Πολιτισμός

Δημήτρης Αγγελής “Συχνά η Θεολογία πρωτοπορεί και η Εκκλησία αμήχανη σιωπά”

Ο Δημήτρης Αγγελής (Αθήνα, 1973) είναι ποιητής και δοκιμιογράφος. Διευθύνει το περιοδικό «Φρέαρ» και συνδιευθύνει την ετήσια έκδοση χριστιανικού διαλόγου και πολιτισμού «Ανθίβολα».

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Καρφιά στο σώμα, τέσσερα κείμενα στην κόψη λογοτεχνίας και θεολογίας», από τις εκδόσεις Αρμός, το νέο σας βιβλίο. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Στο μικρό αυτό βιβλίο συγκεντρώθηκαν τέσσερα μελετήματα για ισάριθμους συγγραφείς ή έργα, που καθένα σχετίζεται μ’ ένα θεολογικό, ας πούμε, «μεγαθέμα». Έτσι, με αφορμή τον «Κάιν» του Λόρδου Βύρωνα, με απασχολεί ο πρώτος φόνος στην ιστορία της ανθρωπότητας και στη συνέχεια, μελετώντας την παπαδιαμαντική «Φόνισσα», διαπραγματεύομαι την έννοια του κακού. Το ιδιότυπο έργο του Παπατσώνη μού επιτρέπει να διατυπώσω μια υπόθεση εργασίας για τη σχέση του με τον δυτικό μυστικισμό, ενώ η πορεία του σπουδαίου Ισπανού Μιγκέλ ντε Ουναμούνο με φέρνει στο θέμα του πολιτικού χριστιανισμού της αγωνίας. Το βιβλίο ξεκινάει από μία πολύ συγκεκριμένη προσωπική θέση: Ο χριστιανισμός δεν μπορεί, δεν δικαιούται να είναι πολιτικά ουδέτερος και άχρωμος. Ειδικά στην εποχή μας, που σταδιακά περιθωριοποιείται και σε πολλά μέρη του κόσμου διώκεται.

Πώς το εννοείτε αυτό;
Για να δώσω ένα παράδειγμα: Αυτή την ώρα που μιλάμε, συζητιέται έντονα μια επιστολή 160 προσωπικοτήτων προς τον πρωθυπουργό για τα θέματα των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, η οποία επιστολή μάλιστα επικαλείται τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού – στην πραγματικότητα θέλει να επικαλεστεί τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», αλλά εντέχνως τα αποκρύπτει. Ποια χριστιανικά ιδεώδη όμως; Ο ίδιος ο Χριστός, που αυτοορίζεται ως αγάπη, θυσιάστηκε πάνω στον σταυρό για όλους μας και όχι «για όλη την ανθρωπότητα, αλλά με εξαιρέσεις και αστερίσκους». Κι επιπλέον, ο ίδιος «νομιμοποίησε» τους κοινωνικά και ηθικά απόβλητους της εποχής του με τον, προκλητικό για τους συντηρητικούς, συγχρωτισμό μαζί τους. Κανονικά θα έπρεπε η ίδια η Εκκλησία να πάρει θέση στο ζήτημα αυτό και να μην το αφήνει να σέρνεται, όπως συνέβη και παλιότερα με το θέμα της Χρυσής Αυγής. Δυστυχώς έχουμε συχνά μια θεολογία που πρωτοπορεί και μια Εκκλησία που αμήχανη σιωπά, και αυτό προσωπικά με λυπεί πολύ.

Επιστρέφω στο βιβλίο. Πόσο σας δελέασε, αλλά και πόσο σας δυσκόλεψε ο επιτυχημένος συνδυασμός των θεολογικών ζητημάτων με τη λογοτεχνία;
Τόσο η θεολογία, όσο και η λογοτεχνία ασχολούνται με το πρόβλημα του νοήματος, ενέχουν αξιώσεις για τη φύση και το πράττειν του ανθρώπου, άμεσα η πρώτη, πιο έμμεσα η λογοτεχνία. Και οι δύο αντιμετωπίζουν τον ενδόμυχο εαυτό μας ως αυθεντικότερο από κάθε είδους εξωτερικότητα, άρα η συσχέτιση μεταξύ των δύο είναι αυτονόητη. Επιπλέον, ζούμε σ’ έναν πολιτισμό ζυμωμένο από τις βιβλικές αξίες, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Αφήνοντας στην άκρη όλη τη μεγάλη δυτική τέχνη, οι ταινίες του Αγγελόπουλου προφανώς φέρουν μια ορθόδοξη ματιά, το χολιγουντιανό happy-end δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προτεσταντική δικαίωση των καλών έργων κ.ο.κ. Είναι τρομερά ενδιαφέρον να ξεσκεπάζεις την κρυμμένη θρησκευτικότητα στην καθημερινότητά μας, πόσο μάλλον στη λογοτεχνία.

Διευθύνετε το λογοτεχνικό περιοδικό Φρέαρ, όπου δίνετε χώρο σε νέους, αλλά και περισσότερο γνωστούς λογοτέχνες. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η ενασχόληση;
Έχοντας ωριμάσει λογοτεχνικά μέσα στον κύκλο ενός περιοδικού, της Ευθύνης, αισθάνομαι καταρχάς ότι με το Φρέαρ ανταποδίδω την ευεργεσία που δέχτηκα κάποτε και ο ίδιος. Έπειτα, ένα περιοδικό που λειτουργεί εις βάρος των συντελεστών του (εις βάρος του χρόνου, της τσέπης τους, του προσωπικού τους συγγραφικού έργου) δεν μπορεί παρά να λειτουργεί, για όσους το αντιλαμβάνονται, ως ανιδιοτελές δώρο – ειδικά τώρα που με το mag.frear.gr η ύλη του προσφέρεται δωρεάν. Για να μη θεωρηθεί όμως ότι μου αρέσει να κυκλοφορώ με το φωτοστέφανο του αυτοθυσιαζόμενου θύματος, το Φρέαρ μού προσφέρει σε καθημερινή βάση αφάνταστες συγκινήσεις κι ενθουσιασμούς, πνευματικές γνωριμίες και βαθιές φιλίες με ανθρώπους που δεν θα είχα γνωρίσει ίσως ποτέ αν δεν υπήρχε ο κύκλος του περιοδικού. Και φυσικά, την αίσθηση της δημόσιας παρέμβασης, κάτι πολύ δύσκολο στην ασυνάρτητη εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και μάλιστα, αυτή η δημόσια παρέμβαση συνιστά παράλληλα και μια υπεράσπιση της λογοτεχνίας και ειδικά των κλασικών σπουδών σε καιρούς εργαλειοποίησης και άγριας εμπορευματικοποίησης των πάντων.

Στο 9ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης τιμηθήκατε με το βραβείο Μάκης Λαχανάς για τη συνολική σας προσφορά στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό, ενώ έχετε τιμηθεί με βραβείο μετάφρασης του Ιδρύματος Corda, με το Βραβείο Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών για την ποιητική σας συλλογή «Επέτειος» και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου». Τι σημαίνουν για εσάς αυτά τα βραβεία;
Θα πω καταρχάς ότι ανεξαρτήτως αν συμφωνώ ή όχι με τις εκάστοτε αποφάσεις των κριτικών επιτροπών, θεωρώ τα βραβεία σημαντικά γιατί αποτυπώνουν τα κριτήρια μιας εποχής. Όταν ακούω αντεπιχειρήματα συνωμοσιολογικού χαρακτήρα με ψήγματα επιχειρηματολογίας από Ντίνο Χριστιανόπουλο, καταλαβαίνω πως ήρθε η ώρα να αποσυρθώ από μια μάταιη συζήτηση. Επί προσωπικού, τώρα και πέρα από την αυτονόητη ευγνωμοσύνη: Νιώθω τις βραβεύσεις σαν ένα είδος κοινωνικής εκδίκησης σε βάρος της βαθύτατης μοναξιάς, ενίοτε και απόγνωσης που γέννησε τα κείμενά μου, αφού κάθε ποιητικό βιβλίο ή καλύτερα: Κάθε δικό μου ποιητικό βιβλίο εκφράζει μια ριζική άρνηση του παρόντος κόσμου. Κι αυτό δεν αλλάζει.

Στο πλήθος των βιβλίων που κυκλοφορούν και φθάνουν και σε εσάς κρίνετε ότι υπάρχει ποιότητα άξια προβολής;
Οι καλοί συγγραφείς συνειδητοποιούν την τραγικότητα της λογοτεχνικής τους οίησης, οι κακοί συγγραφείς δεν κατανοούν την κωμικότητά της. Τα καλά λοιπόν βιβλία ξεχωρίζουν αμέσως όχι εξαιτίας κάποιου είδους φανταχτερής λογοτεχνικής αριστείας, αλλά επειδή παρηγορούν τη μονίμως ελλειμματική ανάγκη μας για τρυφερότητα. Άρα είτε προβάλλονται είτε όχι, αργά ή γρήγορα βρίσκουν τον δρόμο για το τραπέζι ή το κομοδίνο μας. Το σημαντικότερο στο κάτω-κάτω είναι καταρχάς ν’ αντέξουμε εμείς όσο μπορούμε, όχι αυτά.

Σε ποιο ή ποια σημεία κρίνετε ότι έχουν σοβαρό πρόβλημα οι εκδόσεις στη χώρα μας;
Θα έλεγα μάλλον καλά λόγια για τον εκδοτικό κόσμο της χώρας. Σκεφτείτε ότι οι περισσότεροι εκδότες ξεκινούν από μια ιδεαλιστική αντίληψη για το βιβλίο, την παιδαγωγική σημασία της ανάγνωσης και την πνευματική εργασία, αν και πολύ συχνά δεν μπορούν να υποστηρίξουν τους συγγραφείς τους όπως πρέπει. Πάντως, το γεγονός ότι σε μια μικρή γλώσσα τυπώνονται τόσα έργα, πρωτότυπα και μεταφρασμένα, το γεγονός ότι ο χώρος δεν έχει ακόμα περιέλθει στα χέρια των γιγάντιων εκδοτικών συγκροτημάτων του εξωτερικού κι ότι σπουδαίοι, μέτριοι κι αξιοθρήνητοι έχουμε όλοι κάποιου είδους δυνατότητα έκδοσης των πονημάτων μας, είναι από μόνο του σημαντικό.

Η πανδημία μάς έκανε καλύτερους-απαιτητικότερους αναγνώστες και συγγραφείς; Ποια είναι η δική σας αίσθηση;
Το βέβαιο είναι πως η πανδημία δεν μας άλλαξε, μπορεί και να μας έκανε πιο άπληστους για ζωή, μεγαλώνοντας ενδεχομένως την απόσταση μεταξύ εκείνων που συνειδητά αποφάσισαν να φερθούν υπεύθυνα και εκείνων που παρέμειναν κυνικοί στην περιφρούρηση της ατομικής τους ευζωίας. Τουλάχιστον η πανδημία ανάγκασε πολλούς εκδότες να σκεφτούν δυο και τρεις φορές ποια βιβλία να εκδώσουν, ρίχνοντας τελικά το βάρος σε πιο ποιοτικές επιλογές. Δεν ίσχυσε πάντως το ίδιο και για τις αυτοεκδόσεις της ποίησης.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την εν αγάπη δικαιοσύνη. Εννοώ το να προσπαθείς να είσαι εσύ δίκαιος, όχι κάτι άλλο, όλα τα μεγαλόστομα κοινωνικά αιτήματα που σχετίζονται με το θέμα επικυρώνονται ή σκοντάφτουν πάνω στις προσωπικές μας καθημερινές συμπεριφορές. Και ξέρετε, στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη «δίκαιος» χρησιμοποιείται αντί του «άγιος», είναι εκείνος που προσπαθεί να βρίσκεται πάντα από τη σωστή μεριά της ιστορίας – κι ας αποτυγχάνει.

Θέλετε να μας μιλήσετε για τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;
Η νέα μου ποιητική συλλογή με τίτλο Κίτρινα όνειρα, είναι μάλλον ολοκληρωμένη κι ελπίζω να κυκλοφορήσει του χρόνου. Επίσης, έχω εδώ και πολύ καιρό ένα παραμύθι έτοιμο, το έχω ήδη ανωνύμως υποβάλει και περιμένω την απάντηση – ξέρω πως κινούμαι έξω απ’ τα νερά μου, οπότε δεν βιάζομαι. Το ίδιο είχα κάνει και με το προηγούμενο παραμύθι, Το μπαλόνι της Ζένιας, το οποίο είχε μείνει στο συρτάρι κοντά δέκα χρόνια και επαίρομαι μάλιστα ότι είχε απορριφθεί από τους πιο μεγάλους εκδότες παιδικών βιβλίων. Κυκλοφόρησε χάρη στον εξαίρετο ζωγράφο Δημήτρη Αναστασίου που το εικονογράφησε και τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, και βρέθηκε απρόσμενα στη μικρή λίστα των κρατικών βραβείων, γεγονός που ίσως αποδεικνύει ότι τα κριτήρια επιλογής τίτλων προς έκδοση δεν είναι πάντα ορθά. Παρήγορο για πολλούς συγγραφείς, δεν νομίζετε;

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το