Θ Plus

Η σπηλιά της Καλυψώς και το Ομηρικό κείμενο

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Ωγυγίη τις νήσος απόπροσθεν ειν’ αλί κείται / ένθα μεν Άτλαντος θυγάτηρ δολόεσσα Καλυψώ», η 244.

Α’
Μόλις είχα επιστρέψει από τη Μάλτα και ο πρώτος τόμος από την Οδύσσεια, των εκδόσεων Ι. Ζαχαρόπουλος, είχε τσαλακωθεί τόσο, που θα νόμιζε κανείς πως είχε ταλαιπωρηθεί από αφροντισιά και κακομεταχείριση.
Δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ο τόμος είχε ταξιδέψει μαζί μου προστατευμένος σε ειδική θήκη και είχε διασωθεί μέσα από τις κακοτράχαλες περιπέτειες, στις οποίες τον «οδήγησα» ωσότου φτάσει στη θρυλούμενη σπηλιά της «ευπλόκαμης νύμφης», στο νησάκι Γκότσο (Gozo) του συμπλέγματος της Μάλτας.
*
Δεν θα είχε νόημα αυτή η εισαγωγή αν η απογοήτευση (για να μην πω κατάθλιψη) από τη θέα, το μέγεθος, τη θέση και την κατάντια της μυθικής σπηλιάς δεν ήταν δυσανάλογη με τη φήμη της, τον ποιητή που τη διέσωσε, αλλά και τη γενικότερη θεωρία που αναπτύχθηκε στην Εσπερία κι έχει υφανθεί γύρω από αυτή. Ο Όμηρος μπορεί να την κατονομάζει και να την περιγράφει grosso modo, αλλά δεν την προσδιορίζει (εννοώ με τα σημερινά γεωγραφικά δεδομένα).
Το νησάκι του Γκότσο είναι το δεύτερο, σε μέγεθος, στο νησιώτικο σύμπλεγμα και βρίσκεται ανατολικά της Μάλτας, σε απόσταση ενάμισι περίπου μιλίου από αυτή, ενώ παρεμβάλλεται ανάμεσά τους, από ανατολικά, η πανέμορφη βραχονησίδα του Κομίνο (Comino).
Από τη Βαλέτα της Μάλτας ίσαμε το λιμανάκι Κιρκέβα (Cirkewwa) χρειαστήκαμε μια ώρα περίπου για να φτάσουμε στο βαποράκι που θα μας οδηγούσε απέναντι στο νησί της Καλυψώς. Από το λιμανάκι του Γκότσο είχαμε ευτυχώς την έμπνευση να μισθώσουμε ένα μικρό βανάκι που θα μας γύριζε σε όλο το νησί – και για όλη τη μέρα – προσεγγίζοντας τους σπουδαιότερους ιστορικούς και αρχαιολογικούς του τόπους.
Πριν ανηφορίσουμε λοιπόν ώς τον λόφο όπου φέρεται να ήταν η περιβόητη σπηλιά της Καλυψώς κάναμε – ευτυχώς, γιατί έτσι αποζημιωθήκαμε – μια στάση, επίσκεψη και περίπατο στον εκπληκτικό υπαίθριο Ναό των μυθικών Γιγάντων, το Ggantija temples. Πρόκειται για ένα κατάλοιπο ογκώδους αρχαϊκού ναού, το οποίο αποτελείται από πληθώρα κιόνων, στοών, τειχίων, θριγκών και βραχωδών επιστέψεων, που χτίστηκαν με τον μαλακό τοπικό ασβεστόλιθο και το οποίο χρονολογείται από την πρώιμη εποχή του χαλκού.
Εγκαταλείποντας με κρύα καρδιά αυτό το σπάνιο μνημείο της ανθρωπότητας πίστευα πως η αποκάλυψη του άντρου της Καλυψώς θα ανέβαζε ακόμη περισσότερο την αξιακή μετοχή της Μάλτας.
Όμως οποία απογοήτευση… Η διαδρομή και το ακριβές σημείο της σπηλιάς είναι μια αστάθμητη περιπέτεια. Δε βρίσκεται εύκολα, δεν υπάρχει η παραμικρή πινακίδα που να καθοδηγεί τον επισκέπτη (ή τον οδηγό) ώς εκεί κι επιπλέον εκείνο που εισέπραξα είναι ότι κανένας δε νοιάζεται στη Μάλτα για την ύπαρξη, τη θέση και την ιστορία αυτής της σπηλιάς.
Έχουν άλλα πράγματα να νοιαστούν από την ιστορία τους οι Μαλτέζοι – κυρίως απομεινάρια των ιπποτικών χρόνων που σχετίζονται με το τάγμα του Αγίου Ιωάννη – έτσι ώστε ο Όμηρος να τους ξενίζει, για να μην πω τους απωθεί.

Η σπηλιά της Καλυψώς στο Γκότσο

*
Σε μισή ώρα περίπου βρισκόμασταν μπροστά σε ένα περιορισμένο πλάτωμα, με ένα μονάχα μικρό τουριστικό μαγαζάκι κι ελάχιστους ανθρώπους να αναζητούσαν την αρχή της διαδρομής προς το σπήλαιο της Καλυψώς. Αυτό ήταν όλο κι όλο.
Μια ασήμαντη πινακιδούλα έδειχνε την κατεύθυνση, την οποία πήραμε και η οποία μας οδήγησε ύστερα από πενήντα περίπου μέτρα σε ένα έξοχο μπαλκόνι, με εκπληκτική θέα. Σπηλιά, όμως, πουθενά.
Απέραντη θέα στο πέλαγος, μια ξανθοκόκκινη αμμουδιά, από τις καλύτερες που έχουν δει τα μάτια μου κι ένα ανώμαλο βράχινο τειχίο, κάτω από τα πόδια μου. Ένδειξη για τη σπηλιά καμία…
Μια ρωγμή στο έδαφος και μια σκαλωτή σιδεριά σκουριασμένη και άχρηστη, η οποία ήταν βυθισμένη στο ελισσόμενο βάθος της, αυτό αποτελούσε το μυστήριο της ομηρικής σπηλιάς που υποτίθεται ότι βρισκόταν κάτω από τα πόδια μας. Αδύνατη οποιαδήποτε προσέγγιση του «γλαφυρού σπηλαίου» που κρυβότανε κάπου οκτώ με δέκα μέτρα χαμηλότερα σε ένα περίεργο κουφωτό σχίσμα. Που ασφαλώς και δεν είναι άντρο…
Η φωτογράφηση της σχισμής στάθηκε αδύνατη, όπως και η κάθοδος σε αυτή. Ούτε στο νησί, ούτε στη Μάλτα κυκλοφορεί βιβλίο, φωτογραφία ή εικόνα της σπηλιάς.
Αναγκάστηκα να διολισθήσω σε παρακείμενη πλαγιά και να δω μια ασήμαντη και αδιάφορη είσοδο σπηλαίου κλεισμένη από βράχια μαλακού ασβεστόλιθου, που κάθε άλλο παρά δίνει τη εικόνα μυθικής σπηλιάς, την οποία ωστόσο ο θείος ποιητής αποκαλεί «υψερεφές μέγα δώμα».
Τζίφος όλη η ιστορία. Του ταξιδιού, της περιπέτειας και της κατάγνωσης ενός σημαντικού μυθικού τόπου, στον οποίο ο Οδυσσέας υποτίθεται πως έμεινε εφτά ολόκληρα χρόνια και τον οποίο οι Αμερικανοί ονειρεύονται να επισκεφτούν.
Πού είναι το μέγα δώμα;

Β’
Πώς μια θαλασσινή σπηλιά «μεταφέρεται» στα κορφοβούνια για να «ικανοποιηθεί» η εμμονή κάποιων σχολιαστών της Οδύσσειας, καθώς εμπνέονται από το μυθικό υπόβαθρο της πέμπτης ραψωδίας της.
Καμιά εκατοστή ψηλότερα – ίσως και περισσότερο – από τη θάλασσα και μέσα σε μια περίεργη ρηγματώδη σχισμή του εδάφους «ταυτοποιήθηκε» το επιθαλάμιο άντρο της θεονύμφης Καλυψώς, κόρης του Άτλαντα που ζούσε σε ένα νησί της Μεσογείου (Ωγυγίη) και κράτησε τον πολύπαθο Δυσσέα για εφτά ολόκληρα χρόνια στο παλάτι της. Ποιο είναι όμως το «παλάτι» αυτό και πώς θα μπορούσε να είναι ένα παλάτι θεϊκό, για να αιχμαλωτιστεί εκεί μέσα εξαιτίας της ομορφιάς του ένας ήρωας σαν τον Oδυσσέα;
Λέει πουθενά ο Όμηρος ότι ήρωας και θεά σκαρφάλωσαν από τη θάλασσα μέχρι την κορυφή του βουνού (απόσταση αρκετά μεγάλη), όπως πιστεύουν οι ευφάνταστοι ερευνητές, να εισέλθουν σε αυτή την ασήμαντη ρωγμή του εδάφους, για να χαρούν τον έρωτά τους;
Όμως τι γράφει ο ραψωδός και τι λέει το Μαλτέζικο τοπίο της μυθικής σπηλιάς;
Ασφαλώς και δεν μπορεί να είναι αυτή η μυθική σπηλιά της Καλυψώς. Και δεν είναι – κατά την προσωπική μας άποψη – για τους παρακάτω περιοριστικούς λόγους:
Γράφει ο Όμηρος:
1.- «ως θ’ ίκετ’ Ωγυγίην νήσον νύμφη τε Καλυψώ / ή δη μιν κατέρυκε λιλαιομένη πόσιν είναι / εν σπέος γλαφυροίσι και έτρεφεν…», ψ 333.
Δηλαδή όταν έφτασε ο Δυσσέας στην Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς, έμεινε στη βαθουλωτή σπηλιά όπου τον έτρεφε η θεά…
2.- «Ύλη δε σπέος αμφί πεφύκει τηλεθόωσσα / κλήθρη τ’ αίγειρος τε και ευωδής κυπάρισσος», ε 63, δηλαδή γύρω από τη σπηλιά φύτρωνε δροσόλουστο δάσος, με σκλήθρα, λεύκες κι ευωδιαστά κυπαρίσσια…
3.- «η δ αυτού τετάνυστο περί σπείους γλαφυροίο ημερίς ηβόωσσα, τεθήλει δε σταφυλοίσι», ε 68, δηλαδή ολόγυρα από την κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη…
4.- «Τον δ’ άρ’ επ’ ακτής εύρε καθήμενον», ε 151, τον βρήκε δηλαδή να κάθεται στην ακρογιαλιά.
5.- «ήματα δ’ αμ πέτρησι και ηιόνεσσι καθίζων», ε 156, που πάει να πει όλες τις μέρες καθόταν στα βράχια και στο γιαλό, «πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων», χύνοντας δάκρυα καυτά κοιτάζοντας τη θάλασσα…
6.- «ελθόντες δ’ άρα τω γε μυχώ σπείους γλαφυροίο, ταρπέσθην φιλότητι παρ’ αλλήλοισι μένοντες», ε 226, όπου, καθώς έφτασαν στην αγκάλη της βαθουλωτής σπηλιάς, έκαμαν έρωτα μένοντας ο ένας δίπλα στην άλλη…
*

Ο αρχαιολογικός χώρος των Γιγάντων

Τι προκύπτει από τα παραπάνω ,αλλά και ύστερα από την επίσκεψη που πραγματοποιήσαμε στη σπηλιά αυτή του Γκότσο (που δεν είναι σπηλιά, πόσο μάλλον άντρο);
Μια γεωφυσική ανακρίβεια και μια μυθοπλαστική τερατογένεση. Αλλιώς μια πλήρης εικονική ανακολουθία και μια πραγματολογική αναντιστοιχία με το ομηρικό κείμενο και τη γεωφυσική ταυτότητα της Μάλτας.
Ταιριάζει μετά από όλα αυτά η περιγραφή του Ομήρου στο Μαλτέζικο τοπίο; Γιατί σώνει και καλά πρέπει να είναι αυτή η σπηλιά της Καλυψώς;
Κι οι ίδιοι οι Μαλτέζοι σνομπάρουν την εκδοχή αυτή, αφού παρά το ότι η Καλυψώ φημίζεται ως το αρχαιότερο όνομα του νησιού, δεν έχουν λόγους να το αποδεχτούν και να το διαφημίζουν. Ξέρουν πολύ καλά οι άνθρωποι πως η σπηλιά που επινόησαν κάποιοι δεν ταιριάζει με το ομηρικό τοπίο, που πρέπει να τοποθετείται κάπου αλλού κι όχι στο Γκότσο της Μάλτας.
Πιεσμένοι (και πιεζόμενοι) διεθνώς να αναγνωρίσουν τη θεϊκή σπηλιά ως το ομηρικό άντρο, δεν αναπαράγουν ούτε φωτογραφικά, ούτε εικονιστικά, μα ούτε με κάποιον άλλο τρόπο τον τόπο τους. Αντίθετα διαφημίζουν την παραλία της Ράμλα που βρίσκεται απλωτή στα πόδια του λόφου. Το φημολογούμενο σπηλαιϊκό σχίσμα δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτό ούτε από τους ίδιους τους Μαλτέζους, καθώς δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια ασήμαντη και αδιάφορη ρωγμή του εδάφους και μια υποτυπώδης κοιλότητα, κάτω από την κορυφή του λόφου. Ένα φτιαχτό μονοπατάκι οδηγεί στον εξώστη που είπαμε, από τον οποίο η θέα είναι παραπάνω από εντυπωσιακή. Η σιδερένια σκαλωσιά της καθόδου έχει εγκαταλειφθεί, η πρόσβαση πλέον είναι και παραμένει αδύνατη στη σπηλιά, η οποία ως ανεικονική, άξενη και αναντίστοιχη με το ομηρικό κείμενο θεωρείται εντέλει απρόσφορη ως τέτοια, ενώ θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι επεξεργασμένη και προσεγγίσιμη…
Αλλά αν ήταν έτσι τα πράγματα, η Καλυψώ θα έχαιρε της τοπικής εκτίμησης, μα και τουριστικής εκμετάλλευσης, για να μην πω ότι θα μνημονευόταν και ως «προστάτιδα» του νησιού.
Η σπηλιά στο Γκότσο δεν είναι παρά μια επικίνδυνη μυθοπλασία των αγεωγράφητων.
Κι ευτυχώς που ο Δυσσέας «έφυγε» από κει, αν «πέρασε» ποτέ, καθώς τον ξεπροβόδισε η Καλυψώ με τους πιο κάτω στίχους:

«Πέμπε δ’ επί σχεδίης πολυδέσμου, πολλά δ’ έδωκεν
σίτον και μέθυ ηδύ, και άμβροτα ήματα έσσεν
ούρον δε προέοικεν απήμονά τε λιαρόν τε»…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το