Άρθρα

Η θετική επίδραση του ποτιστικού νερού και οι βασικές προϋποθέσεις του καλού ποτίσματος

του ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ,

συν/χου Γεωπόνου, πρ. προέδρου Γεωπονικού Συλλόγου Μαγνησίας

Μέρος Τρίτο

Όπως είναι γνωστό, η επιστημονική μου ιδιότητα ήταν και είναι η Γεωπονία (με ειδίκευση στην Ανθοκομία, Δενδροκομία, Λαχανοκομία) γι’ αυτό στο σημερινό Τρίτο (συνεχιζόμενο) άρθρο μου, θα ασχοληθώ και θα αναφερθώ στις θετικές επιδράσεις τον «νορμάλ» ποτιστικού / αρδευτικού νερού (υπέργειου και υπόγειου) στη συνολική παραγωγική διαδικασία των φυτών (ατομικά) και των φυτικών καλλιεργειών (συνολικά). Και, παράλληλα, θα αναφερθώ, στις βασικές προϋποθέσεις ενός καλού ποτίσματος των φυτών και των φυτικών καλλιεργειών.

Το πότισμα των φυτών και των φυτικών παραγωγικών καλλιεργειών στη χώρα μας και, φυσικά στην ευρύτερη τοπική περιοχή μας (με «νορμάλ» φυσικό-«γλυκό» νερό), έπαιζε, παίζει και θα παίζει σημαντικότατο θετικό ρόλο στην ανάπτυξη των φυτών και στην παραγωγή των διαφόρων φυτικών προϊόντων τους, όπως π.χ. στα φρούτα, στα λαχανοκομικά, στα βιομηχανικά, στα κτηνοτροφικά, στα ξηροκαρπικά, στο λάδι και τις ελιές, στα σταφύλια, στα καλλωπιστικά φυτά κ.ά.

Το πότισμα / η άρδευση των διαφόρων φυτών και παραγωγικών φυτικών καλλιεργειών, με ικανοποιητική ποσότητα «νορμάλ» φυσικού – «γλυκού» νερού με συγκεκριμένες προϋποθέσεις (για τις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια του άρθρου μου) έχει σκοπό και στόχο να διατηρηθεί (γύρω από το ριζικό σύστημα του κάθε φυτού) μια καλή και ευνοϊκή υγρασία. Η εδαφική αυτή υγρασία, γύρω από το ριζικό σύστημα του κάθε φυτού, ΕΙΝΑΙ πάρα πολύ απαραίτητη και σημαντική, για τις παρακάτω βασικές και κύριες «διεργασίες» των φυτών:

α. Για να γίνουν οι διάφορες βιοχημικές – λειτουργικές «επεξεργασίες» των διαφόρων χημικών στοιχείων και ενώσεων / «ουσιών», στον οργανισμό του φυτού.

β. Για να διαλυθούν τα στερεά / κοκκώδη θρεπτικά χημικά στοιχεία των λιπασμάτων, έτσι ώστε να «προσληφθούν» εύκολα από το ριζικό σύστημα του φυτού.

γ. Για να αραιωθούν, οι ενδεχόμενα υπάρχουσες αλατούχες χημικές ενώσεις / «ουσίες» στο έδαφος και έτσι το φυτό (μέσω του ριζικού συστήματός του) να τις «προσλάβει» χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

δ. Για να διατηρεί, την κυρίως ρίζα, τα ριζίδια και κυρίως τα ριζικά τριχίδια σε σπαργή (δηλαδή σε διόγκωση του κυτταροπλάσματος και του χυμοτοπίου ενός φυτικού κυττάρου, που οφείλεται στη διείσδυση / στην είσοδο του νερού στο εσωτερικό του) και έτσι να αποφεύγεται ο κίνδυνος μαρασμού του ριζικού συστήματος ή (ενδεχόμενα) και η ξήρανσής του.

Συνεπώς, οι διάφορες θρεπτικές και βιολογικές ανάγκες των φυτών (αλλά ΚΑΙ των πάσης φύσεως ζώων, πτηνών κ.ά.) ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ τη συνεχή εξασφάλιση, σ’ αυτά, «νορμάλ» φυσικό – «γλυκό» νερό και μάλιστα στην κατάλληλη – επαρκή ποσότητα.

Επειδή, το ποτιστικό / αρδευτικό φυσικό – «γλυκό» νερό, ΕΙΝΑΙ ένα από τα πιο πολύτιμα «αγαθά της μητέρας φύσης» (για τα φυτά και τις φυτικές καλλιέργειες) γι’ αυτό θα ΠΡΕΠΕΙ να βρούμε την «αναγκαία και ικανή συνθήκη» έτσι ώστε το ποτιστικό νερό να έχει την όσο το δυνατόν καλύτερη πρακτική και ουσιαστική αξιοποίησή του (από τα φυτά) και παράλληλα, να έχουμε το όσο το δυνατόν καλύτερο οικονομικό-διαχειριστικό αποτέλεσμα, από το πότισμά μας.

Έτσι, στη συνέχεια, θα αναφέρω ορισμένες βασικές προϋποθέσεις «καλού ποτίσματος» των φυτών (ατομικά) και των φυτικών καλλιεργειών (επαγγελματικά), οι οποίες πληρούν και συνδυάζουν ΚΑΙ την αποδοτικότητα της άρδευσης / του ποτίσματος (αναπτυξιακά και παραγωγικά), αλλά ΚΑΙ τη διαχειριστική οικονομικότητα του ποτίσματος.

Βασικές προϋποθέσεις καλού ποτίσματος.

α. Η συχνότητα του ποτίσματος εξαρτάται:

* από το είδος του φυτού; * από το στάδιο ανάπτυξης του φυτού; * από τον «τύπο» του εδάφους όπου αναπτύσσεται το φυτό ή η φυτική καλλιέργεια; * από τις κλιματολογικές συνθήκες, που επικρατούν στην περιοχή, όπως καιρός υγρός / με βροχές, καιρός ξηρός / χωρίς βροχές, καιρός με υψηλές θερμοκρασίες κ.τ.λ.

β. Η ποσότητα του νερού ποτίσματος εξαρτάται:

* από το είδος του φυτού, * από την ηλικία του φυτού * από το είδος και το βάθος σχηματισμού του ριζικού συστήματος του φυτού (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην πράξη, έχει αποδειχθεί το εξής: Το 70% περίπου της ποσότητας του νερού ποτίσματος, απορροφάται από το ριζικό σύστημα του φυτού που βρίσκεται στο 50% περίπου του συνολικού βάθους του ριζικού συστήματος και από το είδος / από τον τύπο, σύστασης του εδάφους, καθώς και από την ποιότητα της σύστασής του (π.χ. στα αμμώδη εδάφη θέλουμε (γενικά) περισσότερο συνολικά νερό, διότι έχουμε πολύ περισσότερες απώλειες νερού προς τα κατώτερα εδαφικά στρώματα) * από τις περιβαλλοντικές συνθήκες της περιοχής, δηλαδή του τόπου που βρίσκεται η καλλιέργεια. Η εξάρτηση έχει σχέση με το αν (η περιοχή) έχει βροχές ή ξηρασία, αν έχει μικρή ή μεγάλη ηλιοφάνεια, αν έχει ζέστη κ.τ.λ.).

γ. Η (εποχιακά) περίοδος ποτίσματος εξαρτάται:

* από το είδος του φυτού και της φυτικής παραγωγικής καλλιέργειας και η οποία είναι, γενικώς, η εξής: κατά το τέλος της άνοιξης, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, και στις αρχές φθινοπώρου. Παρατήρηση: Αν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, ο καιρός είναι χωρίς βροχοπτώσεις, καλόν είναι να συνεχίζουμε με ελαφρά ποτίσματα τις δενδροκομικές καλλιέργειες ή τα μεμονωμένα καρποφόρα δένδρα, γιατί κατά την εποχή αυτή γίνεται η «διαφοροποίηση» των «ματιών των δένδρων» σε περισσότερα ανθοφόρα «μάτια», που σημαίνει, περισσότερη ανθοφορία, περισσότερη καρποφορία, περισσότερη παραγωγή, αλλά ΠΑΝΤΟΤΕ με τις ανάλογες ευνοϊκές καιρικές και καλλιεργητικές συνθήκες.

δ. Η ημερήσια (χρονική) περίοδος ποτίσματος.

Το πότισμα, τουλάχιστον θεωρητικά, αλλά ΑΝ είναι δυνατόν ΚΑΙ πρακτικά να γίνεται ως εξής:

* ή από νωρίς τα ξημερώματα (π.χ. από τις 5 η ώρα ξημερώματα) ως τις 10 η ώρα το πρωί

* η από πολύ αργά το απόγευμα (π.χ. από 6 η ώρα το απόγευμα) ως λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Παρατήρηση: Και στις 2 παραπάνω αναφερθείσες «περιόδους» έχουμε θετικά αποτελέσματα στα ποτίσματα των φυτών, διότι έχουμε ΚΑΙ λιγότερη εξάτμιση νερού από το έδαφος, αλλά ΚΑΙ αποφυγή μεγάλης ατμοσφαιρικής υγρασίας, γύρω και πάνω από τα φυτά, με επικίνδυνες πιθανότητες ανάπτυξης και προσβολής των φυτών από μυκητολογικές αρρώστιες.

Όμως ΠΡΟΣΟΧΗ: * ΔΕΝ πρέπει να ποτίζουμε (γενικώς) όλα τα φυτά μας και τις φυτικές καλλιέργειες κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, διότι έχουμε ΚΑΙ μεγάλη εξάτμιση εδαφικού νερού ΚΑΙ μεγάλη απώλεια νερού από το ίδιο το φυτό λόγω εξατσμισοδιαπνοής * ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ, γενικά να ποτίζουμε τα φυτά μας και τις φυτικές καλλιέργειες κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες, διότι (στην περίπτωση αυτή) υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αναπτυχθούν διάφορες μυκητολογικές αρρώστιες, λόγω της αυξημένης ατμοσφαιρικής υγρασίες, που αναπτύσσεται γύρω και πάνω από τα φυτά, με απρόβλεπτες (ενδεχόμενα) συνέπειες.

ε. Η θερμοκρασία του νερού ποτίσματος.

Η θερμοκρασία του νερού, με το οποίο ποτίζονται τα διάφορα φυτά (ατομικά) και οι φυτικές καλλιέργειες ΠΡΕΠΕΙ να πλησιάζει προς τη θερμοκρασία του εδάφους, όπου βρίσκονται τα φυτά ή η καλλιέργεια.

Το πολύ κρύο νερό (συγκριτικά με τη θερμοκρασία του εδάφους) μπορεί να μειώσει την απορροφητική ικανότητα των ριζών. Όταν, μάλιστα, το υπέργειο τμήμα του φυτού διαπνέει έντονα, τότε (ενδεχόμενα) προκαλείται μάρανση του φυτού, πτώση λουλουδιών και καρπών.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ αρθρογράφου:

Επειδή το πότισμα των φυτών / ατομικά και των φυτικών καλλιεργειών, ΕΙΝΑΙ θεωρητικά και πρακτικά, μια πολύ σημαντική καλλιεργητική φροντίδα (ειδικά στις ποτιστικές / αρδευόμενες καλλιέργειες), γι’ αυτό ο κάθε σύμβουλος – Γεωπόνος σας, ΜΠΟΡΕΙ να σας βοηθήσει και να σας δώσει τις λύσεις στην οποιαδήποτε ειδική απορία σας, για ένα σωστό και αποδοτικό πότισμα των διαφόρων φυτών σας και των φυτικών καλλιεργειών σας).

Πέραν, όμως, απ’ όλα τα προηγουμένως αναφερθέντα για το αρδευτικό / ποτιστικό «νορμάλ» φυσικό – «γλυκό» νερό και τις βασικές προϋποθέσεις ενός καλού ποτίσματος των φυτών («αποδοτικά» και οικονομικά) θέλω να επισημάνω και να σημειώσω (επιπλέον) και τα παρακάτω:

Το «ακατάστατο» πότισμα των φυτών (ατομικά) και των φυτικών καλλιεργειών, αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες, που παρουσιάζονται διάφορα προβλήματα στα φυτά. Προβλήματα που προκαλούνται είτε λόγω ανεπαρκούς ποτίσματος, είτε λόγω υπερβολικού ποτίσματος.

Έτσι, τα φυτά (γενικώς) «υποφέρουν», όταν δεν ποτίζονται με ικανοποιητική ποσότητα νερού, με συνέπεια τη μειωμένη ανάπτυξή τους, την ξήρανση και τη σταδιακή πτώση των φύλλων, αλλά και των λουλουδιών που σημαίνει μειωμένη καρποφορία.

Αντίστοιχα, το υπερβολικό πότισμα, των φυτών, μπορεί (ή μάλλον σίγουρα) να προκαλέσει διάφορα επικίνδυνα συμπτώματα στα φυτά, όπως π.χ. σαπίσματα στο ριζικό σύστημα (λόγω μυκητολογικών ασθενειών / σηψιρριζίες), κιτρίνισμα των φύλλων, πτώση φύλλων και λουλουδιών, καρπόπτωση, καθώς επίσης και προδιάθεση ανάπτυξης υπέργειων μυκητολογικών ασθενειών.

Υστερόγραφο συντάκτου: Η συνέχεια στο επόμενο άρθρο μου, θα έχει ως θέμα: «Το πρόβλημα και τα αίτια της λειψυδρίας, καθώς και οι βασικές επιπτώσεις της στα φυτά».

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το