Θ Plus

Η Θηραϊκή Άνοιξη: Ένα ποιητικό ταξίδι στη Σαντορίνη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολιούνται οι άνεμοι…
Κι απ’ τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα»…
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, Ανάγνωσμα Έκτον, Προφητικόν

Είναι μια εποχή σκέτη κόλαση. Στην αρχαία και νεότερη Θήρα!
Που ενώ όλα και παντού σιγοβράζουν και ανθοβολούν, εκεί η διακονιάρα γης κανοναρχεί τα σπαραγμένα μέλη της.
Ετούτη η γη, η θηραϊκή, μοσχοβολάει καμένο χόρτο μα και θειάφι, με μια στυφή απόγευση κι ένα εξίσου στυφό θυμίαμα να τη λιβανίζει, ανάμιχτο από φωτιά και στάχτη.
Η σπανή γη της Ατλαντίδας μεταποιείται, ύστερα από τη σταδιακή και πολυήμερη επεξεργασία των Ειδών του Μαρτίου σε κοχλάζουσα εκτάδην γη αναβράζοντας από τον θάνατο ίσαμε την άνοιξη, στις πλάτες του Άδωνη συντονισμένη. Έτσι λοιπόν αυτή η γης αναβράζει αδημονώντας να βγάλει στην επιφάνεια τον δικό της στυφό κι ολόπικρο λόγο.
Την ίδια ώρα ενώ αλλού, σε άλλα χώματα και χώρες, βλέπεις ν’ θεριεύει ένα χορτάρι ελκυστικό, πλούσιο κι αφράτο, εδώ στη γη της θηραϊκής εστίας από το άνυδρο χώμα βγαίνει μια στυφή μυρωδιά καμένης λάβας, σαν από κοχλάζον ηφαίστειο.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα

Ξεσηκώνεται κι η φρέζα, σε όλο το μήκος της πλαγιάς, κι ανακατεύοντας με την κουτάλα του μαΐστρου το δεντρολίβανο, το σχίνο και τ’ άγριο κλήμα χτίζεται μια λιποθυμία «συμπτωματική», που άλλοι τη λεν εποχιακή, άλλοι ενδημική και άλλοι ασυλλόγιστη.
Ζωπυρώνεται ο μέσα πόθος κι εξαϋλώνεται το πάθος μετατρέποντας σε αέρια μάζα κάθε υλική ζώσα μορφή.
Η άγονη γης λουλουδίζει και διψασμένη καθώς είναι δέχεται τα νάματα της ιώδιας αρμύρας. Κι ευθύς γεννιούνται βότανα και αρμυρήθρες, τα ερμαφρόδιτα της θηραϊκής γης.
Κι εκεί κάτω στον Εμποριό ή πέρα στον Φοίνικα θα σηκώσει κεφαλάκι η πεντάλοβη ομορφιά του θηραϊκού ανθοβολώνα.
Άνοιξη πια! Το μεγαλείο της ηφαιστειακής γης θα δεχτεί ανοίκεια κι απρόσμενη επίθεση από τα αόρατα στοιχειά που καραδοκούν.

Κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί – δυνατές πολύ παρορμήσεις

Ένας γύφτουλας αέρας θα βρει διάδρομους από τις αφύλακτες διαβάσεις της νηνεμίας και θα κοπανάει ολη νύχτα τα θυρόφυλλα και θα τρυπώνει στις λότζες. Από τις ράχες πέρα του νησιού, το μαστίγιό του δίνει και παίρνει εξαπολύοντας οργανικές φρενίτιδες, ορχηστρικές, με πάνω κάτω τις οκτάβες των αέριων κυμάτων.
Εκεί κι αν γράφεται η συμφωνική της έντασης και των δαιμονικών μπάσων, πάνω στα σκυμμένα κούρβουλα και στα μαξιλαράκια των θύμων. Κι ακούς ολη νύχτα «το κελαηδητό ενός κοντσέρτου του Μότσαρτ, μεταγραμμένο για πίδακες και γιασεμένια των ουρανών δώματα»… (*)
Μια ο γρέγος και μια ο γαρμπής, εκτοπίζοντας το σιρόκο, παίρνουνε κεφάλι και μαζί, τα δυο τους, τυλίγοντας στην αμασχάλη τους τη βοή χιλίων σειρήνων αντιγράφουν από το κύμα το πατρόν που σχεδιάζουν οι σπηλιάδες άνεμοι στοιχειώνοντας συνάμα όλες τις πομπές των αιολίδων συρφετών καταπάνω στις ανοχύρωτες πύλες της σποράς.
Να μη στεριώσει ο Βάκχος, να μην εκχυμωθεί το τσάμπουρο μην τύχει και η ρώγα αποστάξει.
Πρανή και κάμπια γονατίζουν από τις αέρινες βολές κι η λύτρωση σαν έρθει την αυγή με το ξεθύμασμα, το νυχτερινό σκύψιμο θ’ αποκτήσει εδραία την καμπύλη του αέρα αποκαλύπτοντας στο πρώτο φως, τη μήτρα της νέας στάσης, μιας στάσης λυγερής μα γερασμένης, ζυμωμένης όμως από αερικά και μυρωδιές της γης και μ’ ένα θάλπος ξεσηκωμένο από τα δάχτυλα του νυχτερινού βιαστή.

Το φρύγανο τότε γίνεται άγγελος ουράνιου χορού και μεταπράτης μύρων και το χώμα ύμνος διονυσιακός. Το αγκάθι παύει να τρυπάει κι ο βράχος νηματίζεται παίρνοντας νόημα διασταλτικό. Όλα ξαναβαφτίζονται στο νόημα της νέας ευωδιάς, μιας ευωδιάς αξεδιάλυτης καταγωγής.
Μια περίεργη φωτιά που παίρνει δύναμη και φλόγα από τη γη, συμπλέει με τον αέρα και το φως κι αναλύεται σε σύμβολα του ηφαιστειακού λόγου, για να σιγοβράσει κάτω από το τσουκάλι της γήινης τέφρας.
Έτσι όμως βράζει και όλο το μέσα τοπίο χυλώνοντας μαζί με το χώμα και όλα τα μυρωδικά που συνάζει η λάβα του νησιού.
Αίρονται στο ύψος τους οι εσωτερικοί ίλιγγοι όσο από μέσα θα στροβιλίζεται η περιπλάνητη λάβα. Είναι η ώρα που θ’ αρχίσουν το έργο τους τα εγχώρια θαύματα με την επαλήθευση της καταγωγής τους.

Τ’ ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες

Και φυσικά μεταποιείται ο επί γης διάκοσμος, ο μέσα κι ο απέξω, μεταμορφώνοντας τους πετρίτες σε κίχλες και τ’ αγριοπερίστερα σε τρυγόνια της ανάγκης που εναγώνια ζητούν τροφή από τα σπόρια της χτεσινής ανεμοζάλης.
Όλα τα περιττά και τα μάταια, από τον επάνω κόσμο, διηθούνται στους κατασκότεινους βυθούς, ενώ στη γη απομένει μια τραχιά πικρίλα και μια δόση από εκπυρωμένο θειάφι.
Κι εκεί που νόμιζες πως οι χυμοί της ζωής έχουν παντελώς στερέψει, ο μεταβολισμός της κραιπνής θύελλας που μετέτρεψε τον εφιάλτη σε καλόν αγωγό της ελπίδας, θα έχει σταδιακά εξαργυρωθεί αφομοιώνοντας τη στάση του πάνω στα κούρβουλα και τις αμπελιτσές, που θα στρίψουν το κορμάκι τους κατά τη φορά όχι του ανέμου, αλλά της μαύρης γης. Έτσι που η σπορά θα ολοκληρώσει το περιούσιο έργο της, με καλήν υποδοχή από τη διψασμένη γη.
Τότες όλοι οι χυμοί θ’ αναβολιστούν με ραγδαία υπερχείλιση και θα πλημμυρίσουν τη στέρφα γη διακονώντας τη με απροσδιόριστα μύρα.
Μηδική, φρέζα και θυμάρι θ’ αποβάλλουν τις αλλοδαπές σκίλλες εκτοπίζοντας έτσι την ωχρά κηλίδα της καμένης γης.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτά; Οι διαβάσεις του μαύρου που γίνεται αλχημικά αστραφτερό κι εκτυφλώνει το σύμπαν, τ’ αρώματα, που δεν ξέρεις αν έρχονται από τη γη, τον ουρανό ή από τη θάλασσα, η καθολική οντότητα του φωτός με όλα τα στοιχειακά μηνύματα που κουβαλάει, η διαφάνεια και η διαύγεια που εξαϋλώνουν τη βιόσφαιρα του θηραϊκού κόσμου, καθώς εμποτισμένα από το μεράκι του αέρα να τα καλλιεργήσει, υψώνουν φλάμπουρο μοναδικής καταλλαγής και σύμπνοιας.
Ετούτες τις μέρες του Μαγιού, εδωνά στον περίβολο της Θήρας, στις μεσαυλές, στα αμπέλια και τις λότζες δε βλέπεις, δεν ακούς και δεν αφουγκράζεσαι παρά μόνο έναστρα αρχιπελάγη, μια θάλασσα κομματιασμένη κι ένα διαλυμένο ουρανό, υποταγμένα όλα στην ανάσταση της γης, καθώς από τη μήτρα της θ’ αναδύεται το
*

Χαίρε η Ονειροτόκος, χαίρε η Πελαγινή, χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Kι οι αισθήσεις; Αφού επιστρέψουν από το ολομέθυστο ταξίδι τους θα σταθούν μπροστά στο απειλητικό βάραθρο της καλντέρας, θα τυλιχτούν την μπέρτα του μαύρου καβαλάρη και ντυμένες έτσι με το μαύρο θα καταπιούν τον απέραντο κόσμο του ανεξήγητου που βγαίνει από τα σπλάχνα της καμένης γης.
Κι απ’ όλα αυτά τι μένει;
Μένει ασφαλώς η περιπέτεια της γης που κοχλάζει διψασμένη κι απότιστη, θρεμμένη μονάχα με τον βραδινό αέρα που μεταποιεί όλες τις αγουρίδες σε αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ…
(*) Oδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά.
Όλες οι λεζάντες είναι από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το