Άρθρα

Φιλολογία και ειδική αγωγή: Δύο αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα πεδία γνώσης

Της Βασιλικής Ρηγοπούλου,
φιλoλόγου ΕΚΠΑ δασκάλας ΕΑE ΠΤΕΑ, M.Ed. στο Ειδικό Δημοτικό Σχολείο Αγριάς

Δεδομένου ότι κάποιος αγαπά τη γλώσσα, θέλει να τη γνωρίσει στην ουσία της, επιθυμεί να εισέλθει και να ταξιδέψει στον «μαγικό» κόσμο της μέσα από το λεξιλογικό, γραμματικό, συντακτικό επίπεδό της, σε συνδυασμό με το γλωσσικό πολυμορφικό της πλαίσιο και με «αεί ζητούμενον» τη διατήρηση της ποιότητάς της, τη σύνδεση με τη σκέψη και την ανάπτυξη της κρίσης, τότε μελετά την επιστήμη της φιλολογίας. Από τη στιγμή που κάποιος ενδιαφέρεται να μελετήσει τον πνευματικό ή διανοητικό πολιτισμό παλαιότερων εποχών με βάση τα γραπτά μνημεία αλλά και το συνολικό έργο του προφορικού και γραπτού λόγου μιας χώρας ή ενός λαού ή μιας χρονικής περιόδου, τότε καταγίνεται με την επιστήμη της φιλολογίας.
Με την προϋπόθεση ότι κάποιος αγαπά παιδιά με επιβεβαιωμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και με ή χωρίς αναπηρία, δηλαδή με προβλήματα ακοής, όρασης, νοητική καθυστέρηση, αυτισμό και μαθησιακές δυσκολίες, προσπαθεί να τα εντάξει στο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο, εξαλείφοντας την περιθωριοποίησή τους, μελετά την επιστήμη της ειδικής αγωγής. Από τη στιγμή που επιλέγεται και επικροτείται η πρακτική της εκπαίδευσης μαθητών με τρόπο που απευθύνεται στις ατομικές διαφορές και ανάγκες τους μέσα από μια εξατομικευμένη έκδοση των διδακτικών διαδικασιών, προσαρμοσμένο εξοπλισμό και υλικό, καθώς και ρυθμίσεις προσβασιμότητας, τότε μελετάται η επιστήμη της ειδικής αγωγής.
Εφόσον αναπτύσσεται μια συνεργατική σχέση ουσιαστικά συγκερασμού ανάμεσα στην επιστήμη της φιλολογίας και της ειδικής αγωγής με κοινή αφετηρία τον μαθητή και ό,τι ακριβώς του συμβαίνει, από τη στιγμή που ο ίδιος εκτίθεται στη διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας στο πλαίσιο του αναλυτικού προγράμματος, τότε το μαθησιακό αποτέλεσμα είναι επιτυχές.
Νευραλγικής σημασίας ερώτημα και εφαλτήριο του σχεδιασμού του διδακτικού προγράμματος του εκπαιδευτικού αποτελεί το «Ποιες διδακτικές παρεμβάσεις διευκολύνουν τη γλωσσική κατάκτηση του κάθε μαθητή ξεχωριστά στο πλαίσιο σχεδιασμού εξατομικευμένου προγράμματος διδασκαλίας και ποιες όχι;» κι επομένως «με ποιον τρόπο η γλωσσική διδασκαλία θα μπορέσει να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα;». Δεδομένου ότι οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται για να βοηθήσουν τους μαθητές με ειδικές ανάγκες να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο αυτάρκειας κι επιτυχίας στο σχολείο και στην κοινότητα, με διαφορετικές προσεγγίσεις μάθησης, χρήση τεχνολογίας, ειδικά διαμορφωμένη περιοχή διδασκαλίας, τότε η ειδική αγωγή πρωτοστατεί.

Αν ο εκπαιδευτικός κατορθώνει να γνωρίζει τον τρόπο που ο κάθε μαθητής του μαθαίνει και τι είναι το δικό του εξωτερικευμένο σύστημα, τότε είναι σε θέση να δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες είναι δυνατόν να αναπτυχθεί. Αν ο εκπαιδευτικός μελετά συστηματικά τα λάθη κάθε μαθητή αλλά, συνάμα, και τον μηχανισμό με τον οποίο επεξεργάζεται την πληροφορία την οποία δέχεται με βάση άτυπη ή σταθμισμένη, αρχική, μέση και τελική αξιολόγηση κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, τότε θεωρείται επιτρεπτός ο σχεδιασμός στρατηγικών – μοντέλων διδασκαλίας, η επιλογή τεχνικών – μέσων μάθησης, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο αποτέλεσμα. Αν ο εκπαιδευτικός ακολουθεί τον μαθητή του, προσαρμόζεται στις δικές του κατ’ εξοχήν ανάγκες σχετικά με το «πώς», το «τι» και το «πότε» πρέπει να μαθαίνει, τότε η πρόοδός του είναι ανοδική. Αν ο εκπαιδευτικός εφαρμόζει μια αποτελεσματική διαφοροποιημένη διδασκαλία με βάση τη δυναμική αλληλεπίδραση της συνεχούς και συστηματικής αξιολόγησης, της δόμησης ενός «ποιοτικού» αναλυτικού προγράμματος, της διαμόρφωσης ενός κατάλληλου μαθησιακού περιβάλλοντος, της ανταπόκρισης του μαθητή στη διδασκαλία και στη διαχείριση της τάξης, τότε η επίδοση του μαθητή και η κατάκτηση είτε των γνώσεων είτε της επιθυμητής ενισχυτικής συμπεριφοράς είναι δεδομένες.

Έχοντας ως στόχο την υγιή, απρόσκοπτη, ομαλή κι επιτυχή επικοινωνία ως πομπός με τον δέκτη, δηλαδή ως εκπαιδευτικός με τον μαθητή μου, είμαι σε θέση να επισημάνω την κοινή βάση και σύνδεση των επιστημών που είναι η γλώσσα. Στη σύγχρονη διαρκώς αναπτυσσόμενη κοινωνία η «διά βίου μάθηση (ή εκπαίδευση)» είναι επιβεβλημένη για ένα ανοικτό «σχολείο» μέσα από γέφυρες επικοινωνίας και αλληλεπιδράσεις εντός ή εκτός της χώρας μας. Για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα η επιστήμη της φιλολογίας δίνει τη σκυτάλη της και το επόμενο βήμα για την καλύτερη και ευστοχότερη υλοποίηση του έργου της ειδικής αγωγής είτε στην πρωτοβάθμια είτε στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Συμπερασματικά, ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μου, σας ανοίγω την καρδιά μου ως εκπαιδευτικός στον κοινό στόχο μας, τη σταδιακή και στον επιτρεπτό βαθμό πρόοδο των μαθητών μας. Ως φιλόλογος, μεταλαμπαδεύοντας τη γνώση στις νεότερες γενιές και προετοιμάζοντας στο φροντιστήριο του κυρίου Ιωάννη Γερογιάννη μαθητές για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η εξατομικευμένη προσέγγισή τους με ώθησε στην απόκτηση δεύτερου πτυχίου στην ειδική αγωγή και κατόπιν στην εξειδίκευση κι εμβάθυνση μέσω μεταπτυχιακού προγράμματος. Η ελληνική γλώσσα είναι η μητέρα όλων των γλωσσών στον βαθμό που συντελεί στο να αναπτύξουμε όλοι την ανάλογη και ιδανική παιδεία που αποπνέει σεβασμό και ασίγαστη αγάπη για τον μαθητή, ενώ παράγει, ταυτόχρονα, νέα γνώση.
Η καινοτομία αυτή υπάρχει στο Ειδικό Δημοτικό Σχολείο Αγριάς, όπου είμαι αποσπασμένη φέτος, και με συμπαραστάτη στο έργο όλων των εκπαιδευτικών τον κύριο Απόστολο Μιχαλόπουλο, τον διευθυντή μας, όλοι εμείς οι εκπαιδευτικοί συνεργαζόμαστε, έχοντας συνοδοιπόρους τους αξιόλογους γονείς των μαθητών μας, για την ομαλή ένταξη των μαθητών μας στο «κοινωνικό γίγνεσθαι», την αυτονομία και την ευτυχία τους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το