Τοπικά

Γλύτωσε το Άουσβιτς χάρη σε μία οικογένεια από τον Άγιο Βλάσιο Πηλίου

Όσα έζησε ο Αβραάμ Χακίμ κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς, δεν χωράνε σε λίγες αράδες. Γλύτωσε από την κόλαση του Άουσβιτς, όπου κατέληξαν πολλοί Εβραίοι του Βόλου, χάρη σε μία χριστιανική οικογένεια από τον Άγιο Βλάσιο. Η εξαμελής εβραϊκή οικογένεια διέφυγε τη σύλληψη και δεν οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, βρίσκοντας καταφύγιο στο σπίτι του Απόστολου και της Μαρίας Βολιώτη. Ήταν δύο άνθρωποι απλοί από ένα μικρό χωριό του Πηλίου, που δεν δίστασαν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για να πράξουν το αυτονόητο: Να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους, με τους οποίους συνυπήρχαν ειρηνικά μέχρι την έκρηξη του πολέμου και τότε κυνηγήθηκαν ανελέητα από τους ναζιστές, μόνο και μόνο γιατί ήταν Εβραίοι.

Ο κ. Αβραάμ Χακίμ, 80 χρόνων πλέον, βρέθηκε για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα. Μαζί με την οικογένειά του επισκέφτηκαν το Πήλιο, όπου για μία ακόμη φορά αναβίωσε τα συγκλονιστικά γεγονότα που βίωσε όταν ήταν παιδί. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι εξιστορεί με απίστευτες λεπτομέρειες την περιπέτεια που έζησε στην Κατοχή. Ο λόγος του χειμαρρώδης και παθιασμένος, αφού κέρδισε το στοίχημα της ζωής κόντρα στον παραλογισμό ενός πολέμου που κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων συμπατριωτών του. Ο συνταξιούχος μηχανικός, λίγο προτού πάρει το αεροπλάνο της επιστροφής για το Τελ Αβίβ, θυμήθηκε λεπτό προς λεπτό όσα βίωσε, μιλώντας μάλιστα άπταιστα ελληνικά.
«Γεννήθηκα το 1937 στον Άνω Βόλο. Ο πατέρας μου, Ηλίας Χακίμ γεννήθηκε στην Καβάλα, ενώ η μητέρα μου, Άννα Ντόστε στον Άνω Βόλο. Με το εμπόριο ασχολούνταν ο πατέρας μου.

Είχε βγάλει το σχολείο της Alliance. Ήταν μορφωμένος, μιλούσε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά. Το σπίτι μας ήταν στην οδό Μακρινίτσης 67. Έπεσε με τον σεισμό του 1955 και τώρα πια υπάρχει μία τριώροφη πολυκατοικία», θυμήθηκε ο κ. Χακίμ, ο οποίος στη συνέχει αναφέρθηκε στη φυγή τους από τον Βόλο: «Όσο ήταν οι Ιταλοί, δεν είχαμε πρόβλημα. Όμως, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την έλευση των Γερμανών στον Βόλο, κρυφτήκαμε στα βουνά και στα απομακρυσμένα ορεινά χωριά του Πηλίου. Στον Βόλο κινδύνευες πια. Οι Γερμανοί μόλις είχαν κατέβει από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν χάσει τη ζωή τους οι περισσότεροι Εβραίοι. Πήγαν στον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδας Ιωακείμ Αλεξόπουλο και στον Ραβίνο μας, τον Μωυσή Πεσάχ ζητώντας όλες τις διευθύνσεις των εβραϊκών οικογενειών. Όμως, ο Ραβίνος ήξερε τι είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη και ειδοποίησε όλους τους Εβραίους να φύγουν από τον Βόλο. Φύγαμε με τα πόδια, ενώ ο πατέρας μου δανείστηκε δύο μουλάρια από έναν φίλο του. Φορτώσαμε όσα πράγματα μπορούσαμε και ξεκινήσαμε. Όπως βλέπεις τώρα τους πρόσφυγες που έρχονται στην Ελλάδα. Αυτό έγινε το 1941, τον Σεπτέμβριο. Πρώτα φτάσαμε στα Άνω Λεχώνια. Έπειτα από λίγες ημέρες μετακινηθήκαμε στον Άγιο Βλάσιο, όπου συναντήσαμε τον κύριο Απόστολο Βολιώτη και τη γυναίκα του Μαρία. Πολύ καλοί άνθρωποι. Είναι στον Παράδεισο τώρα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Ο πατέρας μου τον γνώριζε από το εμπόριο. Πήγαινε τακτικά στα χωριά του Πηλίου. Ήταν φίλοι. Μας πήραν στο σπίτι τους δίχως δεύτερη κουβέντα».

Ο κ. Χακίμ στάθηκε στις διώξεις των κατακτητών, αλλά και στους δραματικούς μήνες που ακολούθησαν για εκείνον και την οικογένειά του: «Οι Γερμανοί πήγαν μία μέρα στο σπίτι του αδερφού του, σε μικρή απόσταση από εκεί που μέναμε. Το πυρπόλησαν, καίγοντας κι εκείνον μέσα ζωντανό. Για παραδειγματισμό. Νόμιζαν ότι έκρυβε αντάρτες και Εβραίους. Όμως, εκείνος δεν είχε καμία ανάμειξη. Άδικο τέλος είχε και ο πατέρας του κ. Απόστολου. Ένα πρωινό έβγαλε τα πρόβατα για βοσκή μαζί με τον μεγαλύτερο εγγονό του, τον Βαγγέλη, που πέθανε πριν από δύο μήνες. Συνομήλικοι ήμασταν. Έπεσαν πάνω σ’ ένα περίπολο Γερμανών. Δίχως λόγο πυροβόλησαν τον παππού και τον δολοφόνησαν, ενώ πέταξαν το παιδί σ’ ένα φορτηγό και το πήγανε στην Κίτρινη Αποθήκη. Έτρεξε η θεία του και τον έσωσε εκείνη από τα κρατητήρια. Όταν κάψανε το σπίτι του αδερφού του, ήρθε ο κ. Βολιώτης και είπε στον πατέρα μου: Κύριε Χακίμ, δεν μπορείτε να μείνετε άλλο εδώ. Και πού να πάω με τέσσερα παιδιά; Το μωρό είναι μόλις δέκα μηνών, αποκρίθηκε εκείνος. «Έχω ένα καλύβι λίγο πιο έξω από το χωριό. Λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι. Σ’ ένα κτήμα με μηλιές», ανταπάντησε ο Έλληνας. Είχε και τζάκι. Πήραμε κουβέρτες, ό,τι είχαμε και μείναμε κάπου δέκα μήνες εκεί. Υπήρχε και μία σπηλιά πιο πέρα, όχι πολύ μακριά από το καλύβι. Κι εκεί πηγαίναμε να κρυφτούμε. Μία άλλη φορά συνέλαβαν τον μπαμπά μου. Ήρθε η Μαρία Βολιώτη μ’ ένα φρεσκοψημένο καρβέλι ψωμί και φώναξε στους Γερμανούς: «Σας παρακαλώ, μην τον σκοτώσετε». Τους φίλεψε ψωμί και τους ανέβασε επάνω, τους πρόσφερε ελιές και τυρί. Και ο αξιωματικός, που μας λυπήθηκε, της είπε: «Κοίταξε, εμείς θα φύγουμε, αλλά θα έρθουν άλλοι στρατιώτες. Κρυφτείτε καλύτερα, γιατί θα σας σκοτώσουν». Της χάρισε και ένα ζευγάρι κιάλια, για να παρακολουθούν την κίνηση. Ο Μιχάλης, ο μικρός γιος τους, τα έχει ακόμη ενθύμιο. Πέρασε ο χειμώνας και μετά αλλάξαμε και ταυτότητες. Πλέον λεγόμουν Αλμπέρτος Χακιμίδης. Όταν έπιασαν τρεις συγγενείς μας, φύγαμε πιο μακριά, καταλήξαμε στην Τσαγκαράδα. Εκεί δεν έφταναν εύκολα οι Γερμανοί, φοβόντουσαν τους αντάρτες. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο μικρό, όπου μείναμε μέχρι την απελευθέρωση».

Ο κ. Χακίμ, ο οποίος τυγχάνει εξάδελφος του προέδρου της ισραηλιτικής κοινότητας στον Βόλο, Μαρσέλ Σολομών, μίλησε επίσης για τα παθήματα συγγενών του, αλλά και την επιστροφή στο πατρικό του σπίτι μετά την αποχώρηση των Γερμανών: «Στη Θεσσαλία οι απώλειες των Εβραίων ήταν μόλις 15%, οι οποίοι θανατώθηκαν στο Άουσβιτς, ενώ στη Θεσσαλονίκη έγινε ακριβώς το αντίστροφο. Γύρισε μία θεία μου και μας διηγήθηκε όλα τα παθήματά της. Ο παππούς και ο θείος μου δεν γύρισαν από το Άουσβιτς. Τους έβαλαν στα τρένα σαν τα ζώα. Όρθιοι ο ένας πάνω στον άλλον. Δεν μπορούσε να κινηθείς. Το βαγόνι ήταν γιομάτο ασφυκτικά. Έκανες την ανάγκη σου όρθιος. Όποιος πέθαινε, τον πετούσαν. Ο παππούς μου δεν άντεξε. Δεν μάθαμε ποτέ πού πέταξαν το άψυχο κορμί του. Ο θείος μου ήταν ο φωτογράφος Γιωσαφάτ. Πολύ γνωστός στον Βόλο. Γλίτωσε τα βασανιστήρια, αλλά όταν μπήκαν οι Αμερικανοί στο Άουσβιτς κι άρχισε να τρώει, πέθανε. Στον Βόλο επιστρέψαμε τον Οκτώβριο του 1944. Θέριζε η πείνα. Πέθαινε κόσμος στον δρόμο, γιατί δεν είχε να φάει. Η πείνα δεν ξεχώριζε εάν ήσουν Εβραίος ή Έλληνας. Τους βασάνιζε όλους. Να μη ζήσει ποτέ ξανά η Ελλάδα τέτοιες στιγμές».

Τον Αύγουστο του 1945 άφησε την Ελλάδα: «Η εβραϊκή κοινότητα συγκέντρωσε τα ορφανά Εβραιόπουλα απ’ όλη την Θεσσαλία. Στην ομάδα μου θυμάμαι 52 παιδιά. Μας πήγαν πρώτα στην Αθήνα, σ’ ένα σχολείο στην Κηφισιά. Ο πατέρας μου μ’ έστειλε εκεί, για να πειστούν τα ορφανά ότι θα πήγαιναν σε καλό μέρος. Ήμουν οκτώ ετών και δύο μηνών τότε. Οι γονείς μου ήρθαν δύο χρόνια μετά. Αν και στην αρχή οι Βρετανοί δεν τους επέτρεπαν την είσοδο στη χώρα μας. Τους είχαν στείλει προσωρινά στην Κύπρο. Σ’ ένα καταυλισμό με σκηνές».
Το 1996 ο κ. Χακίμ βρέθηκε στον Άγιο Βλάσιο, όπου συνάντησε τους σωτήρες του σε προχωρημένη ηλικία: «Με παρήγγειλε η μάνα μου: «Πήγαινε στο Πήλιο να βρεις την οικογένεια Βολιώτη». Είχα μαζί μου τον αδερφό μου Μωυσή από την Αμερική, και τις συζύγους μας. Φτάσαμε στο χωριό. Ρώτησα που έμενε ο κ. Βολιώτης. Είχε κάμερα ο αδερφός μου, βιντεοσκόπησε την συνάντηση. Μόλις μας είδε ο γέροντας, αναφώνησε: «Είστε τα παιδιά της Άννας και του Ηλία; Τώρα έπεσε μία πέτρα από την καρδιά μου, νόμιζα ότι σας είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί. Και κλαίγαμε όλοι πολλή ώρα. Τρομερές στιγμές. Τα ονόματα της Μαρίας και του Απόστολου Βολιώτη βρίσκονται πλέον στο Γιάντ Βασέμ, το ίδρυμα και μουσείο που δημιουργήθηκε στην Ιερουσαλήμ για τη διαιώνιση της μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» απονέμεται σε άτομα τα οποία, με κίνδυνο της ζωής τους, έσωσαν διωκόμενους Εβραίους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το