Άρθρα

Γιατρο-σοφιστείες: Η Δημοκρατία δεν εκδικείται

Tου Γιάννη Ιατρού

Το τελευταίο διάστημα, είμαστε όλοι μάρτυρες – αν όχι συμμέτοχοι – μίας ζωηρής συζήτησης που έχει ξεκινήσει, με αφορμή την απεργία πείνας του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα. Στους δρόμους, στις πλατείες, στα κοινωνικά δίκτυα, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στη Βουλή, και όχι μόνο. Ποιος είναι, όμως, ο λόγος που η απεργία πείνας ενός καταδικασμένου για συμμετοχή σε 11 δολοφονίες, εκρήξεις, ληστείες, και φυσικά συμμετοχή στη 17 Νοέμβρη, ενδιαφέρει τόσο πολύ τον δημόσιο διάλογο; Γιατί το αίτημά του υποστηρίζεται από το σύνολο, σχεδόν, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ικανό αριθμό κυβερνητικών βουλευτών, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, τον Συνήγορο του Πολίτη, τη Διεθνή Αμνηστία, την Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συλλογικότητες δικηγόρων και ιατρών, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και διανοούμενους, αλλά και σωρεία ακόμα οργανώσεων και δημοκρατών πολιτών; Είναι δυνατόν να υποστηρίζουν, όλοι αυτοί, έναν τρομοκράτη, αποδεχόμενοι την εγκληματική του δράση;

Η απάντηση είναι πιο απλή απ’ όσο νομίζει κανείς: Το αίτημα του κρατούμενου είναι σύννομο. Αυτή είναι μία πραγματικότητα, που η κυβέρνηση, όσο και αν επιχειρεί να διαστρεβλώσει, δεν μπορεί να την αλλάξει. Και αυτό τροφοδοτεί μία εμμονική απόπειρα επικοινωνιακής συσκότισης, διασποράς ψευδών ή ελλιπών πληροφοριών, κυρίως όμως την προσκόλληση σε μία αυταρχική λογική περιφρόνησης των νόμων και των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία, εφόσον δεν καμφθεί εγκαίρως, ανοίγει μία επικίνδυνη κερκόπορτα για την τήρηση της νομιμότητας και του κράτους δικαίου στη χώρα μας.

Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως, από την αρχή. Από το 2018, ο Κουφοντίνας κρατείτο στις αγροτικές φυλακές Βόλου, όπως όριζε ο νόμος, τον οποίο η Νέα Δημοκρατία δεσμεύθηκε να αλλάξει. Ψηφίζοντας τον Νόμο 4760/2020, έναν κατά πολλούς φωτογραφικό νόμο, η κυβέρνηση της ΝΔ προέβλεψε αφενός τη μετακίνηση του Κουφοντίνα από τις αγροτικές φυλακές, ορίζοντας, ωστόσο, ρητά πως «(ο κρατούμενος) επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθη». Εν προκειμένω, για τον Κουφοντίνα αυτό ήταν οι φυλακές Κορυδαλλού. Παρόλα αυτά, κατά παράβαση του νόμου, μετήχθη απευθείας στις φυλακές Δομοκού.

Φυσικά, όπως κάθε πολίτης, έτσι και κάθε κρατούμενος που θεωρεί πως αδικείται από τη διοίκηση, έχει το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον της δικαιοσύνης, προκειμένου να δικαιωθεί. Αυτή είναι και η προτροπή της κυβέρνησης, κάθε φορά που βρίσκεται αντιμέτωπη με την κριτική πως παραβίασε τον νόμο. Μία στάση κυνική και ασύμβατη με μία σύγχρονη, ευρωπαϊκή Πολιτεία με δικαιώματα και θεσμούς, η οποία εν προκειμένω είναι διπλά υποκριτική, αφού όχι μόνο παρανομεί προκλητικά και ακολούθως προτρέπει τον κρατούμενο να αναζητήσει το δίκιο του από το δικαστήριο, αλλά, εν προκειμένω, εμποδίζει αυτόν από το να το πράξει!

Προκειμένου να προσφύγει κανείς κατά των πράξεων της διοίκησης που θεωρεί πως παραβιάζουν τον νόμο και τα δικαιώματά του, πρέπει αυτές αφενός να υπάρχουν και αφετέρου να τις έχει στη διάθεσή του. Και ενώ το πρώτο ακόμα ελέγχεται, καθώς μέχρι τώρα δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα αιτιολογημένες αποφάσεις, όπως ορίζει ο νόμος, παρά μόνο άλλα έγγραφα με απλή αναφορά σε αυτές, το δεύτερο έχει εντέχνως αποφευχθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, περιπαίζοντας τον κρατούμενο και τους συνηγόρους του, στερώντας του το θεμελιώδες δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Πότε με την επίκληση λόγων προστασίας προσωπικών δεδομένων, πότε με την επίκληση των μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας, πότε με την παράδοση διαφορετικών εγγράφων από τα αιτούμενα, η κυβέρνηση επιλέγει να τραβήξει το σκοινί μέχρις εσχάτων, με μπροστάρη τη γενική γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου, η οποία έχει παραβιάσει κάθε έννοια κράτους δικαίου με την έκνομη συμπεριφορά της.

Την ίδια στιγμή, ο κρατούμενος επιλέγει να ασκήσει πίεση μέσω του νομικά κατοχυρωμένου δικαιώματος απεργίας πείνας. Σήμερα διανύει την 59η ημέρα απεργίας πείνας, με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μένει άτεγκτη στην έκνομη δράση της, την ώρα που η κατάσταση της υγείας του είναι παραπάνω από οριακή. Έτσι, διακινδυνεύει να λερώσει τα χέρια της, στιγματίζοντας διεθνώς τη χώρα, με τον πρώτο θάνατο απεργού πείνας μετά από δεκαετίες στη σύγχρονη Ευρώπη, για ένα αίτημα που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στον νόμο.
Παράλληλα, λαμβάνει χώρα μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, τόσο από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης, όσο και από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Σε μία προσπάθεια να υποβαθμίσουν το ζήτημα και να πλήξουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, υποστηρίζουν πως όσοι διαμαρτύρονται και απευθύνουν εκκλήσεις για τη στάση της κυβέρνησης, «υπερασπίζονται έναν τρομοκράτη». Προσβάλλουν έτσι, όχι μόνο τις πολλές χιλιάδες πολιτών που επιδεικνύουν, ως οφείλουν, δημοκρατικά αντανακλαστικά και ευαισθησίες, αλλά την ίδια την έννομη τάξη, την οποία υποτίθεται οφείλουν να διαφυλάττουν.

Όσοι εξ ημών απαιτούμε από την κυβέρνηση να τηρήσει τον νόμο που η ίδια ψήφισε, δεν υποστηρίζουμε τον Δημήτρη Κουφοντίνα με την ιδιότητά του ως τρομοκράτη, πολλώ δε μάλλον την εγκληματική του δράση, αλλά με την ιδιότητά του ως κρατουμένου. Απαιτούμε ο νόμος να εφαρμόζεται για όλους. Απαιτούμε η κυβέρνηση να τηρήσει τον νόμο που η ίδια ψήφισε.

Διότι, η παραβίαση των δικαιωμάτων ενός σήμερα, δυνητικά είναι η παραβίαση πολλών αύριο. Η συναισθηματική επίκληση στην πρότερη εγκληματική του δράση, δεν έχει θέση σε ένα κράτος δικαίου. Ο Κουφοντίνας δικάστηκε για τα εγκλήματά του και καταδικάστηκε με τη βαρύτερη των ποινών, γεγονός που τον καθιστά κρατούμενο. Και στο νομικό μας σύστημα, οι κρατούμενοι έχουν δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις. Η Δημοκρατία δεν εκδικείται. Εκτός αν αλλάξαμε πολίτευμα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το