Πολιτισμός

Ιωάννης Ματζάνης – Από τις συλλογές μου…

Της Βασιλείας Γιασιράνη- Κυρίτση

Δεν ξέρω από πού πήρα τη συνήθεια να μαζεύω αντικείμενα. Μάλλον γονίδιο από τον παππού μου τον Αναστάση Μαρμαρά. Από φοιτήτρια μάζευα βιβλία και χάλκινα που τα αγόραζα από μικροπωλητές στο προαύλιο της Παναγίας των Χαλκέων.
Τη συνήθεια την κράτησα και αργότερα σαν έφτιαξα το δικό μου σπίτι. Το ενδιαφέρον μεγάλωσε… Ό,τι σήμαινε χτες, ό,τι δήλωνε παρελθόν είχε ενδιαφέρον. Γραμματόσημα, νομίσματα, σερβίτσια, πιάτα πορσελάνινα ζωγραφισμένα και απλά, στρατιωτικά παράσημα, πίνακες ζωγραφικής, στολές παραδοσιακές… γέμισαν τον καθημερινό μου χώρο… Πολλές φορές, σαν με πίεζε ο χώρος τα μάζευα για λίγο να «ανασάνω», γρήγορα, όμως, ένιωθα ότι μου έλειπαν, πως τα αντικείμενα αποζητούσαν τη γωνιά τους και τα τοποθετούσα πάλι στο ίδιο μέρος, καμιά φορά τους έκανα και αλλαγές… Ζούσα με όλα αυτά τα κομμάτια και αναζητούσα σε αυτά στιγμές του παρελθόντος της οικογένειάς μου και των άλλων που μου τα χάριζαν. Οι κούκλες με τις φορεσιές τους έδιναν την εποχή της περιοχής και την ιστορία της.
Οι μπρούτζινοι σφυρήλατοι δίσκοι με τα ποτηράκια της Αιγύπτου, της Τυνησίας, του Μαρόκου πάνω στα τοξωτά ξύλινα του τοίχου αντικατόπτριζαν την ομορφιά της ανατολίτικης τέχνης και διακόσμησης, πολύτιμα δώρα ενός αγαπημένου μου παιδικού φίλου, ναυτικού, γεμάτα μνήμες…
Τη συλλογή συντρόφευαν τα χάλκινα χειροποίητα έργα του Καναλιώτη χαλκουργού Παναγιώτη Ζησάκη, αγορασμένα από το 1974, ενθυμήματα μιας εποχής χαρούμενης και ξέγνοιαστης μετά την αποφοίτησή μου.

Ι. Ματζάνης

Ένα πλεούμενο, ανάμεσα στους πίνακες, ταξιδεύει στο μεσοπέλαγο, τρικάταρτο με ανοιγμένα τα πανιά και τα άλμπουρα σε ελληνικές θάλασσες. ΑG ANARGYROI είναι το όνομά του, ιδιοκτησία της οικογένειας Καγιάφα, με την υπογραφή Ιωά. Ματζάνης πάνω δεξιά με άσπρο χρώμα του ζωγράφου καραβιών Ιωάννη Ματζάνη.
Ο Κωνσταντίνος Καγιάφας γεννημένος στο Εγγλεζονήσι της Σμύρνης, ακολούθησε τη μοίρα της οικογένειας και έγινε ναυτικός.
Παντρεμένος με τη Φωτεινή Φούτρα είχε έντεκα παιδιά: Τους Φίλιππο, Μανώλη, Γιάννη, Παρίσσο, Παναή, Μιχάλη, Αποστόλη, Λαμπρινή, Χρυσάνθη. Με το καΐκι του Κωσταντή, τη «ΣΤΡΙΓΛΑ» η οικογένεια ήλθε στον Βόλο.

Oικ. Κων. Καγιάφα

Αρχικά έμειναν στις παράγκες, σε κείνες τις φτωχογειτονιές του Παλιού Λιμεναρχείου, κοντά στη θάλασσα και μετά ήρθαν στον προσφυγικό συνοικισμό του Ξηρόκαμπου σε ένα σπίτι στα Πέτρινα, στην οδό Μαιάνδρου. Δούλεψαν πολύ …Σιγά-σιγά έγιναν καραβοκύρηδες, ο Λεωνίδας με τον αδερφό του τον Μανώλη ταξίδευαν και θαλασσοπνίγονταν για τον επιούσιο, αλλά και όλη η οικογένεια ταξίδευαν ως καπεταναίοι και μηχανικοί. Ήταν γενιά καπεταναίων, που ακολουθούσαν τις διαδρομές των προηγούμενων και συνέχιζαν τις ίδιες αρχές και αξίες ζωής. Ταξίδευαν σ’ όλη την Ελλάδα με τα πανιά, είχαν χάρτη, πυξίδα, αλλά τα ταξίδια τους δεν ήταν εύκολα, είχαν πάντα δυσκολίες και αντιξοότητες. Η πείρα της ζωής και η πείρα της θάλασσας, τους έδιναν υπομονή και αγάπη για τον θαλασσινό μόχθο. Οι Εγγλεζονησιώτες ναυτικοί ήταν άλλοι άνθρωποι. Δεν τους κρατούσε η θάλασσα, αν δεν είχαν την αγνότητα και την εξάγνιση. Στα ατέλειωτα ταξίδια τους ανάμεσα στη θάλασσα και στον ουρανό ταυτίζονταν με το καΐκι και τη θάλασσα, λειτουργούσαν με τις αισθήσεις και την εμπειρία τους, καραβοκύρηδες πρωτοπόροι όχι στον κοντινό χώρο, αλλά και πέρα στα κύματα της Μεσογείου.
Είχαν το «ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ», έπειτα τα καΐκια «ΒΑΓΓΕΛΙΩ» «ΕΜΙΛ Ι» τα καράβια «ΗΡΕΜΙΑ», «ΕΝΙΠΕΑ», «ΛΙΤΣΑ», «ΤΟΡΩΝΑΙΟΣ», και το καράβι «ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ».
Αυτό το πλεούμενο μου χάρισε ο Μανώλης Φ. Καγιάφας και βρίσκεται στη δική μου θάλασσα μέχρι να πάει στο …λιμάνι του, στον χώρο του συλλόγου «Το Εγγλεζονήσι» και να αράξει.
Ο ζωγράφος Ιωάννης Ματζάνης (1925-2005), ναυτικός στο επάγγελμα, ήταν γιος του Δημήτρη Ματζάνη, που είχε καΐκι και βιοποριζόταν στον τόπο του, τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, παντρεμένος με τη Ζουμπουλιώ. Πρόσφυγες βρέθηκαν στον Βόλο, εγκαταστάθηκαν στο Παλιό Λιμεναρχείο και απόκτησε τρία παιδιά, δύο αγόρια, τον Ιωάννη και τον Γρηγόρη, και ένα κορίτσι, την Κατίνα. Από μικρό παιδί δούλεψε ο Ιωάννης στα καράβια ναυτολογημένος κυρίως στο πλοίο του Θεράποντα Θεραπιώτη και σε άλλα αφεντικά, και ταξίδεψε χρόνια μεταφέροντας τσιμέντα στη Χαλκίδα, στον Πειραιά και στην Ιταλία.
Το 1940, στη διάρκεια του πολέμου, έχασε τον αδελφό του Γρηγόρη και πικραμένος συνέχισε να παλεύει για τον επιούσιο.
Το 1957, σε ηλικία 32 χρονών παντρεύτηκε την Εγγλεζονησιώτισσα Καλλιόπη Παναγιώτη Μόσχου, έμενε στην ίδια περιοχή, στην οδό Λήμνου και ύστερα από οκτώ χρόνια, το 1965 απόκτησε μια μοναχοκόρη, τη Ζουμπουλιώ και γέμισε η ψυχή του…

Δεξιά Κων. Καγιάφας, Σταμάτης Παρασκευάς και άλλοι Εγγλεζονησιώτες

Τον ελεύθερο χρόνο του ζωγράφιζε από μνήμης καΐκια και περάματα που έβλεπε στο λιμάνι, που ήξερε, αλλά και όσα του ζητούσαν οι καπεταναίοι. Προικισμένος από τον θεό με το ταλέντο του, αυτοδίδακτος, ζωγράφιζε περίτεχνα με μολύβι και με μπογιές. Απαθανάτισε τα ψηλά άλμπουρα, τα σκοινιά, τις σκαλιέρες και τα πανιά των καϊκιών του λιμανιού του Βόλου και έφευγε μαζί τους στα όνειρά του. Ζωγράφιζε από χόμπι, στο σπίτι του, κλεισμένος σε μια κάμαρη, απομονωμένος, απαθανάτιζε τον κόσμο της θάλασσας που αγαπούσε και δεν αποχωριζόταν. Ζωγράφιζε με ρεαλιστικό τρόπο, με τη δύναμη της θάλασσας στα σωθικά και στα όνειρά του, δημιούργησε πολλά έργα, ιδιαίτερα όταν συνταξιοδοτήθηκε το 1963. Είχε την ίδια τεχνική με τους άλλους λαϊκούς ζωγράφους καραβιών τον Διαμαντή Κέφη και τον Νικόλαο Χριστόπουλο. Μόνο που αυτός χρησιμοποιούσε το μπλε του κοβαλτίου, το αλιζαρίν (κόκκινο μωβ) και το γκρι που έκανε τον φόντο της θάλασσας και του ουρανού πιο σκούρο. Υπόγραφε τα έργα του συνήθως επάνω δεξιά γράφοντας πότε Ι. Ματζάνης, πότε Ιω. Ματζάνης Βόλος και άφησε το στίγμα του στην περιοχή μας. Ζωγράφισε και με μολύβι έναν μεγάλο πίνακα που κοσμούσε τον τοίχο του καφενείου της παραλίας «Η συνάντηση» και όταν επρόκειτο να γκρεμιστεί το καφενείο η οικογένεια πήρε πίσω τον πίνακα να στολίσει το αρχείο της οικογένειας. Ζούσε με την κόρη του Ζουμπουλιά που παντρεύτηκε τον Χαράλαμπο Στεφανίδη, μανταδόρο, έμενε στην οδό Βότση 17 στο Παλιό Λιμεναρχείο και είχε τρία εγγόνια που τον αγαπούσαν: Την Καλλιόπη, τον Ιωάννη και την Αικατερίνη. Είχε μαζί και την αδελφή του Κατίνα, που όντας μόνη είχε καταφύγει στη Ζουμπουλιά.

Άγ. Ανάργυροι

Πέθανε σε ηλικία 80 χρονών και ζωγράφιζε σχεδόν μέχρι το τέλος του, το 2005. Έργα του στα σπίτια καραβοκύρηδων (οικογένειες Σκαμάγκα, Κωνσταντίνου (Μπουγά) και Λεωνίδα Καϊάφα) απεικονίζουν με λεπτομέρεια την ιστορία των εγγλεζονησιώτικων καραβιών και προβάλλουν την παράδοση των λαϊκών ζωγράφων.
Πηγές: Μαρτυρία Νικολάου Θεραπιώτη, Ζουμπουλιάς Ματζάνη, Τάσου Αυγερινού, «Με τα πανιά και τα κουπιά», Αθήνα 2007, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας «Το Εγγλεζονήσι», Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας «Το Εγγλεζονήσι».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το