Οικονομία

ΔΕΗ: Ψάχνει διέξοδο με μείωση προσωπικού και αύξηση στα τιμολόγια

Σε δύο άξονες κινείται η πολιτική που «βλέπει» η διοίκηση της ΔΕΗ προκειµένου να αντιστρέψει την καθοδική πορεία της επιχείρησης, που αντικατοπτρίστηκε ανάγλυφα στα αρνητικά αποτελέσµατα (ζηµιές 542 εκατ. ευρώ) τα οποία ανακοίνωσε για το 2018 και οδήγησαν στο να δεχθεί ισχυρές πιέσεις η τιµή της µετοχής της χθες.

Ο ένας άξονας αφορά τη µείωση του λειτουργικού κόστους, και συγκεκριµένα τις µισθολογικές δαπάνες. ∆εν πρόκειται για αλλαγή των υφιστάµενων εργασιακών σχέσεων, αλλά για συνολικότερη πολιτική ανανέωσης του ανθρώπινου δυναµικού, προφανώς µέσω εθελουσίας εξόδου και πρόσληψης νέων στελεχών, που θα κοστίζουν, όµως, λιγότερο στην επιχείρηση.

Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο κ. Παναγιωτάκης επ’ αυτού: «Για την ανταπόκριση του οµίλου στις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες µε προοπτική την περαιτέρω ενίσχυση και ανάπτυξή του, απαιτείται η λήψη σηµαντικών θεσµικών µέτρων, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εταιρικής λειτουργίας, ώστε να καταστεί δυνατή η ανάληψη των αναγκαίων επιχειρηµατικών πρωτοβουλιών. Επιβάλλεται η αλλαγή του θεσµικού πλαισίου που περιορίζει ασφυκτικά την επιχειρηµατική της δραστηριότητα, µε πρωταρχικό το ζήτηµα του συστήµατος των προσλήψεων. Ευέλικτο σύστηµα προσλήψεων θα επιτρέψει την εφαρµογή συγκεκριµένων προγραµµάτων, µε τα οποία θα υπάρξει δραστική µείωση του κόστους και θα ανανεωθεί και θα αναβαθµιστεί ουσιαστικά το ανθρώπινο δυναµικό. Η πολιτεία οφείλει να παραµερίσει κάθε είδους αγκυλώσεις, οι οποίες δεν εδράζονται σε καµία λογική, ιδιαίτερα εφόσον παραµένει η στρατηγική του δηµοσίου ελέγχου».

Το κόστος του ρεύµατος
Ο δεύτερος άξονας αφορά την τιµολογιακή πολιτική της ∆ΕΗ. Το κόστος του ρεύµατος, κυρίως λόγω της «κούρσας» που κάνουν στις διεθνείς αγορές οι τιµές των δικαιωµάτων εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα (πολύ σοβαρή παράµετρος πλέον της λειτουργίας των λιγνιτικών σταθµών ηλεκτροπαραγωγής), έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Παρ’ όλα αυτά, η ∆ΕΗ δεν έχει µεταβάλει τα τιµολόγιά της, ενώ το υπουργείο Περιβάλλοντος δεν ενέκρινε ούτε καν τη λεγόµενη «ρήτρα ρύπων».

Τη δυνατότητα, δηλαδή, να αυξάνουν τα τιµολόγια όταν οι τιµές των δικαιωµάτων ρύπων κινούνται πάνω από κάποιο επίπεδο. «Η ∆ΕΗ εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να µη µετακυλήσει τα αυξηµένα κόστη στους καταναλωτές» σηµείωσε µε νόηµα, σχολιάζοντας τα οικονοµικά αποτελέσµατα, ο πρόεδρος της επιχείρησης. Η διοίκηση έχει θέσει το θέµα της αύξησης των τιµολογίων, καθώς η αύξηση αυτή αποτελούσε όρο για να µπορέσει να βγει στις αγορές µε εταιρικό οµόλογο, όπως σχεδίαζε στην αρχή του χρόνου. Η άρνηση της κυβέρνησης να συναινέσει σε µια τέτοια προοπτική οδήγησε στη µαταίωση του εγχειρήµατος.

Σε κάθε περίπτωση, η ∆ΕΗ καλείται να εφαρµόσει συγκεκριµένα µέτρα, στο πλαίσιο του Επιχειρηµατικού Σχεδίου που έχει εκπονηθεί για την αντιστροφή της µειωµένης κερδοφορίας – φαινόµενο που, σύµφωνα µε την ίδια την επιχείρηση, οφείλεται στην αύξηση των δαπανών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της µεγάλης αύξησης της τιµής των δικαιωµάτων CO2, στη µεγάλη επιβάρυνση λόγω των δηµοπρασιών ρεύµατος και στη µείωση των εσόδων λόγω µείωσης του µεριδίου της αγοράς, αλλά και πτώσης της ζήτησης ρεύµατος.

Επιπλέον πρόβληµα που έχει να αντιµετωπίσει η ∆ΕΗ είναι οι ανείσπρακτες οφειλές πελατών της. «Παρά τις αποσπασµατικές προσπάθειες της διοίκησης για τη βελτίωση της εισπραξιµότητας των οφειλών το τελευταίο διάστηµα, το πρόβληµα συνεχίζει να έχει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς κυβέρνηση και διοίκηση, υιοθετώντας στο παρελθόν λογικές “δεν πληρώνω”, οδήγησαν τις οφειλές στο δυσθεώρητο ύψος των 3 δισ. ευρώ» αναφέρει η ΓΕΝΟΠ. Πρέπει να σηµειωθεί ότι τα αρνητικά αποτελέσµατα της ΔΕΗ βρίσκονται στο επίκεντρο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, µε τη Νέα ∆ηµοκρατία και το ΚΙΝΑΛ να σηκώνουν ψηλά τους τόνους, επισηµαίνοντας τον κίνδυνο χρεοκοπίας της επιχείρησης και µιλώντας για ευθύνες της κυβέρνησης και της διοίκησης που «θα αποδοθούν». Ο κ. Σταθάκης, από την πλευρά του, αποδίδει τις ζηµιές της ΔΕΗ στην αρνητική συγκυρία, «την οποία οι κινδυνολόγοι της αντιπολίτευσης επιχειρούν να αξιοποιήσουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην επιχείρηση», όπως αναφέρει.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το