Τοπικά

Η κοροϊδία των Αθηναίων εμπόρων οδήγησε στις λαϊκές

Αναζητούσαν τρόπο να αμυνθούν απέναντι στους εμπόρους της Αθήνας που τους «έριχναν» στις συμφωνίες και έτσι αποφάσισαν αντί να στέλνουν στην πρωτεύουσα τα προϊόντα τους, να τα πωλούν απευθείας στους πολίτες.
Έτσι κατά αυτό τον τρόπο, σαν μια αντίδραση δηλαδή, άρχισε να διαμορφώνεται ο θεσμός πλέον της λαϊκής αγοράς, ο οποίος έχει ριζώσει για καλά στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού, ως κάτι όπου μπορεί να βρει ποιοτικά είδη διατροφής σε τιμές φθηνότερες από τις αντίστοιχες των καταστημάτων.
Ο παραγωγός κ. Ηλίας Αναστασόπουλος μιλώντας στη «Θ» φέρνει στη μνήμη του την πρώτη λαϊκή αγορά, όπου συμμετείχαν ελάχιστοι αρχικά παραγωγοί, οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας του ’70, θέλησαν να κάνουν κάτι οργανωμένο. Ήταν Δευτέρα όταν έριξαν τα νάιλον πανιά τους – δεν χρησιμοποιούνταν πάγκοι, τα επόμενα χρόνια μπήκαν στις λαϊκές – στην οδό Μαιάνδρου στη Νέα Ιωνία μπροστά από το γήπεδο της Νίκης, περιμένοντας τους πελάτες που ήταν αρχικά κάπως διστακτικοί. Τα τελάρα με τις ντομάτες, τις πιπεριές και τα άλλα ζαρζαβατικά και φρούτα, ήταν έτοιμα. Οι πολίτες περνούσαν από τον κάθε αγρότη και διάλεγαν, ενώ δεν υπήρχε πληθώρα παραγωγών, με τον κ. Αναστασόπουλο να επισημαίνει ότι τη νηπιακή περίοδο της λαϊκής ο αριθμός τους ήταν το 1/3 σε σχέση με το παρόν. Μετά από τρεις ημέρες επανήλθαν αυτή τη φορά στις γραμμές στον Βόλο και έκτοτε υπήρξε η καθιέρωση. «Εγώ και άλλοι πέντε δημιουργήσαμε τις λαϊκές και ήμασταν από την πρώτη στιγμή εκεί. Η δημιουργία τους έγινε για τους παραγωγούς και όχι για τους εμπόρους, αν και πλέον δεν είναι κακό να υπάρχουν και έμποροι, γιατί βρίσκει ο καταναλωτής ποικιλία προϊόντων». Ο ηλικιωμένος παραγωγός από τον Αλμυρό, εξηγεί τι ήταν εκείνο που τους παρακίνησε μαζί με τους υπόλοιπους να προχωρήσουν στο εγχείρημα της δημιουργίας της λαϊκής αγοράς, με την απάντηση να βρίσκεται 300 περίπου χιλιόμετρα μακριά… Συγκριμένα στους εμπόρους της Αθήνας, οι οποίοι ζητούσαν ντομάτες και άλλα προσφέροντας ελάχιστα χρήματα που δεν έφταναν ούτε για το κόστος της παραγωγής. «Στέλναμε για παράδειγμα 50 κιλά ντομάτες προς μια δραχμή το κιλό και αυτοί μας έδιναν άλλοτε 20.000 δραχμές, άλλοτε και λιγότερα, κάτι που το έκαναν κατά σύστημα. Ουσιαστικά μας έκλεβαν εν ψυχρώ…» αναφέρει με γλαφυρότητα, λέγοντας πως στο σήμερα ο κόσμος έχει αγκαλιάσει τις λαϊκές, με την κίνηση να διατηρείται σε ικανοποιητικό επίπεδο. Δίνοντας το στίγμα της εποχής αναφέρει με ειλικρίνεια αυτός που πουλάει καλά προϊόντα και σε προσιτή τιμή θα έχει κόσμο στον πάγκο του, εκείνος που είναι, όμως, «φαρμακείο» θα βαράει μύγες…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το