Άρθρα

Ημερολογιακό – Εορτολογικό πρόβλημα

Toυ Κωνσταντίνου Λούλη

Το 44 π.Χ. καθιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα το Ιουλιανό ημερολόγιο. Δεκαέξι αιώνες αργότερα, το 1572 ο Πάπας Γρηγόριος 13ος δέχτηκε την εισήγηση των αστρονόμων για τον καθορισμό της εορτής του Πάσχα με βάση την αστρονομικά ακριβή ισημερία, με αποτέλεσμα τον εορτασμό του Χριστιανικού Πάσχα, ενίοτε πριν το Εβραϊκό Πάσχα ή ταυτόχρονα, κατά παράβαση της 1ης Οικουμενικής Συνόδου.
Είχε διαπιστωθεί εξάλλου ότι το Ιουλιανό ημερολόγιο κάθε 128 χρόνια έχανε μία ημέρα.
Μετά από αυτή την πρώτη αλλαγή των 10 ημερών έγινε η προσθήκη, σταδιακά, άλλων τριών ημερών. Τότε, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Τρανός συνεκάλεσε τρεις Πανορθόδοξους Συνόδους, οι οποίες ως πνευματική ηγεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποφάσισαν να μην ακολουθήσουν αυτή την καινοτομία της Παπικής Εκκλησίας γιατί θεώρησαν σοβαρή εκκλησιαστική παράβαση την μη τήρηση των όρων τόσο της Α’ Οικουμενική Συνόδου, όσο και τριών πρώτων Πανορθοδόξων Συνόδων σχετικά με την απόλυτη τήρηση του εορτολογίου της Εκκλησίας.
Το 1923 η ελληνική κυβέρνηση με την παρέμβαση και την πίεση τόσο των Δυτικών συμμάχων μας (Άγγλων – Γάλλων) όσο και πολλών Ελλήνων πολιτικών, καθιέρωσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο για την Πολιτεία, αφήνοντας όμως άθικτο το εορτολόγιο της Εκκλησίας. Έτσι η 17η Φεβρουαρίου 1923, ημερολογιακά έγινε 1η Μαρτίου, επί Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Όμως, το 1924, η Σύνοδος προχώρησε και στη μεταρρύθμιση του εορτολογίου.

Έτσι η 10η Μαρτίου 1924 έγινε, εορτολογικά, 23η Μαρτίου1.
Το γεγονός αυτό της αλλαγής του εορτολογίου, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδας.
Ο Μελέτιος Μεταξάκης (1871-1935) γεννημένος στην επαρχία Λασιθίου της Κρήτης διετέλεσε το 1903 αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, από όπου εκδιώχθηκε, στη συνέχεια μητροπολίτης Κιτίου (Κύπρου) 1910 – 1918, αρχιεπίσκοπος Αθηνών 1918 – 1920, οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 1921 – 1923 και πατριάρχης Αλεξανδρείας 1926 – 1935.

Κανείς άλλος ορθόδοξος ιεράρχης δεν είχε τέτοια ανάλογη εκκλησιαστική διαδρομή. Το 1921 η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταδίκασε σε καθαίρεση και εξορία. Παρόλα αυτά, ευρισκόμενος στην Αμερική εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Υπήρξε μέλος της μασονικής στοάς από το 1910 και έφτασε μέχρι τον 33ο βαθμό. Εκτός της ημερολογιακής μεταρρύθμισης, αναγνώρισε τις χειροτονίες της αγγλικανικής εκκλησίας τις οποίες επί 4 αιώνες η ορθόδοξος εκκλησία τις θεωρούσε ανυπόστατες. Μέχρι τότε η ορθόδοξη εκκλησία θεωρούσε ότι οι αγγλικανοί δεν έχουν αποστολική διαδοχή και έτσι ουσιαστικά δεν αναγνώριζε την κανονικότητα της εκκλησίας αυτής.
Η πρωτόγνωρη εκκλησιαστική διαδρομή του Μελετίου Μεταξάκη σε 5 διαφορετικές χώρες, η καταδίκη του, η καθαίρεσή του, η μασονική του ιδιότητα και η παράδοξη και επεισοδιακή εκλογή του στον οικουμενικό θρόνο με 14 ψήφους υπέρ κι 41 κατά, χωρίς άλλον υποψήφιο, εποχή που η Κωνσταντινούπολη ήταν υπό συμμαχική κυριαρχία, δημιούργησαν ένα δυσμενές κλίμα κριτικής και αμφισβητήσεως των αποφάσεών του, ειδικά για την ημερολογιακή καινοτομία.
Αυτή η εκκλησιαστική πορεία του πατριάρχη Μελετίου, η μασονική του ιδιότητα και οι διασυνδέσεις του με ισχυρές πολιτικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες του εξωτερικού, δημιούργησαν μεγάλες αντιδράσεις και ερωτηματικά, τόσο σε αρκετούς ιεράρχες και μοναχούς αλλά και σε πιστούς, προκαλώντας ρήγμα στην ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Έτσι το 1935 δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα δύο Σύνοδοι.
Η μία με τους μητροπολίτες Φλωρίνης, Δημητριάδος και Ζακύνθου, οι οποίοι συνέχισαν την αρχική πορεία της εκκλησίας με το Ιουλιανό ημερολόγιο διαχωρίζοντας τη θέση τους από το οικουμενικό πατριαρχείο και η άλλη με τους υπόλοιπους μητροπολίτες, οι οποίοι υιοθέτησαν την καινοτομία του Γρηγοριανού ημερολογίου με την έγκριση του οικουμενικού πατριαρχείου. Αργότερα ο μητροπολίτης Δημητριάδος απεβίωσε, ο δε Ζακύνθου δήλωσε μετάνοια και απεχώρησε.
Μετά την κοίμηση του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου το 1955, η εκκλησία των Ρώσων της διασποράς, στις ΗΠΑ συνέβαλε καθοριστικά στην αποστολική διαδοχή2 των ΓΟΧ Ελλάδος με τη χειροτονία έξι Ελλήνων επισκόπων μεταξύ 1960-1962.

Μετά τον διχασμό των ορθοδόξων χριστιανών το εκκλησίασμα σε όλες τις χώρες ακολούθησε τρεις διαφορετικούς δρόμους.
Α. Εκείνων που διαφώνησαν με την πατριαρχική απόφαση, διαχωρίζοντας τη θέση τους, διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία3 με τον οικουμενικό πατριάρχη και διατήρησαν το παραδοσιακό Ιουλιανό εορτολόγιο.
Αυτοί ονομάζονται παλαιοημερολογίτες ή γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί (Γ.Ο.Χ.). Αποτελούνται από Έλληνες, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Ρώσους και τη διασπορά. Συνολικά είναι 700 χιλιάδες πιστοί.
Β. Εκείνων που συνέχισαν να είναι σε κοινωνία με το οικουμενικό πατριαρχείο και ακολουθούν το παραδοσιακό Ιουλιανό ημερολόγιο – εορτολόγιο (πατριαρχεία Ρωσίας, Γεωργίας, Ιεροσολύμων, Σερβίας και της πλειοψηφίας των μοναχών του Αγίου Όρους).
Συνολικά είναι 180 εκατομμύρια πιστοί.
Γ. Εκείνων που ακολούθησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο εφαρμόζοντας την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Γρηγοριανού ημερολογίου – εορτολογίου (πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Βουλγαρίας, Αντιοχείας, οι Εκκλησίες της Ελλάδος, Ρουμανίας, Αλβανίας, Κύπρου, Εσθονίας, Φινλανδίας, Ουκρανίας). Συνολικά είναι 50 εκατομμύρια πιστοί.

Σημειώσεις
1. Το 1924 οικουμενικός πατριάρχης ήταν ο Γρηγόριος Ζ’ και αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος μάλιστα καθιέρωσε στη θητεία του τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος…». Μέχρι τότε ο τίτλος ήταν «Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Μητροπολίτης Αθηνών (…).
2. Αποστολική διαδοχή: Στην αρχική δημιουργία της ορθοδόξου εκκλησίας οι Άγιοι Απόστολοι χειροτόνησαν τους πρώτους επισκόπους και στη συνέχεια οι διάδοχοί τους, τους επόμενους. Για την εκλογή ενός νέου επισκόπου χρειάζονται τουλάχιστον τρεις επίσκοποι και για τη χειροτονία του τουλάχιστον δύο επίσκοποι, οι οποίοι πρέπει και αυτοί να έχουν ανάλογη χειροτονία. Για τη χειροτονία ενός ιερέως χρειάζεται ένας επίσκοπος φυσικά με κανονική διαδοχή.
3. Εκκλησιαστική κοινωνία: Είναι ο πνευματικός σύνδεσμος μεταξύ διαφόρων πατριαρχείων – εκκλησιών. Υπάρχουν εκκλησίες που δεν έχουν μεταξύ τους καμία απολύτως επικοινωνία και κατ’ επέκταση πνευματική κοινωνία και σχέσεις.

(Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Η διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας»)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το