Πολιτισμός

Φίκος: Ο Έλληνας street artist κατακτά και… την Ελβετία

Ένας διεθνώς αναγνωρισμένος street artist, ή καλλιτέχνης δρόμου επί το… ελληνικότερον, ο Φίκος, έχει ζωγραφίσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Κόσμου, από το Μεξικό και την Ισπανία, μέχρι την Αυστρία, την Ελβετία και φυσικά τη χώρα μας.

Τα έργα του ξεχωρίζουν λόγω της ιδιαίτερης “ταυτότητάς” τους, σήμα κατατεθέν του καλλιτέχνη, ενώ η ενασχόλησή του με τη σύγχρονη βυζαντινή ζωγραφική αποδίδει ένα ιδιαίτερης αισθητικής αξίας αποτέλεσμα.

Το πιο πρόσφατο έργο του αφορά τοιχογραφίες που ζωγράφισε στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης.

Το παγκοσμίου φήμης ETH Zurich University, αναγνωρίζεται με συνέπεια κάθε χρόνο ως ένα από τα σπουδαιότερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Στη μακρά ιστορία του, συμπεριλαμβάνονται 21 νόμπελ τα οποία έχουν απονεμηθεί σε καθηγητές ή μαθητές του, ένας από τους οποίους ήταν και και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ενώ το πιο πρόσφατο ήταν αυτό του Richard F. Heck το 2010.

Μιλώντας στο e-typos.com, o Φίκος σημειώνει: “Πιστεύω πως το συγκεκριμένο εγχείρημα τιμά ιδιαίτερα την Ελλάδα τη δύσκολη αυτή περίοδο, αλλά και παρουσιάζει ένα αρκετά κοινωνικό χαρακτήρα λόγω της street art που στις μέρες μας είναι ιδιαίτερα δημοφιλής”.

Ο όρος “Σύγχρονη Βυζαντινή Ζωγραφική” αποτελεί επινόηση του Φίκου και χρησιμοποιείται συμβατικά.

Το νόημά του βρίσκει σώμα στη ζωγραφική η οποία πηγάζει από τη βυζαντινή παράδοση και συνδυαζόμενη με σύγχρονα ζωγραφικά ρεύματα εκβάλλει στην εποχή μας ως ένα νέο, σύγχρονο ζωγραφικό ύφος.

Όταν ακούμε βυζαντινή ζωγραφική, έρχεται στο μυαλό μας ένα πολύ συγκεκριμένο ζωγραφικό ύφος, όπως αυτό έχει εκφραστεί κατά τη μετεικονομαχική περίοδο.

Αυτό συμβαίνει διότι ανάγκες οδήγησαν αυτή την τέχνη στο να διαμορφώσει ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος (αρχιτεκτονικές φόρμες, φωτισμός των εκκλησιών, αναφορικότητα στο θεατή, υλικά, τεχνική κα.) . Ωστόσο τίποτα από αυτά δεν την απέτρεψε από το να εξελίσσεται υφολογικά (διατηρώντας όμως πάντα ακέραια την ουσία της) μέχρι και το 18ο αιώνα.

Τότε σταδιακά μεταμορφώνεται στη Ναζαρηνή τέχνη, η οποία θα επικρατήσει στον ελληνικό εκκλησιαστικό χώρο για τον επόμενο περίπου ενάμιση αιώνα.

Η “αναγέννηση” της βυζαντινής ζωγραφικής ξεκίνησε στην Ελλάδα με τον Φώτη Κόντογλου (1895-1965).

Ο Κόντογλου αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγμα ζωγράφου αυτής της τέχνης, όχι απλά επειδή ήταν ο πρώτος ο οποίος παρουσίασε μια ολοκληρωμένη και ώριμη πρόταση για τη μη θρησκευτική εκδοχή της βυζαντινής ζωγραφικής, αλλά και γιατί απέδειξε έμπρακτα το ευρύ του φάσματος των δυνατοτήτων αυτής της ζωγραφικής όσον αφορά την υφολογική ποικιλία την οποία μπορεί να παρέχει.

Πιο αναλυτικά, απέδειξε πως ένας άνθρωπος ο οποίος ζει στον 20ο αιώνα, έχει σπουδάσει στο Παρίσι του μοντερνισμού, ζωγραφίζει με φως από ηλεκτρικό ρεύμα σε καμβά και χρησιμοποιεί ακρυλικά χρώματα είναι αδύνατον να ζωγραφίζει το ίδιο με ένα ζωγράφο ο οποίος ζει το 13ο αιώνα, δεν έχει βγει ποτέ από τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και δεν έχει δει ποτέ φωτογραφία, επομένως τέχνη άλλου πολιτισμού, ζωγραφίζει με φυσικό ή από κεριά φως πάντα σε νωπό σοβά και συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές φόρμες ορθόδοξων ναών.

Η αλήθεια είναι πως σήμερα, στον τομέα της εικονογραφίας, επικρατεί σε παγκόσμιο σχετικά επίπεδο η αντιγραφή παλαιών προτύπων.

Αυτό βέβαια δεν οφείλεται στις περιορισμένες δυνατότητες της βυζαντινής τέχνης, όπως πολλοί λανθασμένα υποστηρίζουν, αλλά κατά πρώτον σε λανθασμένες “θεωρίες συνωμοσίας” που έχουν επικρατήσει στο χώρο και κατά δεύτερον σε άγνοια.

Υπάρχουν παρόλα αυτά ελάχιστα άτομα, κυρίως στο γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων, οι οποίοι δημιουργούν βασιζόμενοι στη βυζαντινή παράδοση έργα με πνεύμα ανανέωσης.

Βλέπουμε λοιπόν πως η βυζαντινή ζωγραφική δεν είναι ένα κλειστό ζωγραφικό σύστημα με απαράβατους κανόνες και περιοριορισμό ελευθερίας του καλλιτέχνη, αλλά το αντίθετο, ένα ανοιχτό σύστημα το οποίο έχοντας ως στέρεο πυρήνα την αναφορικότητα στο θεατή, διαμορφώνει το περίβλημά του, δηλαδή το ζωγραφικό του ύφος ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες της.

Έτσι, σε ένα κόσμο όπου η τέχνη υποφέρει από την ασθένεια του “πρωτοτυπισμού” και της “αυτοέκφρασης”, η βυζαντινή ζωγραφική μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετικά λειτουργική οικουμενική ζωγραφική γλώσσα, ικανή να δεχθεί ζωγραφικούς ιδιωματισμούς και διαλέκτους, προσφέροντας ταυτόχρονα ελευθερία έκφρασης στον καλλιτέχνη και αντιληπτότητα στους θεατές.

O Φίκος γεννήθηκε το 1987 στην Αθήνα όπου και κατοικεί μέχρι σήμερα.

Από μικρός ζωγραφίζει ό,τι βλέπει γύρω του, όπως κόμικ, τοπία, εικόνες και άλλα. Σε ηλικία 13 ετών ξεκινάει τις σπουδές του πάνω στη βυζαντινή ζωγραφική με δάσκαλο το Γιώργο Κόρδη, με τον οποίο και θα συνεργαστεί επαγγελματικά 5 χρόνια στην εικονογράφηση ορθοδόξων ιερών ναών, ενώ παράλληλα εξελίσσει το προσωπικό ζωγραφικό του ιδίωμα.

Τεχνικά, η ζωγραφική του παρουσιάζεται σε φορητά έργα (ιαπωνικό χειροποίητο χαρτί κολλημένο σε ξύλο) τα οποία ζωγραφίζονται με την τεχνική της αυγοτέμπερας και τοιχογραφίες στις οποίες χρησιμοποιεί ακρυλικά.

Έχοντας εργαστεί ως graffiti artist, αλλά και εικονογράφος ορθοδόξων χριστιανικών ναών, ο Φίκος συνεχίζει την εξελικτική του πορεία μέσω μεγάλων τοιχογραφιών σε δημόσιους χώρους.

Η αξία αυτών των έργων είναι μοναδική, καθώς είναι η πρώτη φορά όπου η μνημειακή βυζαντινή τέχνη συναντά ένα σύγχρονο κίνημα όπως η street art.

πηγή www.e-typos.com

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το