#pouzoumerefile

Η Λευκή Σημαία

Περπατώ στο όμορφο καλντερίμι που ανηφορίζει στα δεξιά από το Νανοπούλειο σχολείο της Τσαγκαράδας.

Είναι μια αγαπημένη, σχεδόν καθημερινή “ρουτίνα”, μια σωματική αλλά και μνημονική άσκηση αφού, με μαθηματική ακρίβεια, η σύντομη βόλτα πάντοτε καταλήγει στο εγκαταλελειμμένο, ρημαγμένο και λεηλατημένο πια κτίριο του Ξενία.

Το  Ξενία Τσαγκαράδας ήταν ένα από τα πρώτα που σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν, (αρχικό έτος κατασκευής 1955), μέσα στα πλαίσια του φιλόδοξου και διορατικού για την εποχή, Κρατικού Προγράμματος κατασκευής και λειτουργίας ξενοδοχείων του ΕΟΤ, που έλαβε χώρα από το 1950 έως το 1974 και που στόχευε στην ανάπτυξη του τουρισμού και στην κατασκευή πρότυπων τουριστικών μονάδων.

Το σχεδίασε κι επιμελήθηκε, κάποιος το όνομα του οποίου έγινε σχεδόν συνώνυμο με τα “Ξενία”, ο Χαράλαμπός Σφαέλλος.

Ίσως, λόγω της καταγωγής του από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και της στενής σχέσης των εκεί Ελλήνων με το χωριό, έκανε κάποιες “αισθητικές υπερβάσεις” και παρέμεινε πιστός (όσο του το επέτρεπαν τουλάχιστον, οι αρχιτεκτονικές τάσεις μοντερνισμού και οι λειτουργικές ανάγκες της εποχής), στα Πηλιορείτικα στοιχεία και τα δομικά υλικά της περιοχής.

Δεν πρόλαβα να το δω στις “δόξες” του, αφού δεν είχα ακόμη γεννηθεί, δεν πρόλαβα καν να το δω εν λειτουργία, αφού τον Φεβρουάριο του 2004, όταν πρωτοήρθα, είχε ήδη κλείσει για το κοινό από το προηγούμενο καλοκαίρι.

Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που το είδα απ’ έξω. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η βιασύνη και η σπουδή με την οποία πρέπει να έκλεισε τις πόρτες του, μου θύμιζε κάτι φωτογραφίες από κτίρια στην εκκενωμένη πόλη-φάντασμα του Τσερνομπίλ μετά την αλυσιδωτή του τέταρτου αντιδραστήρα.

Έβλεπα από την τζαμαρία μέσα την αίθουσα πρωινού. Τα τραπέζια ήταν ακόμη καλοστρωμένα με αλατοπίπερα, μαχαιροπήρουνα, ποτήρια και μπωλ του πρωινού, οι καρέκλες του μάταια περίμεναν επισκέπτες που δεν έμελε να ξαναέρθουν ποτέ.

Μέσα από τον φωταγωγό του πλυσταριού έβλεπα ένα βουνό με άπλυτα και στον επαγγελματικό μύλο σιδερώματος είχε ακόμη, “παγιδευμένο”, ένα σεντόνι…

Για μένα, αυτό το σεντόνι ήταν ίσως ό,τι εμβληματικότερο υπήρξε της απαρχής της εγκατάλειψης και της απαξίωσης που θα ακολουθούσε στα επόμενα χρόνια.

Σαν κάτι ρολόγια που βλέπεις, για πάντα κολλημένα, να δείχνουν την ώρα της έκρηξης στο Ναγκασάκι ή την στιγμή που βυθίστηκε ο Τιτανικός, ακινητοποιημένο, εκεί, μισοσιδερωμένο και μισο-ασιδέρωτο, μισό στο ένδοξο “πριν” και μισό στο άδοξο “μετά”, μια λευκή σημαία που σηματοδοτούσε το ακριβές σημείο μιας κρίσης…

Περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 90′, το κράτος αποδείχτηκε ανίκανο και στο ρόλο του ξενοδόχου, οι απαιτήσεις στην τουριστική αγορά διαφοροποιήθηκαν και τα ΞΕΝΙΑ πήραν το δρόμο της μιζέριας και της εγκατάλειψης.

Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν χάρηκα κι απογοητεύτηκα άπειρες φορές με τις διάφορες “ειδήσεις” που το ήθελαν είτε να ιδιωτικοποιείται, είτε να περιέρχεται και να λειτουργεί ως Δημοτική περιουσία, άλλοτε να ανακαινίζεται και να γίνεται ξενοδοχείο “Boutique” κι άλλοτε να προστίθεται σαν κρίκος σε μεγάλη διεθνή αλυσίδα ξενοδοχείων… ενώ στο μεταξύ, εδώ, στην αμείλικτη καθημερινή πραγματικότητα λυπόμουν καθώς έβλεπα την σταθερή και σταδιακή του αποσύνθεση στα εξ ων συνετέθη.

Την ίδια στιγμή που η Ε’ Εφορία Νεοτέρων Μνημείων (στην οποία υπάγεται και “σκονίζεται”), απαξιεί να ενδιαφερθεί, καθώς αυτό μετατρέπεται, μέρα την μέρα, σε Μνημείο Εγκατάλειψης, Κρατικής Αδιαφορίας Και Μεγαλειώδους Ανικανότητας, ένα άλλο ξενοδοχείο, σχεδιασμένο από τον ίδιο άνθρωπο, κάπου στην μακρινή Μαυριτανία ευημερεί, φιλοξενεί και παράγει πλούτο…

Αλλά, τώρα θα μου πεις και θα’ χεις δίκιο, άλλο πράγμα η “Μαυριτανία” κι άλλο το “Μαύρη Είναι Η Νύχτα Στα Βουνά”….

Σήμερα, καθώς ακούω για πολλοστή φορά τον ήχο των σπασμένων γυαλιών κάτω από τα πόδια μου, αισθάνομαι και κάτι ακόμη να σπάει…

Είναι η υπομονή μου, μαζί με τις ίνες που κάποτε αποτελούσαν το προαναφερόμενο, πρώην λευκό και μαύρο πια σεντόνι της ιστορίας…

Αποφάσισαν πως άδικα ήλπιζαν και περίμεναν για κάποιο χέρι που θα έβαζε ξανά “μπροστά” στον κύλινδρο.

Το σημείο της κρίσης περνάει σύντομα στο σημείο χωρίς επιστροφή…

Η στέγη ράγισε και το νερό μπάζει από παντού…

Και τώρα που δεν υπάρχει πια και το σεντόνι πιστεύω πως είμαι πλέον ο τελευταίος που νοιάζεται γι αυτό το πάλαι ποτέ κόσμημα του Πηλίου, αφού κανείς δε βλέπει, κανείς δεν ακούει και κανείς δεν μιλά πια ρε φίλε…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το