Πολιτισμός

Η Σοφία Κανταράκη στο ερωτηματολόγιο του Proust “Αναζητούμε το εφήμερο αποδεσμεύοντας απίστευτη μιζέρια”

 

Επιμέλεια
Μαίρη Τσακνάκη Γαβαλά

Καλεσμένη μας σήμερα η Σοφία Κανταράκη.

Η Σοφία Κανταράκη είναι φιλόλογος, ιστορικός, συγγραφέας, συντονίστρια εκπαιδευτικών προγραμμάτων του ιδρύματος Λαμπράκη, του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας και μητέρα τεσσάρων παιδιών.
Επιτρέψτε μου, αγαπημένη μου Μαίρη Γαβαλά να ευχαριστήσω θερμά εσάς και την εφημερίδα «Θεσσαλία» για την τιμή και τη χαρά της δημοσιογραφικής φιλοξενίας.
Λέγοντας αλήθειες:
Αναλώνουμε άραγε σωστά τη ζωή μας; Πώς πορευόμαστε σε έναν κόσμο όπου όλα φθίνουν και οι αρχέγονες αξίες μας υποτυπωδώς διατηρούνται; Με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας αναρωτιέμαι τι είναι τελικά αυτό που μας έχει οδηγήσει στη χαμέρπεια και στην ολίσθηση του εαυτού μας. Ξεχάσαμε να ζούμε πραγματικά, να συναισθανόμαστε, να ξεχωρίζουμε το κίβδηλο από το αληθινό. Όλοι μας αναζητάμε αυτό το αληθινό. Οι ξέφρενοι ρυθμοί της ζωής, οι απαιτήσεις που συνεχώς τορπιλίζουν το μυαλό μας, η δυστοκία τού να απολαύσεις τα μικρά, ασήμαντα πράγματα, όλα αυτά συνθέτουν ένα μωσαϊκό ανθρώπινης συνειδησιακής και συναισθηματικής εμπλοκής. Αναζητούμε το εφήμερο αποδεσμεύοντας απίστευτη μιζέρια. Η ανθρωποφαγία, ο «κανιβαλισμός», η θεοποίηση του κέρδους, η αποδυνάμωση των δεσμών της φιλίας, η υπερίσχυση του εγώ σε συνδυασμό με την αποβλάκωση από τον εθισμό της ψηφιακής οθόνης φαίνεται να κερδίζουν έδαφος στην καθημερινότητά μας. Βέβαια μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου είναι μια στάσις και αυτή, νιώθεται, κατά τον Καβάφη. Αναπόφευκτα όλοι αυτοί οι πολλαπλοί δρόμοι «ανάγνωσης» της ζωής, προκαλούν μια αγχώδη κατάσταση διανοητικής πολιορκίας, από την οποία κανείς στοχαστικός νους δεν αποδιδράσκει. Δεν σας κρύβω ότι αισθάνομαι την ανάγκη να αρχίσω να ξεκαθαρίζω τα πράγματα, για να μην καταλήξω να παλεύω με ανεμόμυλους…!

2η χρονιά στο Πρότυπο Γυμνάσιο Βόλου. Οι εμπειρίες;
Το έχω πει και θα το επαναλάβω. Πεποίθησή μου είναι να μετατραπεί η τάξη σε χώρο προσωπικής ενασχόλησης και εμπλοκής των μαθητών και μαθητριών με δημιουργικές πρακτικές και να λειτουργήσει με τρόπο που να οδηγήσει όλα τα μέλη της ομάδας στην ανάπτυξη σχέσεων και αμφίδρομης επικοινωνίας. Πιστεύω ότι μέχρι τώρα το έχουμε πετύχει. Ο μονοδιάστατος χώρος της τάξης αλλάζει μορφή και μετατρέπεται σε «ζωντανό σύστημα» ανταλλαγής πληροφορίας. Η βασική θέση των μαθητών και των καθηγητών του 2ου Προτύπου Γυμνασίου είναι ότι το σχολείο δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο γνωστικό υλικό που παρέχει, αλλά να ευνοεί μέσα σ’ ένα κλίμα ελευθερίας και συνεργασίας κάθε δημιουργική προσπάθεια των παιδιών σε όλα τα επίπεδα. Είναι ανάγκη να επικρατεί μία τέτοια ατμόσφαιρα, η οποία να αποτελεί ελκυστικό στοιχείο για την προσέλευση των μαθητών στο σχολείο, για την παραμονή τους στη σχολική αίθουσα και για την κατά το δυνατόν ενεργότερη συμμετοχή τους στη διαδικασία της διδασκαλίας, της μάθησης, αλλά και της ακραιφνούς δημιουργικότητας. Προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί ο σεβασμός των προσωπικών ρυθμών και η εφαρμογή τεχνικών και πρακτικών διαφοροποιημένης διδασκαλίας ανάλογα με τις ικανότητες και τις ανάγκες των μαθητών. Οι προκλήσεις του μέλλοντος δεν αφήνουν περιθώρια οπισθοδρόμησης. Χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην καλλιέργεια ενός ανοιχτού κριτικού πνεύματος που θα διέπει τις αποφάσεις των εν δυνάμει ενεργών μαθητών-πολιτών. Επομένως, απαραίτητο στοιχείο για την επίτευξη των μαθησιακών και γνωστικών στόχων θεωρείται η συνδιαλλαγή των μαθητών με το ανθρώπινο περιβάλλον, ώστε να αντλούν τη δύναμη της γνώσης και να μαθαίνουν να δρουν συλλογικά. Σε αυτό έχω επενδύσει.

Διαχρονικά υπέρμαχος του Παπαδιαμάντη. Μιλήστε μας για το νέο σας πόνημα.
Ο Παπαδιαμάντης είναι συνοδοιπόρος στις σκέψεις μου, τις οποίες τροφοδοτεί μέσα από την καλειδοσκοπική του οπτική για την κοινωνία και την εποχή του. Και όχι μόνο λόγω καταγωγής. Το βιβλίο μου με τίτλο «Λησμονημένες πτυχές της εκπαίδευσης στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη» συναρθρώνει στοιχεία μιας εκπαιδευτικής εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Παραθέτω αποσπάσματα, τα οποία έχω σταχυολογήσει από αρκετά διηγήματα του πεζογράφου. Αυστηρές και άδικες ποινές, βάναυσες τιμωρίες, πλημμελείς συμπεριφορές των δασκάλων, υποτυπώδεις κτηριακές υποδομές, κ.ά., αναδύονται ως καθρέφτισμα της εποχής του συγγραφέα. Το βασικότερο όλων είναι ότι διαβάζοντας τον Παπαδιαμάντη νιώθεις την ελληνική γλώσσα να ανταριάζει όπως η θάλασσα και να σου ψιθυρίζει τα άρρητα, να σε στροβιλίζει εκστατικά στη δίνη της καθώς αποκαλύπτει τη δύναμή της. Ο Παπαδιαμάντης στην εποχή της έντονης τεχνολογικής έκρηξης, της απομυθοποίησης των πάντων, της απαξίωσης των ηθών και του ηθικού τέλματος, της κατακρεούργησης της ελληνικής γλώσσας, διαπίστωσα ότι μπορεί να γοητεύσει τους μαθητές και τους νέους μας γενικά, με τις μεγαλειώδεις παρομοιώσεις του, τα ευρηματικά του επίθετα, τα περίτεχνα επιρρήματά του, το μοναδικό του χιούμορ, το ερωτικό του στοιχείο, τις συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις που χτυπούν κατευθείαν στον ψυχισμό αγγίζοντας παράλληλα ευαίσθητες χορδές αλλά και τις απόψεις του για τις κοινωνικές ανισότητες και τα στερεότυπα, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο των λογοτεχνικών αναγνωσμάτων στο σχολείο. Ίσως, όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τη γραφή του μαζί με την ειρηνική του επαναστατικότητα αλλά και την ανάγκη των νέων να εκφράσουν συναισθήματα και αξιολογήσεις για τον κόσμο, να μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε έναν μηχανισμό αποδοχής, ειδικά αν αποδεχτούμε το γεγονός ότι οι νέοι βρίσκονται διαρκώς σε μια δημιουργική επαφή με μηχανισμούς λεξιλογικής διεύρυνσης.

Η γλώσσα του αποτελεί σκόπελο για τους νέους;
Όπως είπε ο Λάκης Προγκίδης, ο πραγματικός σκόπελος στη διδασκαλία και την αφομοίωση του Παπαδιαμάντη είναι το ίδιο το σχολείο έτσι όπως είναι κι έτσι όπως τείνει να γίνει εν μέσω όλο και μεγαλύτερης ιδεολογικής τύφλωσης. Απαιτείται διδακτική τόλμη αν θέλουμε να ξεβαλτώσουμε. Θα τολμούσα να πω ότι οι σύγχρονες νεανικές λεξιπλασίες θυμίζουν πολλές φορές τις περίεργες λέξεις που χρησιμοποιεί ο πεζογράφος, με μια γλώσσα κάπως ακανόνιστη και απείθαρχη πολλές φορές, η οποία συνταυτίζεται με τον εξίσου ακανόνιστο χαρακτήρα του. Εκείνος, δεξιοτέχνης και δεινός χειριστής της, πλάθει με αριστοτεχνικό τρόπο αυτό που θέλει να μας μεταδώσει. Το ίδιο ευρηματικοί είναι και οι νέοι, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές πλάθουν λέξεις σε έναν αγώνα αυτοπροσδιορισμού και αλληλοκατανόησης, επαναστατώντας μπροστά σε οτιδήποτε εκπροσωπεί το κατεστημένο των ενηλίκων. Αυτή την ευρηματικότητα τη διακρίνουμε και στον πεζογράφο, όσο ανατρεπτικό αυτό και αν ακούγεται. Η γλώσσα του δείχνει να είναι επιβλητική, δωρική, αλλά και αιρετική, με αρκετή δόση χιούμορ πολλές φορές, δίνοντας την εντύπωση του τυχαίου και του ατημέλητου. Ακράδαντα πιστεύω ότι αυτό είναι συνειδητή επιλογή του Παπαδιαμάντη, προκειμένου να διακονήσει με τον τρόπο αυτό τις ιδέες του. Λειτουργεί ελεύθερος από κάθε είδους συμβάσεις, ευρισκόμενος πολλάκις σε διάσταση κάπως με το περιβάλλον του, αλλά δεν παύει να είναι γνήσιος και αυθεντικός. Διαθέτει αυτή την αυθεντικότητα και την ευρηματική διάθεση να τρυπώσει στον νου μας και να συνταξιδέψει με τις σκέψεις μας. Η παπαδιαμαντική γλώσσα είναι προσωπική, ιδιότυπη γλώσσα και με αρκετή πρωτοτυπία στους διαλόγους των πρωταγωνιστών του. Αυτό οφείλουμε να το εξηγήσουμε στους νέους, οι οποίοι μπορούν εύκολα να αντιληφθούν τι σημαίνει να γίνεσαι λεξιπλάστης, χωρίς όμως να αποδομείς το γλωσσικό σου οικοδόμημα. Η παπαδιαμαντική γλώσσα εδράζεται στο συνταίριασμα της θρησκευτικότητας και της παράδοσης, ειδικά του νησιού του. Οποιαδήποτε, λοιπόν, συζήτηση γύρω από τη γλώσσα και τη μορφολογία του έργου του Παπαδιαμάντη θα ήταν ελλιπής, αν δε φανέρωνε τις πηγές της έμπνευσης του δημιουργού της. Γιατί γλώσσα και περιεχόμενο είναι έννοιες αλληλένδετες στο έργο του, γεγονός που αυτόματα αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια παρέμβασης. Ας τον απολαύσουμε χωρίς μεταγλωττίσεις και αποδόσεις, αφήνοντας τη συγγραφική μαγεία του να μας οδηγήσει στα αναγνωστικά μονοπάτια που εκείνος χάραξε.

Ποιος είναι ο μαθητικός κόσμος του πεζογράφου;
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει σε πολλά διηγήματα τη σχολική πραγματικότητα με αναφορές στο αλληλοδιδακτικό σύστημα της εποχής, όπως στο διήγημα «Τυφλοσύρτης», «Η θεοδικία της δασκάλας», κ.ά. Για παράδειγμα στο διήγημα «Δασκαλομάννα», μεταφέρει τη δεινή θέση των αδύναμων μαθητών, οι οποίοι έπεφταν θύματα των γνωστών ταραξιών που καιροφυλακτούσαν να σπείρουν τον πανικό. Ο πρωτόσχολος όφειλε να επιβάλει την τάξη συνοδεία της παιδαγωγικής ράβδου και της αθώας σφυρίχτρας και κοπιούσε προς συμμόρφωση και αυτοσυγκράτηση των ανεξέλεγκτων νεανίων. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εκπαίδευσης εκείνης της δύσκολης εποχής αποτυπώνεται ακόμη και στην παράπλευρη «υποχρέωση» του διδάσκοντος, ενέχουσα για τους μαθητές έναν προσβλητικό και άκρως υποτιμητικό χαρακτήρα, να τους τιμωρεί βάναυσα γεγονός που προσκρούει και αντιβαίνει στις παιδαγωγικές θεωρίες της σημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η τακτική σωφρονισμού των μη πειθαρχούντων, των αμελών μαθητών και κυρίως των άτακτων δεν περιορίζεται σε πρακτικές χειροδικίας, αλλά και σε εξευτελιστικές τιμωρίες που σκοπό είχαν να λειτουργήσουν παραδειγματικά για τους υπόλοιπους μαθητές προς αποφυγήν παρόμοιων καταστάσεων αλλά κυρίως για να επαναφέρουν στην τάξη τους μικρούς, απείθαρχους ταραξίες. Οι σωματικές τιμωρίες στο σχολείο όπως η βέργα, τα χαστούκια, η ορθοστασία στο ένα πόδι, ο εμπτυσμός αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές που υπηρετούσαν ουσιαστικά το ρητό: «ο μη δαρείς παις ου παιδεύεται». Αν ο μαθητής καθυστερούσε να προσέλθει, ο δάσκαλος τον χτυπούσε στις παλάμες με ένα μαστίγιο από δέρμα βοδιού και τον ανάγκαζε να σταθεί για λίγο όρθιος στο ένα πόδι. Οι συνήθεις παραβάσεις αναφέρονται στη διατάραξη του μαθήματος, σε αγενή συμπεριφορά με βωμολοχίες και σε βία με επιθετικότητα που οδηγεί σε καταστροφές εντός του σχολείου. Ο διδάσκαλος φαίνεται να θεωρεί παράλογο να αγνοήσει την προβληματική συμπεριφορά ή να την αφήσει ατιμώρητη. Θεωρεί σχεδόν βέβαιο ότι εάν την αφήσει να περάσει απαρατήρητη τότε αυτή θα χειροτερεύσει. Οι ποινές παρουσιάζονται ποικίλες σε μορφή με κορωνίδα όλων, την κλασική σε όλους μας αλλά, για εκείνους, λυτρωτική αποβολή: «Πως ο διδάσκαλος είχε συγκαλέσει την επιτροπήν και απήτει την αποβολήν του Τζώρτζη, αλλ᾽ η επιτροπή αντέτεινε, μη θέλουσα να δυσαρεστήση τους οικείους του μεγαλοσώμου και φριξότριχος μαθητού. […] Είχεν απαιτήσει από την Εφορευτικήν Επιτροπήν την αποβολήν ως «ανεπιδέκτου μαθήσεως» του Γιαννιού του Βρυκολακάκη, του Στρατή του Χατζηδημήτρη και δύο ή τριών άλλων, αλλ᾽ εις τούτο εύρε την επιτροπήν αντιπράττουσαν». Για τους μαθητές αυτή η τιμωρία αποτελούσε το καταφύγιο και τη λύτρωσή τους από το επαχθές μάθημα, για το οποίο δεν είχαν και τις καλύτερες εντυπώσεις, για τον λόγο αυτό και κάποιες φορές φαίνεται ότι επιδίωκαν την απομάκρυνσή τους μπας και γλιτώσουν από το ολοήμερο βασανιστήριο της επίπονης μάθησης.
Σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνέντευξη και εύχομαι σε εσάς και σε όλο τον κόσμο Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το