Άρθρα

Η πολιτική συντάξεων κατά τη δεκαετία 2020-2030

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη και Βασιλείου Γ. Μπέτση*

Πλησιάζοντας προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας οι χώρες εντός ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διαθέτουν υψηλό επίπεδο κυβερνητικής και διοικητικής λειτουργίας, αξιολογούν τα αποτελέσματα των ασκούμενων πολιτικών κατά την περίοδο 2010-2020 και ταυτόχρονα σχεδιάζουν και προγραμματίζουν, στο πλαίσιο των μεσομακροπρόθεσμων στόχων τους, τις επιμέρους πολιτικές που θα εφαρμοσθούν κατά την περίοδο 2020-2030. Αντιστοιχώντας την πρωτοβουλία αυτή, εξαιρετικής σημασίας για τον κάθε οικονομικό και κοινωνικό σχηματισμό, στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας, διαπιστώνεται ότι η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα, κατά την τρέχουσα δεκαετία, αντιμετωπίστηκε από τους δανειστές λανθασμένα και δογματικά ως δημοσιονομικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, της λιτότητας και των μνημονίων (2009-2018), οι συνταξιούχοι να υποστούν μείωση του επιπέδου των συντάξεων τους κατά 45% (σωρευτική απώλεια 63 δις ευρώ).

Επιπλέον, οι δανειστές επέμεναν λανθασμένα στην επιβολή νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, επιβάλλοντας νομοθετικές παρεμβάσεις αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μετατροπής της επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης, μεταφέροντας τον κίνδυνο του γήρατος από το κράτος στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Επιπλέον, επέβαλαν σημαντική μείωση των συντελεστών αναπλήρωσης στην κύρια σύνταξη αλλά και τον αυτόματο κόφτη των συντάξεων, ο οποίος καθορίζει ότι η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη δεν πρέπει να υπερβεί την περίοδο 2018-2070 το 16% του ΑΕΠ. Ο κεντρικός στόχος των δανειστών ήταν ο περιορισμός της κρατικής χρηματοδότησης για συντάξεις από το 10% του ΑΕΠ που ήταν το 2016, στο 5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2018-2070.

Όμως, οι πολιτικές αυτές διεισδύοντας στον μελλοντικό χρόνο, θα επιφέρουν και κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας 2020-2030, περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων, διεύρυνση των οικονομικών-κοινωνικών ανισοτήτων και αύξηση του επιπέδου φτωχοποίησης του πληθυσμού. Σε αντίθεση με αυτή τη στρατηγική της βίαιης απαξίωσης, της συρρίκνωσης των δυνατοτήτων του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα και της σοβαρής επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων, η οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά αποτελεσματική λύση, προκειμένου να αποφευχθεί η αποδιάρθρωση του ΣΚΑ, κατά την περίοδο 2020-2030 (ανατροπή του διανεμητικού χαρακτήρα ο οποίος διατηρείται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), επιβάλλεται, κατ’ αρχήν, η αποκατάσταση των λανθασμένων επιλογών των δανειστών καθώς και η διατήρηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης (Διανεμητικό Σύστημα Καθορισμένων Παροχών). Στην κατεύθυνση αυτή, η μακροχρόνια βιωσιμότητα με ταυτόχρονη διεύρυνση των συνθηκών κοινωνικής αποτελεσματικότητας του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, ακόμη και με επίπεδο δαπανών κύριων και επικουρικών συντάξεων 16% του ΑΕΠ το 2070, σύμφωνα με την επιλογή των δανειστών, μπορεί εναλλακτικά να εξασφαλιστεί, σύμφωνα με την αναλογιστική μας μελέτη και επεξεργασία, με: α) μη εφαρμογή της μείωση του 18% της προσωπικής διαφοράς, μέτρο το οποίο έχει ήδη εφαρμοστεί, β) την αποκατάσταση των συντάξεων χηρείας, γ) την επαναφορά της 13ης σύνταξης στο σύνολό της, και δ) την αύξηση όλων των ποσοστών αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 κατά 20%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης κατά 20%, θα ενισχύσει, μεταξύ των άλλων, το επίπεδο των συντάξεων και την αναλογικότητα εισφορών-παροχών των νέων συνταξιούχων μετά τις 13/5/2016 καθώς και θα συμβάλλει, στον βαθμό που την αφορά, στον περιορισμό της εισφοροδιαφυγής, γεγονός που δεν θα επιτευχθεί σε μία ενδεχόμενη για παράδειγμα αύξηση της εθνικής σύνταξης. Στον πίνακα παρουσιάζονται συγκριτικά τα αποτελέσματα πριν την εφαρμογή των προτεινόμενων απαιτούμενων παρεμβάσεων, όπως παρουσιάζονταν από τις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και μετά την εφαρμογή των προτεινόμενων απαιτούμενων παρεμβάσεων. Σημειώνεται ότι η εξέταση της μακροχρόνιας χρηματοοικονομικής ισορροπίας και βιωσιμότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης εφαρμόζοντας τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις εξετάστηκε για δύο σενάρια: Το πρώτο σενάριο, αναφέρεται σε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (0,8%) του ΑΕΠ, για την περίοδο 2020-2070, όσο δηλαδή θεωρούν και οι δανειστές στις μελέτες τους. Το δεύτερο σενάριο, αναφέρεται σε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (1,5%) του ΑΕΠ, όσο δηλαδή λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον μέσο όρο των χωρών ΕΕ-27 την περίοδο 2020-2070.

Πίνακας

Συνταξιοδοτική Δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ 2020-2070

Έτος Συνταξιοδοτική Δαπάνη προς ΑΕΠ του Ageing Working Group 2018 Συνταξιοδοτική Δαπάνη προς ΑΕΠ με τις προτεινόμενες  παρεμβάσεις και 0,8% ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ Συνταξιοδοτική Δαπάνη προς ΑΕΠ με τις προτεινόμενες  παρεμβάσεις και 1,5% ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ
2020 13,4% 14,8% 14,8%
2030 12,0% 16,0% 15,3%
2040 12,9% 14,9% 13,4%
2050 12,5% 13,9% 11,7%
2060 11,5% 12,9% 10,1%
2070 10,6% 12,2% 9,1%

Από τον Πίνακα παρατηρούμε ότι στις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πριν τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις), η συνταξιοδοτική δαπάνη θα είναι το 2020 13,4% του ΑΕΠ, το 2030 12% του ΑΕΠ και το 2070 εκτιμάται ότι θα είναι 10,6% του ΑΕΠ (μέσος όρος των ΕΕ-27 11,5% του ΑΕΠ), με ανώτερο όριο συνταξιοδοτικών δαπανών το 16% του ΑΕΠ. Ενώ, με τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις και μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 0,8%, η συνταξιοδοτική δαπάνη θα διαμορφωθεί το 2020 στο 14,8% του ΑΕΠ, το 2030 στο 16% του ΑΕΠ και το 2070 θα διαμορφωθεί στο 12,2% του ΑΕΠ, μόλις 0,7% πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27 και σχεδόν 4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το ανώτερο όριο του 16% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, στο δεύτερο σενάριο που εξετάστηκε η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 14,8% του ΑΕΠ το 2020, στο 15,3% του ΑΕΠ το 2030 και στο 9,1% του ΑΕΠ το 2070, δηλαδή 1,5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χωρίς τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις αλλά με πολύ απαισιόδοξο μέσο μακροχρόνιο ρυθμό (0,8%) ανάπτυξης του ΑΕΠ. Ακόμα και την περίοδο 2020-2030 παρατηρούμε ότι ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ παραμένει κάτω από το ανώτερο όριο του 16% του ΑΕΠ που έχουν επιβάλλει οι δανειστές κατά την περίοδο των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών. Επίσης, από την αναλογιστική μας μελέτη προκύπτει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα καταβάλλει, με τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις, 6% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2020-2030 και 6,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2020-2070. Όταν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις υπολόγιζε στις μελέτες της ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα κατέβαλλε για συντάξεις το 5,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2030 και 5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2070.

Διάγραμμα

Συμπερασματικά από την οικονομική, δημοσιονομική, κοινωνικο-ασφαλιστική και αναλογιστική επεξεργασία και ανάλυση, προκύπτει ότι η προτεινόμενη και απαιτούμενη πολιτική συντάξεων κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2030, αποκαθιστά σε σημαντικό βαθμό τις συνέπειες των ασκούμενων μνημονιακών κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών της περιόδου 2010-2019, χωρίς να υπερβαίνει ακόμη και το μνημονιακό πλαφόν του 16% του ΑΕΠ των συνταξιοδοτικών δαπανών (κύριων και επικουρικών συντάξεων) το 2070. Επιπλέον, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, οι προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις θα συμβάλλουν, διαμέσου της αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, των εισοδημάτων και της ζήτησης, σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,25% την περίοδο 2020-2030.

*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης Υποψ. Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το