Τοπικά

Ερρίκος Φρεζής: «Υπάρχει μια νοοτροπία η οποία, αντί να βοηθάει τα ταλέντα μας, κοιτάει πώς να τα χαντακώσει»

Ο Βολιώτης μαέστρος Ερρίκος Φρεζής, ενόψει της συναυλίας του στον Βόλο, την Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου, στις 8 το βράδυ, στον κήπο του Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου, μιλά στη «Θ» για το ταξίδι του στη μουσική, μέσω Ισραήλ και Αυστρίας προτού βρεθεί στη Γερμανία όπου δραστηριοποιείται σήμερα και κατέχει θέση καθηγητή Πανεπιστημίου. Αναφέρεται στους σπουδαίους μουσικούς που γνώρισε στην πορεία και άσκησαν σημαντική επιρροή στο έργο του και στην προσωπικότητά του, ενώ ο και ο ίδιος καταθέτει προτάσεις για το μέλλον της μουσικής και τους νέους σήμερα.

Συνέντευξη
Νίκος Λαρυγγάκης

Σε ποιο μέρος της επίπονης παρτιτούρας της ζωής σου βρίσκεσαι αυτή την εποχή;
Αυτή τη στιγμή έχω κλείσει πάρα πολλούς κύκλους που πέρασα στη ζωή μου, δηλαδή έναν κύκλο, ο οποίος είχε σχέση με την καριέρα και αποφάσισα συνειδητά να μη συνεχίσω σ’ αυτά τα εμπορικά πεδία, τα οποία είναι πολύ αντι-καλλιτεχνικά. Τραβήχτηκα και μπήκα μεσ’ την εκπαίδευση, η οποία με ενδιαφέρει πάρα πολύ, αλλά και βέβαια επίσης κάνω δικές μου παραγωγές, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται πάντα στις απαιτήσεις τις εμπορικές, αλλά στις δικές μου προσωπικές πεποιθήσεις. Έχω την τύχη και την ευλογία να έχω μια θέση σε ένα Πανεπιστήμιο ως τακτικός καθηγητής που μου δίνει μια βάση, που με κάνει τελείως ανεξάρτητο και μπορώ να κάνω χωρίς να σκέφτομαι αν μπορώ να επιζήσω απ’ αυτό, πράγματα επειδή μου αρέσουν και όχι για τα χρήματα. Καταφέρνω στο Πανεπιστήμιο, στο οποίο εργάζομαι ως μουσικός διευθυντής, να κάνω εργασίες οι οποίες με ενδιαφέρουν πραγματικά και να μην είμαι σε αυτό τον εμπορικό κύκλο, ο οποίος δεν έχει να κάνει με το τι θέλει να κάνει ο καλλιτέχνης, αλλά να εκπληρώσει άλλα συμφέροντα τα οποία είναι εμπορικά.
Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ είναι να καλλιεργήσω τη σύγχρονη ανάπτυξη ψηφιακών μεθόδων και στη διδασκαλία και στη μουσική εξέλιξη. Αυτά θέλουν πολύ πειραματισμό, γιατί υπάρχουν άτομα που ξέρουν πολύ καλά την τεχνική και υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν ιδέες μουσικές, αλλά είναι πολύ δύσκολα να βρεις ανθρώπους οι οποίοι να δημιουργούν μια γέφυρα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω, ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες θα έχουν ένα μέλλον το οποίο θα αλλάξει και το πρόσωπο της σημερινής καλλιτεχνικής δημιουργίας είτε για το καλύτερο είτε για το χειρότερο, εξαρτάται πώς το χρησιμοποιεί κανείς. Αυτά είναι τα πράγματα που με απασχολούν αυτόν τον καιρό.

Τέλος καλοκαιριού η αντάμωσή μας στην παραλία της πόλης μας, μπρος στην «Αργώ» και συ μόλις μου ψιθύριζες ότι αύριο φεύγεις για Αυστρία… Μέσα σε τι μουσικούς κύκλους βρέθηκες και τι εμπειρίες διαμόρφωσαν την εκεί σου δημιουργική δράση;

Η Αυστρία και ιδιαίτερα η Βιέννη στην οποία είχα καταλήξει, ήταν για μένα πολύ αποφασιστικού ρόλου και είναι πολύ δύσκολο να προσπαθήσω να το εκφράσω με λόγια. Όμως, αν και είναι πολύ δύσκολο, η Βιέννη δεν είναι λόγια, είναι ήχος. Φτάνοντας στη Βιέννη για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να επισκεφθώ το σπίτι, όπου ο Μότσαρτ έγραψε τους «Γάμους του Φίγκαρο». Αυτό που μου έκανε εντύπωση σαν κοίταξα προς τα επάνω και είδα αυτή τη στενή λωρίδα του ουρανού, επάνω από τα ψηλά κτήρια κατάλαβα το πώς ηχούν οι πρώτες συγχορδίες απ’ την εισαγωγή του Ντον Τζιοβάνι. Αυτόματα. Αυτό αν δεν το έβλεπα, δεν θα είχα ποτέ αυτή την ηχητική εμπειρία. Το δεύτερο είναι ότι βρέθηκα σε έναν κύκλο που είχε όλη την κληρονομιά. Θα μπορούσα να πάω να πιώ ένα κρασί και να βλέπω τις καμπάνες από την ίδια εκκλησία που έβλεπε ο Μπετόβεν. Κάθομαι σε ένα άλλο μέρος και ξέρω ότι εκεί πέρα καθόταν ο Σούμπερτ. Αναπνέει κανείς το πνεύμα μιας εποχής που έχει περάσει, αλλά υπάρχει ακόμη εκεί. Μετά ήταν ένα απίστευτο επεισόδιο επαγγελματισμού που γνώρισα όντας μαθητής της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Θυμάμαι που όταν πήγα στον προϊστάμενό μου – με τον οποίο έχω ακόμη επαφή – ένας χρυσός άνθρωπος, μου είπε, έλα, σήμερα είναι η πρώτη μέρα, δεν θα δουλέψεις, θα σου δείξω την Όπερα. Και μου δείχνει την Όπερα και τον κρυφό διάδρομο που είχε κάνει ο Κάραγιαν για να περνάει κατευθείαν στο πόντιουμ από το γραφείο του και τις τουαλέτες που πήγαινε ο Γκούσταβ Στράους και ο Μάλερ, αλλά μου έδειξε και την κύρια αίθουσα που έκανε μια πρόβα ο Κλαούντιο Αμπάντο που ήταν τότε και διευθυντής, με τον οποίο έκανα πάρα πολλά πράγματα. Και κάθομαι και περιμένουμε να γίνει το διάλειμμα και να με συστήσει στον Αμπάντο. Κι όπως κοιτούσα από πάνω κάτω στο πιτ της Ορχήστρας, διαπιστώνω ότι διηύθυνε απ’ έξω ένα από τα πολύ δύσκολα και μακροσκελή έργα. Έπαθα βέβαια πλάκα, αλλά τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε όταν του λέει από πάνω απ’ το κεφάλι του, επειδή ο μαέστρος στην Όπερα είναι πιο χαμηλά, είναι κάτω από το επίπεδο του εδάφους, «Κλαούντιο να σου συστήσω τον νέο μας μουσικό, ο κ. Φρεζής», γυρνάει ο Αμπάντο, ο πιο διάσημος μαέστρος της εποχής του για εκείνες τις ημέρες, μου δίνει το χέρι του και μου λέει «καλημέρα, με λένε Κλαούντιο». Εγώ συνάντησα ένα «ιερό τέρας» να μου μιλάει με το μικρό μου; Και αυτό έφερε μια καταπληκτική συνεργασία. Μαζί κάναμε πολλά έργα. Μεγάλος μουσικός και μεγάλος άνθρωπος. Πήγαινα στο θεωρείο της διοίκησης για να βλέπω τις παραστάσεις μόνο και μόνο για να βλέπω πώς παίζει η Φιλαρμονική της Βιέννης, για να δω τα δοξάρια, για να δω τι γίνεται όταν κάνει λάθος ο μαέστρος. Έμαθα περισσότερα από τα λάθη των άλλων παρά από τα σωστά τα δικά μου. Και το τελευταίο που θέλω να αναφέρω, το οποίο είναι από τα πιο βασικά, είναι ότι υπάρχουν χιλιάδες άλλες πτυχές τις οποίες δεν μπορώ να αναφέρω σ’ αυτό το πλαίσιο. Είναι βέβαια ο τρόπος με τον οποίο κάνουν μουσική. Αργότερα είδα το ίδιο πράγμα και στο Γκρατς και σε άλλες πόλεις, στο Σάλτσμπουργκ επίσης, αλλά κυρίως στη Βιέννη ακούνε και παρατηρούν, βλέπουν. Κάναμε εδώ πέρα λάθος, θα προσέξουμε την άλλη φορά. Ενώ η γερμανική ορχήστρα θα είχε σταματήσει για να διορθώσει, δεν τους ενδιαφέρει αυτό, τους ενδιαφέρει να κάνουν μουσική. Ξεκινάνε από τη μουσική και αν καταλαβαίνεις τη μουσική και θέλεις να την κάνεις σωστά, θα έρθει σωστά. Οι Γερμανοί θέλουν να είναι το τυπικό, το σωστό και μετά να κάνουν τη μουσική. Είναι αντίστροφα. Πολύ διαφορετικός ο τρόπος σκέψης. Βέβαια, η Βιέννη είναι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Η διάλεκτός τους, το πώς μιλάνε, έχει μια απαλότητα, δεν είναι τόσο σκληρή γλώσσα και ο τρόπος που κάνουν μουσική έχει κι αυτός μια ελευθερία, μια απαλότητα και ακούει ο ένας τον άλλον. Βέβαια είναι και η χώρα του Μέττερνιχ, η χώρα της ίντριγκας, όταν ένας σου δίνει το χέρι και σε χαιρετά πολύ εγκάρδια, το μόνο το οποίο σκέφτεσαι είναι τι μου ετοιμάζει; Πρόκειται να μου βάλει το μαχαίρι στην πλάτη, αλλά θα είναι από την αριστερή ή από τη δεξιά πλευρά; Αυτά υπάρχουν, αλλά παρ’ όλα αυτά για μένα ήταν η χώρα που γνώρισα τους μεγαλύτερους μαέστρους εκείνης της εποχής, τους μεγαλύτερους τραγουδιστές. Δούλεψα μαζί τους, ήμουν σ’ αυτό το περιβάλλον το οποίο με άλλαξε και με άφησε με μια πολύ σημαντική σφραγίδα.

Πώς ήρθε το Ισραήλ ως επιλογή των μουσικών σου σπουδών και τι εντυπώσεις σου άφησε το Πανεπιστήμιο και αυτή η κοινωνική σου ζωή σε μια χώρα που διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και ολόκληρου πλανήτη;
Πρέπει πρώτα απ’ όλα να πούμε ότι το Ισραήλ την εποχή για την οποία μιλάμε ήταν ένα διαφορετικό Ισραήλ, είχε ξεκινήσει ήδη να αλλάζει, αλλά ακόμη διατηρείτο το ευρωπαϊκό πνεύμα πάρα πολύ δυνατό, γιατί αυτό το οποίο λέγαμε τότε Ισραήλ, είχε κτιστεί από Ευρωπαίους μετανάστες από το 1900 κάτι μέχρι τέλος του 20ού αιώνα, οι οποίοι πολλοί ήρθαν για ιδεολογικούς λόγους, πολλοί εξαιτίας διωγμών από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί από τη Ρωσία με την κομμουνιστική επανάσταση. Ήρθαν και κάνανε τα κοινόβια, ήταν μια χώρα πολύ πειραματική, πολλά από τα οποία πειράματα, δυστυχώς, στον σημερινό κόσμο δεν έχουν τη δυνατότητα να επιζήσουν. Την εποχή εκείνη γνώρισα άτομα τα οποία ήταν γνωστά. Είχαν παίξει, είχαν τραγουδήσει, είχαν διευθύνει με τους πιο μεγάλους σολίστες που εμείς ακούγαμε σαν μύθο, κι αυτούς τους ανθρώπους τους έβλεπε κανείς με μια μεγάλη απλότητα, γιατί σ’ αυτό το κράτος επικρατεί μια μεγάλη ισότητα μεταξύ των πολιτών. Καθόμουν και μου μιλούσαν για τον Ρουμπινστάιν, τον Φόερμαν, για τον Πατιγκόφσκι, τον Τοσκανίνι τους οποίους γνωρίζανε προσωπικά και είχαν δουλέψει μαζί τους. Την εποχή που πήγα, όλοι αυτοί ήθελαν να υποστηρίξουν το κράτος όχι από άποψη πολιτική, αλλά πολιτιστικά και αυτό είναι ένα μεγάλο, σημαντικό σημείο. Ερχόντουσαν λοιπόν και διδάσκανε. Μιλάμε για τον Αϊζακστέρν, τον μεγάλο βιολιστή Τσαχέρμαν, τον Αρθούρο Ρούμπινσταϊν που είχα την τύχη να μιλήσω μαζί του μια ώρα, έναν άνθρωπο απίστευτο. Μιλάμε για τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, τον Ζούμπιν Μέτα, τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, όπου ήμουν δυο χρόνια βοηθός του. Γνώρισα λοιπόν έναν πολιτισμό ευρωπαϊκό, όχι ισραηλινό, ο οποίος συναντιόταν εκεί πέρα απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου για να δώσει κάποιο φως το οποίο εγώ το πήρα. Οι άλλοι δεν ξέρω… Και έπαιξε για μένα πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί βγαίνοντας από τον Βόλο, δεν ήξερα πού ακριβώς να πάω. Το να πάει κανείς στο Παρίσι, μπαίνει σε μια σχολή πάρα πολύ σκληρή, η οποία βγάζει προϊόντα. Το να πάει κανείς στο Λονδίνο, είναι το ίδιο. Στο Ισραήλ ήταν ανοιχτά τα πράγματα, τώρα δεν ξέρω. Είχαμε πάρα πολύ καλούς δασκάλους και μουσικούς. Η Φιλαρμονική του Ισραήλ ήταν απ’ τις καλύτερες ορχήστρες που υπήρχαν και βέβαια όλοι οι μεγάλοι μαέστροι ερχόντουσαν και μπορούσε κανείς να τους συναντήσει. Δεν ήταν όπως σε άλλες πόλεις ή χώρες τα άτομα αυτά, κι αυτό γιατί εκεί αισθάνονταν άνετα και ανοιγόντουσαν και έτσι μπορούσε κανείς να τους μιλήσει. Έτσι ήταν τότε, δυστυχώς η πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα σε όλα αυτά τα κράτη έχει καταστρέψει αυτά. Και μάλιστα οι πολιτικές εξελίξεις μέσα στο Ισραήλ οδήγησαν στην απομάκρυνση αυτών των ανθρώπων. Δεν ήταν πια διαθέσιμοι να στηρίξουν ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην φιλελευθερία που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει.

Ερρίκο, έχεις κάποια ευχή – όραμα προς τους νέους μουσικούς της πατρίδας μας;
Θα ακουστεί πολύ δύσκολο αυτό το οποίο πρόκειται να πω. Η ευχή που δίνω στους νέους είναι να μπορέσουν να βγουν από την Ελλάδα, διότι μέσα στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να αναπτυχθεί κανείς και σ’ αυτό φταίει ότι δεν υπάρχουν οι υποδομές, αλλά υπάρχει και μια νοοτροπία η οποία αντί να βοηθάει τα ταλέντα μας, κοιτάει πώς να τα χαντακώσει. Οπότε είναι καλύτερο για τα παιδιά, αν καταφέρουν, να βγουν έξω. Πιστεύω πάρα πολύ στις νέες γενιές και θα τους έλεγα να μην κάνουν τα λάθη των πατεράδων και των παππούδων τους και χρησιμοποιώ το αρσενικό γένος όχι τυχαία, αλλά γιατί αυτά τα λάθη είναι ανδρικά. Αρκεί να κοιτάξουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε για να δούμε τα τεράστια λάθη που έχουν γίνει… Πρέπει να βγούνε, όχι γιατί η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι κακή, γιατί η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ καλή, μπορώ μάλιστα να πω χωρίς να θέλω να υπερβάλλω ότι τα θεωρητικά που μαθαίνουν στα ωδεία είναι καλύτερα από αυτά σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο, μέχρι ενός βασικού σημείου. Και μιλώ για τη φούγκα, για την αρμονία, την αντίστιξη, όπου οι Γερμανοί τα έχουν κάνει πολύ δύσκολα και περίπλοκα, ενώ εδώ είναι πολύ καθαρά και καλοφτιαγμένα. Δεν είναι αυτό. Δεν αρκεί, όμως, ο σπόρος να είναι καλός, θέλει και το έδαφος για να βγάλει ρίζες. Και αν βγάλει ρίζες μπορεί να βγει και ένα φυτό. Δεν έχω οράματα, δεν ξέρω… Είναι η ηλικία μου, η εμπειρία μου; Αλλά τα οράματα είναι εξωπραγματικά. Είμαι άνθρωπος της δράσης. Κάνω κάτι και βλέπω το τι γίνεται και συνεχίζω με αυτό που μου ανοίγει τον δρόμο. Το να οραματίζεται κανείς πρέπει να ξέρει τι είναι όραμα. Και το όραμα δεν έχει θέση στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα έχει θέση μόνο η δράση και αυτό το οποίο πραγματικά γίνεται. Λοιπόν, το μόνο που πρέπει κανείς να ξέρει, είναι ότι ξεκινάμε από κάπου, βάζουμε έναν στόχο και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα φτάσουμε σε αυτό τον στόχο, θα φτάσουμε κάπου αλλού, σε άλλους στόχους. Μας το είπε ο Όμηρος εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά κανείς δεν θέλει να το καταλάβει. Τον διαβάζουμε, αλλά έχουμε μείνει ντουβάρια και μάλιστα μας τα έχουν ξαναπεί, μας τα είπε ο Καζαντζάκης, ο Καβάφης το τι σημαίνει Ιθάκη, όμως εμείς εξακολουθούμε να οραματιζόμαστε, γιατί όταν κάνουμε οράματα, καθορίζουμε εμείς τι οραματιζόμαστε, ενώ η πραγματικότητα είναι μια σχέση κοινωνικής πραγματικότητας και ατόμου. Λοιπόν, δεν έχω οράματα και τα αποφεύγω και συμβουλεύω να αποφεύγονται γενικά. Ο στόχος είναι να ξεκινήσει κάποιος ένα ταξίδι και να μπορεί να το ξεκινήσει χωρίς στόχο. Αυτά είναι αυτά που έχω να πω για τους νέους.

Και κάτι ακόμη τελευταίο, περνά από τη σκέψη σου η επιστροφή στην πατρίδα, έστω και σαν μουσικό δρώμενο;
Στην Ελλάδα έρχομαι και όταν έρχομαι, δεν έρχομαι για τα χρήματα, δεν εξαρτώμαι από αυτά τα χρήματα που μπορεί να δώσει η Ελλάδα. Έρχομαι γιατί μου αρέσει και θέλω να προσφέρω στον τόπο μου. Όταν με καλεί κάποιος ή κάποια ορχήστρα και μπορώ να προσφέρω, το κάνω πάντα με την ευχαρίστηση κι από την καρδιά μου. Δεν θα πάω, όμως, να χτυπάω πόρτες, να παρακαλέσω κάποιον να με καλέσει, αυτό δεν το κάνω όπου κι αν βρίσκομαι. Όποιος θέλει ας χτυπήσει την πόρτα και θα έρθω. Είμαι εδώ για να βοηθήσω.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το