Άρθρα

Γλώσσα – ήθος – ποιότητα

Του Δημήτρη Σιάτρα 

προσήμανση
Ως αφετηρία της παρούσας αναφοράς, χρησιμοποιείται κατ’ ανάγκην η κοινοτοπία ότι η γλώσσα είναι για τον άνθρωπο το κύριο όργανο έκφρασης διανοημάτων, περιγραφής συναισθημάτων και μετάδοσης μηνυμάτων. Δεν αγνοούνται βέβαια εδώ οι τρόποι των εικαστικών παραστάσεων, της αρμονίας των ήχων και των χορευτικών κινήσεων, αλλά η γλώσσα, ανάμεσα στους εκφραστικούς τρόπους του υποκειμένου, διεκδικεί το πρωτείο της αμεσότητας, επειδή δηλώνει απευθείας, χωρίς τη χρήση παρένθετων μέσων, το νόημα που αυτή εκφέρει.

οντολογία της γλώσσας
Η γλώσσα είναι όργανο δηλωτικής σήμανσης των πραγμάτων, σχηματισμού νοημάτων και αφηρημένων εννοιών, ανακοίνωσης πρωτογενών εμπνεύσεων (άρα εισαγωγής σε νέες σφαίρες του νοητού) και μετάδοσης των εμπειρικών και γνωστικών κεκτημένων. Επομένως, συνιστά το κύριο μέσο πνευματικής μέθεξης και προαγωγής του ανθρώπου.
Είναι προφανές ότι η κατά προορισμόν εργαλειακή χρήση της γλώσσας, ως μέσου της ανθρώπινης επικοινωνίας – συνδιαλλαγής και ως δυνατότητας ευεργετικής διάδοσης των επιστημονικών κατακτήσεων, των φιλοσοφικών διαγνώσεων και των αισθητικών προτύπων, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που εξασφαλίζει την αρτιότητα του ίδιου του εργαλείου και τη μέγιστη αποτελεσματικότητά του. Επομένως, πρέπει να ανταποκρίνεται: α. στην ανάγκη για ακριβείς νοηματικές και περιγραφικές μεταδόσεις, και β. στην κοινωνική απαίτηση διατήρησης της ανθρώπινης επικοινωνίας σε επίπεδα ευπρέπειας και αισθητικής, δηλαδή πολιτισμού.
Για την εκπλήρωση αυτού του διττού προορισμού της γλώσσας, υπάρχει ανάγκη: α. ιδιαίτερων σημάνσεων – σε επίπεδο λέξεων, συλλογισμών και συμβόλων – που υπερβαίνουν την εννοιολογία της τρέχουσας εκφραστικής (επιστημονικοί, φιλοσοφικοί, καλλιτεχνικοί όροι), β. τυποποιημένων εκφράσεων επικοινωνίας (χαιρετισμοί, ευχές, ευπρεπείς προσαγορεύσεις, πληθυντικός αριθμός), γ. επιμελούς χρήσης του οργάνου επικοινωνίας (αποφυγή γλωσσικών βαρβαρισμών), δ. αισθητικής προστασίας της γλώσσας, ώστε η χρήση της να δημιουργεί την αίσθηση μιας ακουστικής πληρότητας και απόλαυσης. Σχετική με το τελευταίο αυτό είναι και μια παρατήρηση άκρας ευαισθησίας του Οδ. Ελύτη, που έχει διατυπωθεί υπό τον τίτλο «Για μια οπτική του ήχου»: «… εμείς θα πάμε σαν τη γλώσσα που περνάει από το τρυπητό για να αφήσει απ’ έξω τα απόφλουδα… και διαπράττει κάθε μέρα το αυτί μας μια ανορθογραφία… Πονάει δόντι, βγάζει δόντι… Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη… Τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας διαβιούν κατά λάθος. Διαγράφουν το περιττό, κι ας είναι ωραίο, κερδίζοντας μερικά εικοσιτετράωρα πλήξης… Κανένας Ηρώδης δεν θα τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία, όπως αυτή του τελικού «ν», εκτός και αν του έλειπε η οπτική του ήχου». 1

γλωσσική τυπολογία
Η οντολογική προδιαγραφή της γλώσσας δεν δημιουργεί σ’ αυτή εκφραστικές δεσμεύσεις. Τα τεθειμένα όρια στην έκφραση οφείλονται σε ηθικοκοινωνικούς και αισθητικούς ορισμούς. Επομένως, εφόσον τηρούνται τα όρια αυτά, η προτίμηση και υπόδειξη ορισμένης τυπολογίας στην έκφραση είναι θέμα συζητήσιμο.
Είναι ευνόητο ότι η απόδοση προωθημένων εννοιών απαιτεί ανάλογες ονοματολογικές ή περιγραφικές σημάνσεις, που υπερβαίνουν τις δυνατότητες της τρέχουσας εκφραστικής και δεν είναι οικείες στα ευρύτερα ανθρώπινα σύνολα. Δημιουργείται έτσι μια λόγια γλώσσα απέναντι στη λαϊκή καθομιλουμένη. Εντούτοις, και με την πλέον φιλολαϊκή θεώρηση του ζητήματος, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι λόγιες σημάνσεις, ως μη ανταποκρινόμενες στα πνευματικά κεκτημένα των πολλών, πρέπει να εξαλειφθούν, γιατί τότε το ίδιο θα έπρεπε να ισχύσει για όλες τις προωθημένες και εξειδικευμένες αναφορές των επιστημών και της φιλοσοφίας. Πνευματικό και επιστημονικό αίτημα δεν είναι η πτώση της – απρόσιτης έστω – υψηλής στάθμης, αλλά η ανύψωση της χαμηλής στάθμης, με όργανο την παιδεία. Διαφορετικά, φθάνουμε σε ορισμούς που, κατά τον λόγο του Gabriel Marcel, αναφέρονται: «… σ’ ένα Λιγότερο είναι, σ’ ένα αντικείμενο μπροστά στο οποίο τοποθετούμαστε ελαττωμένοι στα μέτρα του και ελαττώνοντάς το ταυτόχρονα στα δικά μας». 2
Είναι κοινά αντιληπτό ότι στη διαδρομή του χρόνου η γλώσσα ενός λαού αυτοδιαμορφώνεται με μια αναπότρεπτη διαδικασία, κατά την οποία: α. ενσωματώνει νέους εκφραστικούς τύπους (λέξεων, συμβόλων, μικρών περιφράσεων) προκειμένου να αποδώσει καινούργιες εμπειρίες, γνώσεις, ιδέες, και β. μεταποιεί τους αρχαιότερους γλωσσικούς τύπους, για λόγους πρακτικών διευκολύνσεων. Κανένας λαός δεν σταθμεύει οριστικά σε λεκτικά αρχέτυπα. Από την άποψη αυτή, η συντελεσθείσα άλλοτε στη χώρα μας σκληρή διαμάχη μεταξύ των καθαρευουσιάνων και των δημοτικιστών δεν θα είχε τόσο μεγάλη οξύτητα, αν δεν είχε προσλάβει τον χαρακτήρα κοινωνικού ανταγωνισμού. Κοντολογίς, ουδείς μπορεί να αρνηθεί την διδακτική αξία ενός λεκτικού – πνευματικού πλούτου του παρελθόντος, αλλά και την ανάγκη μιας διαπλαστικής προσαρμογής της γλώσσας στις σύγχρονες εκφραστικές ανάγκες.
Το αίτημα των απλουστεύσεων της γλώσσας, ώστε οι σχετικές εκφράσεις να κατανοούνται ευχερώς από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, δεν φαίνεται αρκετά ευσταθές, γιατί τότε, εκτός από τους λόγιους τύπους, θα έπρεπε επίσης να εξαλειφθούν τα σύμβολα και οι παραστάσεις της μαθηματικής επιστήμης, της φυσικής, των χημικών ενώσεων, του μουσικού πενταγράμμου και γενικά όλα τα άλλα δηλωτικά στοιχεία που δεν είναι κατανοητά από τα μεγάλα ανθρώπινα σύνολα. Μέριμνα υπέρ των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων δεν αποτελεί η κατάργηση κεκτημένων τρόπων έκφρασης νοημάτων και αισθητικών προτύπων, αλλά η προσπάθεια πνευματικής ανόδου του λαού.

ρητορική
Είναι αυτόδηλο ότι ως ιδιαίτερη αξίωση της γλώσσας παρίσταται η ρητορική, δηλαδή η τέχνη του ομιλείν προς τον σκοπό να προκληθούν στους ακούοντες οι εντυπώσεις που επιθυμεί ο ομιλητής. Ο αρχαίος ρήτορας Κόραξ είχε ορίσει τη ρητορική ως «δημιουργόν πειθούς». Πάντως, στην περίπτωση της ρητορικής, εφόσον πρόκειται για τέχνη, απαιτείται, πέρα από την πνευματική προσπάθεια διάσωσης της ουσίας, και η χρήση ορισμένων τεχνικών στοιχείων (μεθόδων). Ο Αριστοτέλης παραθέτει στη «ρητορική» του μια συστηματική καταγραφή των τηρητέων τεχνικών όρων εκφοράς του λόγου. Ενδεικτικά αναφέρονται εδώ ορισμένοι από τους όρους αυτούς, ήτοι:
α. «… λέξεως αρετή σαφή είναι…» (=αρετή του λόγου είναι η σαφήνεια),3
β. «Έστι δ’ αρχή της λέξεως το ελλήνίζειν» (=όρος του λόγου είναι να μιλάει κανένας σωστά ελληνικά),4
γ. «Το δε πρέπον έξει η λέξις, εάν η παθητική τε και ηθική και τοις υποκειμένοις πράγμασιν ανάλογον» (=ο λόγος θα είναι πρέπων, αν εκφράζει τις ψυχικές καταστάσεις και τους χαρακτήρες, και αν είναι ανάλογος προς τα πράγματα),5
δ. «… Πόθεν λέγεται τα ευδοκιμούντα λεκτέον, ποιείν μεν ούν εστίν του ευφυούς ή του γεγυμνασμένου, δείξαι δε της ωήθης αν αυτόν… παιδίον γεγονέναι» (=το να διατυπώνει κανείς αγαπητές εκφράσεις είναι θέμα φυσικού ταλέντου και άσκησης, το να δείξει όμως περί τίνος πρόκειται είναι θέμα επιστημονικής παιδείας),6
ε. «την δε λέξιν ανάγκη είναι ειρομένη και τω συνδέσμω μίαν…» (=ο λόγος πρέπει να είναι συνεχής, ώστε με τη βοήθεια των συνδετικών λέξεων, να αποτελεί μια ενότητα).7
στ. «… τα δε ψυχρά γίνεται κατά λέξιν: Εν τε τοις διπλοίς ονόμασιν…, το χρήσθαι γλώτταις…, το εν τοις επιθέτοις ή μακροίς ή ακαίροις ή πυκνοίς χρήσθαι…, το εν μεταφοραίς απρεπείς, αι μεν διά το γελοίον, αι δε διά το σεμνόν άγαν και τραγικόν» (=… η ψυχρότητα του λόγου (ύφους) προκαλείται: από τις σύνθετες λέξεις…, από τη χρήση σπάνιων και παράξενων λέξεων…, από προσδιορισμούς μεγάλου μήκους ή ασχέτους ή απανωτούς, από μεταφορές ανάρμοστες καθότι γελοίες ή μεγαλόπρεπες ή τραγικές).8

ποιότητα του λόγου
Η χρήση της γλώσσας πρέπει να γίνεται με εκφραστικές επιλογές ανταποκρινόμενες σε πνευματικές σταθερές και σε γενικές αισθητικές παραδοχές. Οπωσδήποτε, η διαστρεβλωτική χρήση και ο ευτελισμός της γλώσσας αποτελούν, αντίστοιχα, εκφραστική αναπηρία και βλάβη του ανθρώπινου ήθους.
Οι γλωσσικές εκφράσεις που υποδηλώνουν περιθωριακές τάσεις, που παραβλέπουν τις συστάσεις της κοινωνικής ευπρέπειας, της κοινής αισθητικής και της δημόσιας αιδούς, συνθέτουν ένα αποκρουστικό κλίμα που θάλπει ποικίλες εκφραστικές ασχήμιες.9
Ασφαλώς, ασχημίες του λόγου είναι και οι λεκτικά συμβατικές εκφράσεις που, υπό μορφή κριτικών επισημάνσεων, επιφέρουν παντοειδείς προσβολές σε βάρος των (επι)κρινομένων. Στο σημείο αυτό απειλείται ο σχηματισμός ενός φαύλου κύκλου: οι επικριτές να στρέφονται κατά των υβριστών, υβρίζοντας. Ο M. Montaigne έχει διατυπώσει, σχετικά με τη χρήση της γλώσσας, τον ακόλουθο αφορισμό: «Είμαστε άνθρωποι και συνδεόμαστε μεταξύ μας μόνο με τον λόγο… Όποιος κιβδηλοποιεί τον λόγο, εγκληματεί κατά του συνόλου».10
Η αξία του ποιοτικού λόγου, και μάλιστα στην πολιτική όπου ο λόγος αξιολογείται ως μέσον αποτροπής της φυσικής σύγκρουσης, έχει επισημανθεί με εμφατικό τρόπο από τον Όμηρο, ο οποίος παρέστησε την υψηλότερη ποιότητα λόγου με την περίπτωση του Νέστορα, του βασιλιά της Πύλου, του σοφότερου των Αχαιών: «Νέστωρ ηδυεπής…, λιγύς Πυλίων αγορητής…, ο σφιν ευ φρονέων αγορήσατο και μετέειπεν… Ατρεΐδη, σε δε παύε τεόν μένος, αυτάρ, εγωγε λίσσομ’ Αχιλλήϊ μεθέμεν χόλον…» (=ο γλυκόλογος Νέστωρ…, ο κομψός ομιλητής των Πυλίων…, σκεπτόμενος το καλό, πήρε τον λόγο και είπε… συ γιε του Ατρέα, παύσε το θυμό σου, θα παρακαλούσα όμως και τον Αχιλλέα να αφήσει την οργή του…).11

επιμύθιο
Η λειτουργία της γλώσσας προϋποθέτει αφενός το εγώ του ομιλούντος, ως συνείδηση του εαυτού του που ανακοινώνει τα νοητικά κεκτημένα της, και αφετέρου την ύπαρξη του ακροατή, ως συνείδηση που υποδέχεται τις ανακοινώσεις σ’ έναν κύκλο επικοινωνίας, με επιθυμητή τη συνθήκη ελευθερίας. Οι δυνατότητες της γλώσσας αντιστοιχούν σε μια αριθμητικά ασύλληπτη πολλαπλότητα ανακοινώσεων. Στο σημείο αυτό, ο Gabriel Marcel μας υπενθυμίζει ότι: «το να φλυαρεί κανείς είναι το τίποτε».12

Σημειώσεις
1. Οδ. Ελύτη, Για μια οπτική του ήχου, 2Χ7 ε, Αθήνα 1997, σελ. 18-22.
2. Gabriel Marcel, Σχεδίασμα μιας φαινομενολογίας του Έχειν, βλ. «Είναι και Έχειν», μτφ. Ν. Μακρής, Αθήνα 1978, σελ. 187.
3. Αριστοτέλους, Ρητορική, ΒΙΒ. Γ’, 1404b (2).
4. Αριστοτέλους, όπ.π., ΒΙΒ. Γ’, 1407α (5).
5. Αριστοτέλους, όπ.π., ΒΙΒ. Γ’, 1408α (7).
6. Αριστοτέλους, όπ.π., ΒΙΒ. Γ’, 1410α (10).
7. Αριστοτέλους, όπ.π., ΒΙΒ. Γ’, 1409α (9).
8. Αριστοτέλους, όπ.π., ΒΙΒ. Γ’, 1405b – 1406a – 1406b (3).
9. Βλ. Δ. Σιάτρα, Πολιτικό – κοινωνιολογικό – ανθρωπολογικό σύνθεμα, Αθήνα 2010, σελ. 147 επ.
10. M. Montaigne, Δοκίμια, 1.9, ΙΙΙ 18.
11. Ομήρου, Ιλιάς, Α. 247-284.
12. Gabriel Marcel, Μεταφυσικό ημερολόγιο, έγγρ. της 14-11-1932, μτφ. Του Etre et Avoir Ν. Μακρής, Αθήνα 1978, σελ. 122.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το