Τοπικά

Έχει στην αυλή του χίλια περιστέρια….”Θ”

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ-3

Το μεγάλο πάθος του Δημήτρη Σωτηρίου είναι η εκτροφή περιστεριών. Ο Βολιώτης περιστεράς, ο οποίος στο φιλικό κύκλο του είναι πιο πολύ γνωστός με το ψευδώνυμο «Μπλακ», στην αυλή του σπιτιού του στη Νέα Δημητριάδα έχει πάνω από 1.000 περιστέρια, συνεχίζοντας έτσι μία οικογενειακή παράδοση πολλών δεκαετιών. Ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και πλέον συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους εκτροφείς περιστεριών στο Βόλο, με τον ίδιον να μην κρύβει την αγάπη του σ’ αυτό που κάνει για περισσότερο από μισόν αιώνα.

Ο 62χρονος Βολιώτης θυμήθηκε με συγκίνηση την στενή σχέση που έχει αναπτύξει η οικογένειά του με τα περιστέρια, ενώ συγκρίνοντας το χθες με το σήμερα, τόνισε: «Τα είχε ο πατέρας μου από 11 χρονών παιδί. Αν σκεφτείς ότι γεννήθηκε το 1924, ξεκίνησε να ασχολείται με αυτά το ’35 πολύ πριν τον πόλεμο. Είχε πάρει δύο ζευγάρια από έναν γνωστό του και μετά έφτιαξε γύρω στα εκατό. Τότε έμενε στη Νέα Δημητριάδα, όπως κι εγώ. Πολύ αργότερα, όταν ο πατέρας μου πήγαινε για δουλειά κι εγώ ήμουν επτά χρονών πιτσιρικάς, επειδή ήταν καροτσέρης κι έφευγε πολύ νωρίς από το σπίτι, δεν προλάβαινε να τα ταϊσει το πρωί. Έλεγε στη μητέρα μου: «Ξύπνησε το μικρό να ταϊσει τα περιστέρια και μετά να πάει στο σχολείο. Έτσι ασχολήθηκα κι εγώ. Μάλιστα, συχνά-πυκνά θυμάμαι μία παροιμία που λέμε όσοι έχουμε περιστέρια: «Περιστεράς γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Πρέπει να ασχολείσαι από τα γεννοφάσκια σου, για να το αγαπήσεις. Ο πατέρας μου είχε γύρω στα 150 περιστέρια μάξιμουμ. Οι παλιοί περιστεράδες δεν κρατούσαν περισσότερα. Τότε τα χρόνια ήταν φτωχικά και δυσκολεύονταν να συντηρήσουν περισσότερα. Πήγαιναν στα αλώνια, φόρτωναν τα στάρια στα κάρα και ξεδιάλεγαν πέντε-δέκα σακιά για τα περιστέρια. Αντίθετα, τώρα βάζουμε καλαμπόκι, σιτάρι, πολυτροφή, ρύζι, φακή. Όλα αυτά τα αναμειγνύεις, ώστε να έχουν ποικιλία στην τροφή τους».

Καθημερινά η αυλή του 62χρονου Βολιώτη γεμίζει από φίλους και συνάδελφους... περιστεράδες
Καθημερινά η αυλή του 62χρονου Βολιώτη γεμίζει από φίλους και συνάδελφους… περιστεράδες

Η ενασχόληση του Δημήτρη Σωτηρίου με τα περιστέρια δεν είναι εύκολη υπόθεση και χρειάζεται να αφιερώνει καθημερινά πολλές ώρες για την περιποίηση των πουλιών: «Έφτασα 62 χρονών. Ασχολούμαι πάνω από μισό αιώνα και δεν έχω σταματήσει ούτε μία ημέρα να τα φροντίζω. Πρέπει να αφιερώνεις πολλές ώρες.
Χάνεις την άνεσή σου. Δεν μπορώ να πάω πουθενά. Αν είχα ένα κουμάσι, θα μπορούσα να αναθέσω σε κάποιον να τα ταϊσει και να φύγει. Είναι κουραστική δουλειά και θέλει χρόνο. Θέλουν δύο φορές την ημέρα τάισμα. Το πρωί τρώνε ελαφρύτερα, ώστε να μπορούν να πετάξουν το απόγευμα. Εάν είναι χορτάτα, δεν σηκώνονται. Έπειτα, θέλουν την καθαριότητά τους, τις βιταμίνες τους ή όταν αρρωσταίνει ένα περιστέρι, πρέπει να πάρει την αντιβίωση που χρειάζεται. Παρόλα αυτά, χωρίς ίχνος υπερβολής είναι η ζωή μου όλη. Αγαπώ πολύ αυτό που κάνω».
Στη συνέχεια ο Δημήτρης Σωτηρίου αναφέρθηκε στις ποικιλίες που διατηρεί: «Τα περισσότερα που έχω είναι τα λεγόμενα οτζίδικα ή βούτες. Τα λένε έτσι γιατί πετάνε πολύ ψηλά, σχεδόν χάνονται στα σύννεφα. Δεν τα βλέπει το μάτι σου. Τότε βγάζεις κάποια άλλα που τα λέμε αραματζήδες ή παπαγάλους, όπως είναι πιο γνωστά στην Αθήνα. Αυτά πετάνε χαμηλότερα και δίνεις έτσι το σύνθημα στο σμήνος με τα οτζίδικα να πέσουν. Κυριολεκτικά κάνουν βουτιά και προσγειώνονται δίπλα σου. Τα περιστέρια μπορούν να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες, μέχρι και 145 χιλιόμετρα την ώρα. Έπειτα έχω ταχυδρόμους. Η Θεσσαλονίκη κυριολεκτικά «πνίγεται» από ταχυδρομικά περιστέρια. Υπάρχουν σχολές που τα εκπαιδεύουν, ενώ γίνονται και διαγωνισμοί. Για μένα μετράει να είναι γερό, να πετάει ψηλά και όταν το ρίχνεις, να μην πέφτει σε άλλο κουμάσι, αλλά να γυρίζει σε σένα. Να έχει όμορφα φτερά, να ανοίγει την ουρά και να πέφτει γρήγορα. Όταν το καλείς, να έρχεται. Αυτό χρειάζεται εκπαίδευση, για να το σουλτίσεις, να το μάθεις δηλαδή να πετάει. Αφού το κρατήσεις ένα χρόνο, μετά έχεις την απαίτηση να το πετάξεις και να γυρίσει. Αν δεν το κάνει, δεν το κρατάς».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ-1
Κλείνοντας, ο έμπειρος εκτροφέας μίλησε για τις… κόντρες των περιστεράδων, αλλά και τις τιμές που φτάνουν ορισμένες ράτσες, επισημαίνοντας: «Υπάρχει ένας άγραφος νόμος ανάμεσά μας: Όσα σου πιάσω κι όσα μου πιάσεις, χωρίς να υπολογίζω αυτά που χάνονται από τα σαϊνια, ένα είδος γερακιού. Εάν ο άλλος είναι φίλος θα στα επιστρέψει. Τοποθετούμε ειδικά δαχτυλίδια στα πόδια τους, με τα στοιχεία του ιδιοκτήτη. Βέβαια πολλοί περιστεράδες, όταν κατεβάζουν ξένα περιστέρια δεν τα γυρίζουν. Τα κρατάνε και τα πουλάνε. Είναι πώς θα τύχει κάθε φορά, αφού τα περιστέρια έχουν πολλά σκαμπανεβάσματα. Για τις βούτες οι τιμές τους ξεκινάνε από δέκα ευρώ το ζευγάρι και φτάνουν μέχρι και χίλια. Αυτή θεωρείται η καλύτερη ποικιλία που έχουμε στην Ελλάδα. Κάποτε, όταν ακόμη κυκλοφορούσαν οι δραχμές, ένας γνωστός μου από τη Θεσσαλονίκη είχε δώσει ένα εκατομμύριο για να φέρει ένα ταχυδρομικό περιστέρι από τη Γερμανία».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το