Ελλάδα

Η Ελληνίδα που σάρωσε στο Φεστιβάλ του Ντε Νίρο!

Στα τέλη Απριλίου σε ένα αμερικανικό φεστιβάλ που συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα ανοιξιάτικα ραντεβού της παγκόσμιας κινηματογραφικής σκηνής με τη σφραγίδα του σπουδαίου Ρόμπερτ Ντε Νίρο, μία Ελληνίδα σκηνοθέτις κράτησε στα χέρια της το σημαντικότερο βραβείο του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος.

Μια βράβευση που έρχεται να προστεθεί στις πολλές διακρίσεις που έχουν κατακτήσει οι Ελληνες δημιουργοί τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίο παράδειγμα αυτό του Γιώργου Λάνθιμου, ο οποίος όχι μόνο επιστρέφει φέτος για τρίτη φορά με το «The killing of a sacred deer» στο Φεστιβάλ των Κανών, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη αυτές τις μέρες, αλλά και θεωρείται ένα από τα φαβορί της Κρουαζέτ για τον Χρυσό Φοίνικα.

Περιχαρής, λοιπόν, η Ελίνα Ψύκου, βρέθηκε το βράδυ της 27ης Απριλίου να κοιτάει τον κόσμο από ψηλά στη νεοϋορκέζικη σκηνή του Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, δίπλα στον ηθοποιό Γουίλεμ Νταφόε, πρόεδρο της κριτικής επιτροπής.

Το δεύτερο κινηματογραφικό της «παιδί», «Ο γιος της Σοφίας», ένα σκοτεινό παραμύθι ενηλικίωσης στην Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ανάμεσα στον ρεαλισμό και το όνειρο, με πρωταγωνιστές τους Βίκτορ Κόμουτ και Βάλερι Τσεπλάνοβα, κατάφερε να γίνει η πρώτη ελληνική ταινία που διακρίνεται στην 16χρονη ιστορία του φεστιβάλ. Και όχι, η Ψύκου δεν είναι αυτό που λέμε «νεοεμφανιζόμενη». Το βραβείο της Τραϊμπέκα είναι η αναγνώριση της έως σήμερα ξεχωριστής πορείας της. Απόφοιτος της Σχολής Λυκούργου Σταυράκου όπου σπούδασε σκηνοθεσία, αλλά και της Παντείου απ’ όπου πήρε πτυχίο Κοινωνιολογίας, η ίδια έδωσε δείγματα γραφής με μικρού μήκους ταινίες, ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής Guanaco μαζί με τους Ρηνιώ Δραγασάκη, Παναγιώτη Φαφούτη και Σοφία Εξάρχου, διακρίθηκε στα φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και του Βερολίνου για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, την «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» (2013) και είναι σήμερα πρόεδρος της Ενωσης Σκηνοθετών και Παραγωγών του Ελληνικού Κινημτογράφου.

«Ηταν έκπληξη»
Πώς είναι όμως ν’ ακούς από επώνυμα χείλη ότι βραβεύεσαι; Tι συμβαίνει στην περίφημη διοργάνωση του Ντε Νίρο; «Eίναι ένα πολύ ζωντανό φεστιβάλ… Βλέπεις την ταινία σου σε συνθήκες στις οποίες δεν έχεις συχνά πρόσβαση», μας περιγράφει η Ελίνα Ψύκου.

«Από την άλλη, είναι ένα αμερικανικό φεστιβάλ, κάτι που αρχικά δυσκολεύει έναν Ευρωπαίο. Στην πορεία όμως χαλαρώνεις και το απολαμβάνεις αγκαλιά με έναν κουβά ποπ κορν! Χορτασμένη από ποπ κορν λοιπόν, όταν άκουσα τον Γουίλεμ Νταφόε να λέει το όνομά μου, πήδηξα από το κάθισμά μου και εκσφενδονίστηκα στη σκηνή. Δεν γνωρίζαμε για τη βράβευση, ήταν έκπληξη, άρα η αντίδρασή μου ήταν αυθόρμητη, σχεδόν παιδική», παραδέχεται.

Μια ιδιαίτερα σημαντική έκπληξη όμως συνιστά και το σχόλιο των μελών της κριτικής επιτροπής σχετικά με την ανάδειξη του «Γιου της Σοφίας» σε κορυφαία διεθνή ταινία του φεστιβάλ. Ηταν η ταινία που τους «προκάλεσε να δουν τα πράγματα με νέο τρόπο και τους γοήτευσε με την αναπάντεχη ανθρωπιά των δύσκολων χαρακτήρων της». Ποια η σημασία αυτής της βράβευσης, ρωτάμε τη δημιουργό, για να αποσαφηνίσουμε σε πρακτικό επίπεδο τον χάρτη των φεστιβαλικών διαδρομών μιας ταινίας.

Το βραβείο της Ψύκου συνοδεύεται από το χρηματικό έπαθλο των 20.000 δολαρίων, χορηγία του συνδρομητικού κολοσσού Netflix. «Το βραβείο σε κάνει να νιώθεις δικαίωση και σου δίνει κουράγιο να συνεχίσεις.

Είναι τόσο εξαντλητικό το να κάνεις μια ταινία, που συχνά λίγο πριν φτάσεις στο τέλος, λες πως ήταν η τελευταία φορά. Ε, ένα βραβείο σού κλείνει το μάτι και σου λέει πως τελικά δεν ήταν η τελευταία φορά», λέει η Ψύκου συνεχίζοντας: «Σε πρακτικό επίπεδο, μια διάκριση μπορεί να βοηθήσει την ταινία να βγει και στο κύκλωμα της κανονικής διανομής, πέραν δηλαδή της φεστιβαλικής διανομής, να ακολουθήσει η διανομή στις αίθουσες διαφόρων χωρών. Ολο αυτό το κομμάτι είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ελληνική παραγωγή, μια και έτσι σιγά σιγά, η ελληνική ταινία αποκτά ένα brand name που την βοηθά να καθιερωθεί στη συνείδηση τόσο των επαγγελματιών όσο και των θεατών».

Και ο Ντε Νίρο; Η αίγλη που προσφέρει το θρυλικό όνομά του είναι το α και το ω του φεστιβάλ.

Ο Μίσα, δημοφιλής μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας το 1980 και ένας εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας «Ο γιος της Σοφίας».

«Τον συνάντησα σε ένα μπραντς που έγινε για όλους τους σκηνοθέτες του φεστιβάλ (περίπου εκατό). Μας καλωσόρισε, επισημαίνοντας πόσο δύσκολο είναι να είσαι σκηνοθέτης. Επειτα, ήταν εκεί ανάμεσά μας, πολύ ανοιχτός στο να μιλήσει και να φωτογραφηθεί. Ενιωθες πως όλοι ή σχεδόν όλοι κάτι ήθελαν από αυτόν. Εμένα αυτή η εικόνα λίγο με τρόμαξε. Τον πλησίασα, φλερτάροντας πολύ έντονα με την ιδέα να του μιλήσω. Δεν το έκανα τελικά. Ηταν αρκετό που τον έβλεπα και τον παρατηρούσα. Εχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία με τους διάσημους και με τη διαχείριση της εικόνας τους. Είναι κάτι που με απασχολεί και με ιντριγκάρει πολύ. Αμέσως τον φαντάστηκα στην προσωπική του ζωή, εκεί που δεν είναι αυτός που όλοι ξέρουμε».

Προσπάθεια αναγέννησης

Το Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα αποτελεί μια κινηματογραφική γιορτή προσανατολισμένη στους ανεξάρτητους δημιουργούς διά χειρός Ρόμπερτ Ντε Νίρο και των συνεργατών του Κρεγκ Χάτκοφ και Τζέιν Ρόζενταλ, σε μια προσπάθεια αναγέννησης της περιοχής μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το