Άρθρα

Επανορθωτική δικαιοσύνη και διαμεσολάβηση

Της Χρυσάννας Σιάτρα*

Η αποκαταστατική δικαιοσύνη αποτελεί μια νέα, παγκόσμια τάση στους τομείς της θυματολογίας και της εγκληματολογίας, μια νέα δυναμική που αναζητεί να φέρει μεταβολές στο ποινικό δίκαιο. Στην περίπτωση της ποινικής δικαιοσύνης, το έγκλημα προσβάλλει το ίδιο το κράτος και ο ένοχος πρέπει να λάβει την κατάλληλη τιμωρία, η οποία καθορίζεται και επιβάλλεται από τους κρατικούς λειτουργούς. Αντιθέτως, στην επανορθωτική δικαιοσύνη θύματα είναι οι άνθρωποι και η ευθύνη για την αποκατάσταση της βλάβης ανήκει στον δράστη, ενώ ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα επανορθώσει, προκύπτει μέσα από τη συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών.
Μία μέθοδο επανορθωτικής δικαιοσύνης αποτελεί και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, ο οποίος εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 3898/2010.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι μια επιβοηθούμενη διαπραγμάτευση, είναι, δηλαδή, η εκούσια διαδικασία, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και μετά το πέρας της πρωτόδικης δικαστικής διαδικασίας, κατά την οποία τα μέρη μιας διαφοράς (συνοδευόμενα από τους δικηγόρους τους) επιβοηθούνται από ένα ουδέτερο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο τρίτο μέρος, τον διαμεσολαβητή, που οι ίδιοι επιλέγουν, να διαπραγματευτούν μια συμφωνία, η οποία αποτυπώνεται, σε περίπτωση θετικής έκβασης της όλης διαδικασίας στο πρακτικό της διαμεσολάβησης, το οποίο με την κατάθεσή του από τον διαμεσολαβητή στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου διεξαγωγής της διαδικασίας, αποκτά ισχύ δικαστικής απόφασης και μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά. Η διαμεσολάβηση αναγνωρίζει την πολύπλοκη φύση των συγκρούσεων κι αποδέχεται την έκφραση εσωτερικών αναγκών και αιτημάτων από τα άτομα, δίνοντας σε αυτά πρωτεύουσα και ουσιώδη θέση στη διαδικασία, ώστε να εξασφαλιστεί, όχι μόνο η παύση της διαμάχης, αλλά και η επίλυση της τελευταίας, με ένα αίσθημα ικανοποίησης και ψυχικής γαλήνης.

Πλεονεκτήματα:
-Το χαμηλό κόστος συγκριτικά με τη δικαστική οδό, αφού μια δικαστική διαμάχη μπορεί να διαρκέσει και πάνω από 10 χρόνια.
-Η εμπιστευτικότητα που διέπει την όλη διαδικασία, αφού όλα τα μέρη που συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση, υπογράφουν ρήτρα εμπιστευτικότητας, εχεμύθειας και απορρήτου σε αντίθεση με την «ενοχλητική» για πολλούς υποχρεωτικά δημόσια διεξαγωγή της δίκης. Ιδιαίτερα στον χώρο των επιχειρήσεων, στον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο, όπου ο χρόνος είναι χρήμα, η οικονομική και μη χρονοβόρα επίλυση των διαφορών τους προβαίνει επιτακτική και άμεση δίχως την εμπλοκή τους με τη δικαστηριακή πρακτική με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φήμη τους.
-Η ταχύτητα, η αποτελεσματικότητα και η ευελιξία, αφού σε μία μέρα μπορούν τα μέρη να επιλύσουν ειρηνικά τη διαφορά τους με μία δεσμευτική απόφαση ισάξια με τη δικαστική και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις να συμφιλιωθούν.
-Το γεγονός ότι η επίλυση της διαφοράς θα γίνει από τα ίδια τα συγκρουόμενα μέρη της διαφοράς και συνεπώς θα είναι προσανατολισμένη στα συμφέροντα και στις ανάγκες τους (win-win situation) και δεν θα είναι αποτέλεσμα ενός τρίτου μέρους, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τη δικαστική οδό όπου ο δικαστής με τον όποιο χρόνο και έγγραφα έχει στη διάθεσή του οδηγείται στη λήψη μιας απόφασης που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στα ουσιαστικά συμφέροντα των μερών.
-Ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας, αφού τα μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούν.
-Η απλότητα της διαδικασίας και το φιλικό κλίμα σε αντίθεση με την ψυχρή και συνήθως κατάμεστη αίθουσα του δικαστηρίου.
-Η ψυχική γαλήνη, αφού σε λίγο χρόνο και με λίγο χρήμα μπορεί να λύσει κάποιος τη διαφορά του. Η διαμεσολάβηση είναι μία ανθρωποκεντρική διαδικασία, κάτι που σημαίνει ότι δίνει χώρο στην έκφραση των συναισθημάτων των συμμετεχόντων, ώστε να αποφορτιστούν και κατά συνέπεια να αποφορτιστεί η ίδια η ουσία της διαφοράς και να βρεθούν οι ρίζες της με σεβασμό πάντα στην προσωπικότητα του άλλου μέρους.

Η διαμεσολάβηση ως εργαλείο ζωής
Παρά το γεγονός ότι η διαμεσολάβηση έχει θεσμοθετηθεί στην ελληνική έννομη τάξη από το 2010 δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη σε μεγάλο εύρος, σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία. Είναι δεδομένο ότι η θεσμοθέτηση ενός νέου μηχανισμού επίλυσης συγκρούσεων χρειάζεται χρόνο και αλλαγή κουλτούρας, ενώ όσο αυξάνεται η ανάγκη αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και η ανάπτυξη της επανορθωτικής ή αποκαταστατικής δικαιοσύνης, η διαμεσολάβηση σε βάθος χρόνου είναι βέβαιο ότι θα αναπτυχθεί. Γενικότερα η διαμεσολάβηση θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα σπουδαίο εργαλείο ζωής. Η ενεργητική ακρόαση και η ενσυναίσθηση αποτελούν κορυφαίες δεξιότητες για την επιτυχή έκβαση όλης της διαδικασίας. Η κατανόηση, η αναγνώριση της θέσης, του συναισθήματος και των σκέψεων του άλλου αποκαθιστούν τις διόδους επικοινωνίας, που συνήθως έχουν διαρραγεί σε μια σύγκρουση. Όσο περισσότερο βάρος δίνεται στις θέσεις, τόσο λιγότερο ικανοποιούνται τα θεμελιώδη συμφέροντα των μερών, ενώ όσο πιο ακραίες οι θέσεις, τόσο περισσότερος χρόνος απαιτείται για μία εφικτή συμφωνία. Βασικά στοιχεία αποτελούν η επικέντρωση στις ανάγκες των εμπλεκόμενων μερών και όχι στις θέσεις αυτές καθεαυτές, καθώς οι τελευταίες τείνουν να είναι από τη φύση τους αδιαπραγμάτευτες σε αντίθεση με τις ανάγκες. Επιπλέον, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση αποτελεί και η υιοθέτηση των ορίων εκείνων που θα επιτρέψουν να πραγματοποιηθεί μια υγιής αλληλεπίδραση.

Εν κατακλείδι από τα παραπάνω διαφαίνεται πόσο σημαντικός είναι ο θεσμός της διαμεσολάβησης για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ορθή λειτουργία ενός κράτους δικαίου, αφού σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. στις οικογενειακές διαφορές, στις οποίες εμπλέκονται και παιδιά, θα έλεγα ότι ίσως θα έπρεπε να αποτελεί μονόδρομο για τους γονείς η λύση της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και η απομάκρυνση από τυχόν αντιδικίες και εναπόθεσης μιας τόσο ευαίσθητης υπόθεσης στην ευχέρεια κάποιου δικαστή που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε ποτέ να αποφασίσει με τον ίδιο τρόπο, όπως στην περίπτωση που την απόφαση στην ουσία δομούν οι δύο γονείς από κοινού. Τέλος, παρά το γεγονός ότι ο θεσμός έχει πολλούς πολέμιους – και θα συμφωνήσω ότι ο τρόπος που σήμερα υφίσταται χωρεί πολλαπλών βελτιώσεων – είναι χρέος όλου του δικηγορικού σώματος να ενημερώνει περί του θεσμού τους πελάτες του, όπως αποτυπώνεται και στο άρθρο 130 του κώδικα περί δικηγόρων και φυσικά πάντα να προσπαθεί πρώτα να λύσει τις διαφορές των πελατών εξωδικαστικά με ειρηνικό τρόπο – ειδικά σε ορισμένες διαφορές, όπως οι οικογενειακές, στις οποίες εμπλέκονται και ανήλικα τέκνα πολλές φορές – και όχι κάποιες φορές θα τολμούσα να πω ακόμα και να ωθούν στην αντιδικία τους πελάτες τους θυσιάζοντας την ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης στον βωμό των χρημάτων.

*Η Χρυσάννα Σιάτρα είναι δικηγόρος δικηγόρος MSc – διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το