν στον ήδη επιβαρυμένο με αδέξιους χειρισμούς τομέα της εκπαίδευσης. Η αδυναμία σωστού προγραμματισμού,  αλλά και η έλλειψη επιστημονικής γνώσης και παιδαγωγικής ευαισθησίας με την οποία αντιμετωπίζονται σήμερα μείζονα εκπαιδευτικά ζητήματα αποδεικνύει την παντελή αδιαφορία της παρούσας κυβέρνησης για τη μόρφωση των αυριανών πολιτών.

 

 

Eίναι εντυπωσιακή όσο και θλιβερή η διαπίστωση ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα στηρίζεται – σ’ ένα μεγάλο βαθμό-  στους αναπληρωτές. Η δε Ειδική Αγωγή  στελεχώνεται εξ’ ολοκλήρου από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς.  Οι εξαγγελίες του κ. Φίλη για διορισμούς εκπαιδευτικών, αρχής γενομένης από το Σεπτέμβριο του 2016, μετατέθηκαν για το Σεπτέμβριο του 2017, σε βάθος τριετίας. Για ακόμη μια χρονιά τα εκπαιδευτικά κενά ανά την επικράτεια θα καλυφθούν(;) από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, εργαζόμενους σε αντίξοες συνθήκες, αφού κάθε χρόνο αλλάζουν τόπο εργασίας, δεν μπορούν να κάνουν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, έχουν ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα, ενώ με τον πενιχρό μισθό τους αδυνατούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στα έξοδα των περιττών μετακινήσεων. Αλλά ακόμη και αυτές οι προσλήψεις των αναπληρωτών, σύμφωνα με απλούς υπολογισμούς, βάσει των στοιχείων που εξέδωσε το Υπουργείο, θα είναι φέτος κατά πολύ λιγότερες σε σχέση με πέρσι . Την ίδια στιγμή το Υπουργείο διατείνεται ότι θα καλυφθούν επαρκώς κι εγκαίρως όλα τα κενά. Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς εξηγείται κάτι τέτοιο ∙ μήπως μειώθηκαν τα κενά σε σχέση με την περσινή χρονιά;

 

 

Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, αν και φαίνεται ότι με τις πρόσφατες προσλήψεις αναπληρωτών καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό τα λειτουργικά κενά, ωστόσο το μεγάλο ποσοστό κάλυψης οφείλεται σε “τεχνάσματα” του Υπουργείου με σκοπό τη μείωση των διδακτικών ωρών, άρα τη δημιουργία λιγότερων κενών κι επομένως λιγότερων προσλήψεων. Η αρχή έγινε από την προσχολική εκπαίδευση και τις ρυθμίσεις για αύξηση του ωραρίου των νηπιαγωγών και ορισμό ελάχιστου απαιτούμενου αριθμό νηπίων (14) για τη λειτουργία τμήματος νηπιαγωγείου, που είχαν ως αποτέλεσμα 5.500 λιγότερες εγγραφές φέτος στα Νηπιαγωγεία, ενώ το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα προβλέπει σημαντική μείωση ωρών και στα Δημοτικά Σχολεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΟΕ, χάνονται 60 ώρες την εβδομάδα σε κάθε σχολείο, κάτι που συνεπάγεται 3.500 λιγότερους εκπαιδευτικούς, μόνο στην Πρωτοβάθμια. Πρόκειται για ξεκάθαρο πισωγύρισμα και παιδαγωγική φτωχοποίηση του ελληνικού σχολείου.

 

 

Άλλωστε είναι φανερές οι προθέσεις του Υπουργείου και για σταδιακή συρρίκνωση και τελικά κατάργηση του Ολοήμερου Σχολείου, ενός θεσμού με σημαντικό παιδαγωγικό και κοινωνικό ρόλο που σχεδιάστηκε και εισήχθη σταδιακά από το 2010, επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ. Το κόστος και το πλήθος των ειδικοτήτων που απαιτούνται για τη λειτουργία τους επικαλείται ο κ.         Φίλης για τη μείωση των ωρών στα Ολοήμερα, παραβλέποντας την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν τα σχολεία αυτά στους μαθητές.Το Ολοήμερο σχολείο χάνει τον παιδαγωγικό του χαρακτήρα συρικνώνεται και υποβαθμίζεται.

 

 

Γιατί η συνεισφορά του Ολοήμερου Σχολείου στην ολόπλευρη μόρφωση και καλλιέργεια των μαθητών είναι αναμφισβήτητη ∙ φέρνει τα παιδιά σε επαφή με μια σειρά αντικειμένων όπως η Τέχνη, ο Πολιτισμός, η Φυσική Αγωγή, απελευθερώνοντας την εκπαιδευτική διαδικασία από το στενά γνωσιοκεντρικό της χαρακτήρα και καθιστώντας την αφορμή για να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν οι μαθητές τις δεξιότητες και τα ταλέντα τους∙ ακόμη μέσω της εντατικής διδασκαλίας των ξένων γλωσσών, τα προετοιμάζει για την απόκτηση αναγνωρισμένων πιστοποιήσεων, απαλλάσσοντας έτσι την οικογένεια από το κόστος των φροντιστηρίων και την ταλαιπωρία των μετακινήσεων∙ προωθεί ακόμη τη γνώση της Πληροφορικής και των Νέων Τεχνολογιών, εφόδια απαραίτητα στην εποχή μας, με περισσότερες ώρες διδασκαλίας τους. Όμως η προσφορά του Ολοήμερου Σχολείου είναι και κοινωνική∙ αποτελεί μέριμνα για χιλιάδες εργαζόμενους γονείς και κυρίως μητέρες από φτωχό οικονομικό περιβάλλον, οι οποίες δεν έχουν εναλλακτικές απασχόλησης για το παιδί τους μέχρι τη λήξη του ωραρίου εργασίας τους.

 

 

Περνώντας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, διαπιστώνουμε ανάλογους χειρισμούς, μέσα από λογιστικές πράξεις, αλχημείες και κατάργηση ωρών από Γυμνάσιο και Λύκειο. Τη στιγμή που το 9 στα 10 σχολεία στην Γαλλία επιλέγουν τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, μας προκαλεί κατάπληξη η μείωση των ωρών του εν λόγω μαθήματος στα ελληνικά σχολεία. Την ίδια στιγμή το Υπουργείο Παιδείας κάνει λόγο για ενίσχυση της διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών∙  προφανώς  οι ιθύνοντες αγνοούν την ιστορία, την παράδοση και την ενότητα της ελληνικής γλώσσας∙ δεν αντιλαμβάνονται πως η ενασχόληση με τα Αρχαία Ελληνικά γίνεται  προκειμένου, πρώτα και πάνω απ’ όλα, οι μαθητές να εμβαθύνουν στην ετυμολογία, στην ορθογραφία, στην ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας∙ ταυτόχρονα, περιφρονούν τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα του μαθήματος που συμβάλλει στη διάπλαση σκεπτόμενων πολιτών, με ορθή κριτική ικανότητα, με ήθος και ευαισθησίες. Μήπως αυτή η συρρίκνωση των Αρχαίων κατασκευάστηκε εντέχνως για να καλύψει το έλλειμμα σε φιλολόγους;  Παράλληλα, το Υπουργείο με τις αλλεπάλληλες Β και Γ αναθέσεις κύριων μαθημάτων, όπως τα μαθηματικά Γυμνασίου και Α ΕΠΑΛ, σε ειδικότητες άσχετες με την εκάστοτε επιστήμη, επιδιώκει την μείωση των πολλών κενών βασικών ειδικοτήτων, απαξιώνοντας τους επιστήμονες των εν λόγω αντικειμένων και υποβαθμίζοντας σημαντικά την ποιότητα της εκπαίδευσης των μαθητών…

 

 

Από την ισοπεδωτική εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης δε γλυτώνουν βέβαια ούτε τα ιδιωτικά σχολεία. Με ιδεοληψία και πολιτικό αμοραλισμό, αγνοώντας την ποιοτική προσφορά τους στην ελληνική κοινωνία, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επιχειρεί να παρέμβει στη λειτουργία και στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα τους,  ισοπεδώνοντας κάθε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, που, στην πλειοψηφία της, έχει μόνο καλές πρακτικές να επιδείξει.

Αλλά και στο επίκαιρο όσο ποτέ θέμα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης – που συμπεριλαμβάνει και το θέμα της εκπαίδευσης των προσφύγων- το τοπίο είναι θολό. Στο νέο εκπαιδευτικό Νομοσχέδιο δεν διευκρινίζεται καν το σύγχρονο πλαίσιο της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ενώ μια σειρά ερωτημάτων μένουν αναπάντητα, όπως: Ποιο μοντέλο εκπαίδευσης θα προωθηθεί για την ένταξη των αλλόγλωσσων μαθητών και προσφύγων; Θα συνεχιστούν τα προγράμματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης που υλοποιούνται από τα Πανεπιστήμια της χώρας (αντιρατσιστική εκπαίδευση, Ρομά, σχολεία εξωτερικού, κλπ); Ποια είναι η εκπαιδευτική πολιτική που θ’ ακολουθηθεί για τους ΡΟΜΑ, σύμφωνα και με τις οδηγίες της Ε.Ε; Πουθενά δε βλέπουμε προτάσεις αξιόλογες και τεκμηριωμένες επιστημονικά.

Δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση όπου αδικαιολόγητα επιστρέφουν οι “αιώνιοι φοιτητές”, εν καιρώ κρίσης και σε βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης, ενώ επαναφέρονται τα πρυτανικά συμβούλια και η φοιτητική συμμετοχή στα όργανα διοίκησης, ρύθμιση που αναμφισβήτητα θα πισωγυρίσει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε καταστάσεις κομματικοποίησης και παραταξιακής νοοτροπίας. Ευτυχώς το Υπουργείο κάνει “πίσω ολοταχώς” σχετικά με την εφαρμογή της διάταξης  για τις κλειστές διαδικασίες  εκλογής των διδακτόρων ΕΔΙΠ (ειδικό διδακτικό προσωπικο) σε θέσεις λεκτόρων στα ΑΕΙ, μετά την κατακραυγή που προκλήθηκε.

 

Δε γίνεται βέβαια λόγος για τα πραγματικά προβλήματα των ελληνικών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, για την έλλειψη υποδομών, για την τραγική υποχρηματοδότηση και έλλειψη προσωπικού, για τους φοιτητές που σπουδάζουν «λάθος» αντικείμενο, για την  ανεργία των πτυχιούχων, για τη μετανάστευση του νέου επιστημονικού δυναμικού της χώρας σε κράτη-μέλη της προηγμένης Ευρώπης. Ακόμη δε διαφαίνεται καμιά προσπάθεια εκ μέρους της εκπαιδευτικής ηγεσίας για διεκδίκηση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ και των λοιπών ευρωπαϊκών προγραμμάτων,  που θα δώσουν ευκαιρίες και κίνητρα στους νέους επιστήμονες να παραμείνουν στη χώρα τους για πραγματοποίηση  σπουδών κι έρευνας, συμβάλλοντας έτσι στην παραγωγή νέων δεδομένων που θα αξιοποιηθούν στη δημιουργική και παραγωγική δραστηριότητα, που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας σήμερα.

 

 

Αναμφισβήτητα, η εποχή μας επιβάλλει εξοικονόμηση πόρων σε όλους τους τομείς και περικοπές δαπανών∙ όμως ο χώρος του σχολείου, όπου καθημερινά διαμορφώνονται ανθρώπινοι χαρακτήρες, οι αυριανοί  πολίτες, ίσως είναι ο μόνος όπου αξίζει να επενδύσουμε τα μέγιστα ως κράτος τόσο από οικονομικής όσο κι από οργανωτικής άποψης. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα προβλήματα της εκπαίδευσης μπορούν να λυθούν δια μαγείας ∙ όμως θεωρώ ότι κάθε χειρισμός στον ευαίσθητο αυτό τομέα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σύνεση κι από γνώση επιστημονική, από ματιά παιδαγωγική. Πιστεύω ακράδαντα ότι η άμεση δρομολόγηση διορισμών μονίμων εκπαιδευτικών με αξιοκρατικά κριτήρια σε γενική και ειδική αγωγή, η άρση αποσπάσεων και μετατάξεων, η συνέχιση της λειτουργίας των Ολοήμερων Σχολείων, η ορθή διαχείριση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ για την πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού και όχι μόνο, αλλά και η παράλληλη αποτελεσματική διεκδίκηση νέων πόρων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, θα μπορούσαν να συμβάλουν σε ένα όσο το δυνατόν υγιέστερο κι αποτελεσματικότερο εκπαιδευτικό σύστημα προς όφελος των παιδιών μας.

Η εγκατάλειψη των μικροκομματικών συμφερόντων, η αξιοποίηση των πνευματικών ανθρώπων και το άμεσο άνοιγμα του διαλόγου για τα θέματα της Παιδείας θα συνεισέφεραν τα μέγιστα στην προσπάθεια αυτή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το