Πολιτισμός

Η παλιά Νέα Ιωνία χάνεται – Γκρεμίστηκε το «Παντοπωλείον Η Πρόοδος» του Απόστολου Σουσλίδη

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Νοσταλγικό το ταξίδι στα παλιά, στον δρόμο της Αναπαύσεως, σε κείνη τη γωνιά του Μεταξουργείου που θύμιζε την προσφυγιά…
Ανέβαινα από τον Βόλο με τα πόδια στη Νέα Ιωνία, όταν είδα πάνω από το Μεταξουργείο μαζεμένους εργάτες να πηγαινοέρχονται κουβαλώντας πόρτες, παράθυρα, τσίγκους, ξύλα, άλλα πάνω τους, άλλα με το καροτσάκι, μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Σταμάτησα από περιέργεια και είδα πως η «επιχείρηση» αυτή γινόταν στο παλιό αρχοντικό και μαγαζί του Αποστόλη Σουσλίδη. Ο όγκος και η έκτασή του έπιανε όλο το οικοδομικό τετράγωνο. Πήγα κοντά και φάνηκαν τα μεγάλα ψηλοτάβανα δωμάτια με τα γύψινα, το τζάκι, τα θολωτά στους τοίχους…, τα ξύλινα δάπεδα, άδειο από παλαιά έπιπλα και σκεύη, ρημαγμένο και ταλαιπωρημένο από την κακοποίηση του αποξηλώματος των φωτιστικών και των κουφωμάτων. Οι πόρτες του μαγαζιού με τα τσίγκινα ρολά κατεβασμένα και η ξύλινη σκαλιστή πόρτα της εισόδου του σπιτιού είχαν ξηλωθεί. Το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν θλίψη. Δεν έβλεπα πλέον τους εργάτες, ούτε άκουγα τις φωνές του αφεντικού. Σιωπηλή και αθόρυβη, ένιωσα μια απέραντη γαλήνη, ένα ημίφως που τρεμόσβηνε, μια νοσταλγία, έναν στοχασμό…
Ο κισσός είχε βρει τρόπο να σκαρφαλώσει ώς τη σκεπή και να τυλίξει τις πανύψηλες πόρτες τώρα είχε έρθει και η σειρά του. Ούτε οι ρίζες δεν θα έμεναν. Όλα όσα είχαν τυλίξει οι φεγγαρίσιες νύχτες του από τις παλιές φωτογραφίες και τη ζωντανή παρουσία, όλα γίνονταν τρύπες και χαρακιές πίσω από τους σοβαντισμένους τοίχους, ματαιότητα πίσω από τον χρόνο. Υπόγεια και παράσπιτα, γωνιές και διάδρομοι έδιναν καταφύγιο στη φαντασία μου.

Μπακάλικο του Αποστόλη

Κάποτε, σε αυτό υπήρχε ζωή… Φιλοξένησε όνειρα, όμορφες στιγμές, αλλά και δυσάρεστες… Είχε έρθει, όμως, το πλήρωμα του χρόνου, το τέλος της ζωής του. Δεν υπήρχαν θησαυροί που αναβίωναν την πρότερη ζωή του είχαν όλα απομακρυνθεί, ή καλύτερα πεταχτεί σε χωματερές.
Η κατεδάφιση έγινε πολύ γρήγορα… Την επόμενη μέρα μέχρι το βράδυ τα μηχανήματα είχαν επιτύχει το καταστροφικό έργο της ισοπέδωσης με γρήγορες διαδικασίες.
Ο μπουλντοζιέρης, οι γείτονες, οι περαστικοί μιλούσαν με τη σιωπή τους και έμεναν με ανοιχτό το στόμα και ο εκσκαφέας έπεσε βαρύς στα κεραμίδια και στους πέτρινους χοντρούς τοίχους, που δεν ήθελαν να πέσουν σε αντίσταση διαμαρτυρίας για το γκρέμισμα. Η πλευρά της οδού Δημοκρατίας με την αυλή και τα καρποφόρα δέντρα παρέμενε αλώβητη… Με τον θάνατο της τελευταίας απογόνου η ζωή της οικογένειας πετάχτηκε στη λήθη και ισοπεδώθηκε με το κτίσμα.
Ερείπιο στη φαντασία μου ο κόσμος του και τραγικές φιγούρες τα φαντάσματα που κατοικούσαν για χρόνια. Ο χρόνος δικός του και η γειτονιά δική του… όλα στο χθες. Και ο κόμπος στο στήθος δεν λυνόταν.
Ο χώρος και ο χρόνος του δεν ήταν άγνωστα στη Νέα Ιωνία.

Η πρόσοψη

Γιος του Σωτήρη και της Αθηνάς, από την Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης ήταν ο κυρ Απόστολος. Είχαν μεγάλο παντοπωλείο στον τόπο τους και βρίσκονταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση. Ήρθε, όμως, η συνθήκη των Μουδανιών στις 11 Οκτωβρίου του 1922 και άλλαξαν όλα. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και μαζί τους η οικογένεια Σουσλίδη και να βρεθούν πρόσφυγες στην Ελλάδα, διασκορπισμένοι στην Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα, Αθήνα και Βόλο.
Όλα τα αδέλφια ήταν μορφωμένα και είχαν εφόδια στη ζωή τους. Ο Αποστόλης ιδιαίτερα είχε εξαιρετική εγκύκλια μόρφωση, μιλούσε άπταιστα τη γαλλική γλώσσα και μπορούσε να αντιμετωπίσει τη νέα ζωή που είχε βρεθεί. Άλλωστε ήξερε τη δουλειά από τον πατέρα του και με λίγες οικονομίες που είχε, αγόρασε το οικόπεδο στη γωνία Αναπαύσεως και Δημοκρατίας, στα «σκαλάκια» όπως τα ονόμαζαν έκτισε την οικοδομή, παντρεύτηκε και άνοιξε το παντοπωλείο με την επιγραφή «Η Πρόοδος» και ρίχτηκε στη δουλειά. Υπήρχε πολλή από τα διπλανά εργοστάσια και τους εργάτες και την εκμεταλλεύτηκε.

Από το πίσω μέρος

Είχε μέσα τα πάντα…., πουλούσε τα πάντα…, κυριαρχούσαν τα όσπρια σε τσουβάλια ανοιχτά με τη σέσουλα επάνω και τα δημητριακά, για να προκαλούν τον πελάτη. Άλλωστε ήταν το συνηθισμένο φαγητό του φτωχού συνοικισμού.
Στον μεγάλο πάγκο συνήθιζε να ζυγίζει στη ζυγαριά με τα δράμια παρατεταγμένα στη σειρά από το μεγαλύτερο στο μικρότερο και παραδίπλα είχε ένα τραπεζάκι ξύλινο να κερνάει τους φίλους και να τρώει ο ίδιος. Δεν προλάβαινε να φάει με την οικογένεια. Λίγες ήταν οι φορές που έτρωγαν όλοι μαζί. Πολυτέλεια.
Με την Τερψιχόρη Μαγκρίδου από το Ορτάκιοϊ Νικομήδειας είχε μια κόρη την Αθηνά, που άλλοι έλεγαν πως ήταν ανιψιά του. Καλός οικογενειάρχης δεν είχε ακουστεί τίποτε.
Αρχοντάνθρωπος και στην εμφάνιση, ευγενικός και πρόσχαρος πάντα. Δεν έκλεινε ποτέ το μαγαζί. Τα μεσημέρια ιδιαίτερα, περίμενε τους εργάτες από το εργοστάσιο του Ετμεκτζόγλου στο διάλειμμά τους. Ετοίμαζε το φτωχό φαγητό τους, λίγες ελιές, σαρδέλες, χαλβά και μπόλικο ψωμί από δίπλα από τον φούρνο του Τσικριτζή. Μετά η κυρά Τερψιχόρη, δραστήρια γυναίκα και νοικοκυρά, μαγείρευε κάποια φαγητά, όπως παστίτσιο, φασόλες, τα τύλιγε σε λαδόκολλες και τα πουλούσε στους εργάτες. Οι συναλλαγές τους γίνονταν συνήθως «βερεσέ» γραμμένες στο βιβλίο του μαγαζιού, που τα εξοφλούσαν το Σάββατο μόλις έπαιρναν τον μισθό τους.

Η αυλή με τα σκαλάκια

Ο κυρ Αποστόλης μιλούσε μαζί τους, αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για ό,τι συνέβαινε στο εργοστάσιο, φώναζαν, χειρονομούσαν και κείνος με την κόρη του, ευγενική νεαρή φυσιογνωμία, που τον βοηθούσε, άκουγαν αμέτοχοι χωρίς να συμμετέχουν. Πέρασαν χρόνια και τα δύσκολα του πολέμου, του εμφυλίου και των σεισμών. Σταθερή παρουσία ζωής της γειτονιάς παρέμενε το μπακάλικο και όταν ακόμη το 1960 πέθανε ο κυρ Απόστολος σε ηλικία 66 χρονών. Μητέρα και κόρη το κράτησαν για μερικά χρόνια ακόμη μέχρι το 1968, που πέθανε και η Τερψιχόρη και η Αθηνά έμεινε μονάχη. Με όλα αυτά τα συμβάντα το μπακάλικο λειτούργησε μέχρι το 1973 περίπου από πείσμα της Αθηνάς. Μετά το έκλεισε, κατέβασε τα ρολά, πάλεψε με τον κόσμο της και δεν τα ξανάνοιξε. Άνοιξε τα φτερά της να ξεφύγει από το παρελθόν της και προσελήφθη, με τη μόρφωση που είχε, βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη των Τριών Ιεραρχών εργαζόμενη ώς το 1984. Έμεινε μονάχη σε κείνο το μεγάλο σπίτι και δεν παντρεύτηκε αφήνοντας την ιστορία της οικογένειας να χαθεί, χωρίς απογόνους. Στα χρόνια της ανημποριάς της απάγκιασε στους κόλπους της παρακείμενης εκκλησίας της Αγ. Ειρήνης Χρυσοβαλάντω και το 2018 όταν πέθανε, άφησε την περιουσία τους στην εκκλησία. Στα πέντε χρόνια από τον θάνατό της, πριν λίγες μέρες, η εξωτερική όψη του σπιτιού της Αναπαύσεως με τα παλιά τσίγκινα κατεβασμένα ρολά του παντοπωλείου και η ξύλινη σκαλιστή πόρτα της εισόδου χάθηκαν ανίκανα να αντιδράσουν. Το τοπίο της Νέας Ιωνίας άλλαξε, ο χώρος όλος άλλαξε, έγινε ξένος, όπως ξένη θα είναι και η πολυκατοικία που θα κτιστεί. Η εικόνα της δεν θα έχει τίποτα να θυμίσει σε μας τους παλιούς, καμιά εποχή, καμιά νοσταλγία γλυκιά…

Από αρ. Αποστόλης, Τερψιχόρη, Αθηνά, 1960
Οικ. Σουσλίδου στην Ανδριανούπολη

Πηγές: Β. Γιασιράνη «Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960», εφ. «Θεσσαλία» 16 Φεβρουαρίου 2020.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το