Τοπικά

Χαράλαμπος Αραμπατζής: «Άρωμα» επιτυχίας από εξαγωγές σε Ευρώπη – ΗΠΑ

Η εταιρεία «Φεραία Γη» τα προηγούμενα χρόνια κατάφερε να κερδίσει το στοίχημα της καταξίωσης στον χώρο των αρωματικών φυτών. Όμως το ζητούμενο παραμένει η διατήρησή της στην κορυφή και η στροφή στις βιολογικές καλλιέργειες φαντάζει μονόδρομος για την επιχείρηση της οικογένειας Αραμπατζή.
Ο Χαράλαμπος Αραμπατζής το 2008 βρέθηκε στο πλευρό του πατέρα του, Αλέξανδρου, ο οποίος από το 1994 είχε συμβατικές καλλιέργειες. Πριν από μία δωδεκαετία, ο 43χρονος σήμερα τεχνολόγος με μεταπτυχιακό στη διοίκηση βιομηχανικών επιχειρήσεων, αποχώρησε από το εργοστάσιο τροφίμων, που απασχολούταν ως υπεύθυνος ποιοτικού ελέγχου και αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια, επεξεργασία και μεταποίηση αρωματικών φυτών. Έκτοτε, κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι και η «Φεραία Γη», όχι μόνο κατέστη βιώσιμη, αλλά εν έτει 2020 η παραγωγική δυναμικότητα των βασικών προϊόντων της, ανέρχεται σε 200.000 κιλά τριμμένης ρίγανης, 20.000 κιλά τσάι του βουνού και 600 κιλά αιθέριου ελαίου ρίγανης.

Όμως, ο δρόμος προς την επιτυχία δεν ήρθε δίχως κόπο, με τον κ. Αραμπατζή να σημειώνει: «Μυστικό δεν υπάρχει. Πάνω απ’ όλα απαιτείται δουλειά, δουλειά, δουλειά. Από εκεί και πέρα, πρέπει να αντιλαμβάνεσαι τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς για σωστά και ποιοτικά προϊόντα, αλλά χρειάζεσαι και λίγη τύχη προφανώς. Το 2010 οι οικονομικές συγκυρίες ήταν εναντίον μας, αφού πέσαμε πάνω στο πρώτο μνημόνιο. Τότε βρέθηκα στο όριο να τα παρατήσω, γιατί δεν ήταν εύκολη η διάθεση. Παρ’ όλα αυτά με υπομονή, αλλά κυρίως χάρη στο «άνοιγμά» μας στις αγορές του εξωτερικού, αντέξαμε στην πίεση. Σήμερα εξάγουμε σε οκτώ χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, ΗΠΑ και Καναδά».

Ο σωστός προγραμματισμός μοιάζει με προαπαιτούμενο για όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο τομέα: «Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός όσων καλλιεργούν τέτοια είδη. Πλέον η Μαγνησία, χάρη και στη συνεργασία μεταξύ όλων των παραγωγών, αποτελεί βασικό «παίκτη» ανά το πανελλήνιο. Για παράδειγμα, υπάρχουν δύο αποστακτήρια αιθέριων ελαίων, ένα στη ΒΙΠΕ Βόλου κι ένα στη Χλόη, όπου εκεί παράγεται μεγάλο μέρος της ελληνικής αγοράς στα αιθέρια έλαια ρίγανης και λεβάντας, που είναι τα δύο βασικά, ενώ σε μικρότερη κλίμακα γίνεται απόσταξη θυμαριού, μυρτιάς και άλλων. Γενικότερα, τα αρωματικά φυτά συγκαταλέγονται στις καλλιέργειες που αφήνουν κέρδη, έχουν όμως δυσκολίες στο κομμάτι κυρίως της συγκομιδής. Εκεί χρειάζεται πολύ μεγάλη λεπτομέρεια και στην περαιτέρω επεξεργασία. Αυτό προϋποθέτει σωστή οργάνωση. Δεν ξυπνάει κάποιος το πρωί και λέει: «Α, ωραία θα βάλω πενήντα στρέμματα ρίγανη ή δέκα στρέμματα τσάι». Κι επειδή οι περισσότερες καλλιέργειες από αυτές είναι πολυετείς, χρειάζεται ένα business plan με ορίζοντα πενταετίας τουλάχιστον. Αλλιώς τινάζεται η επένδυση στον αέρα. Ή ένα ακόμη σημείο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, είναι η υπερπροσφορά, γιατί έτσι δημιουργείται πρόβλημα στη διάθεση. Δεν μιλάμε για βαμβάκι ή σιτάρι, που θα βρεις κάπου να το δώσεις. Πόση ρίγανη να διαθέσεις; Εάν μπει σ’ όλον τον κάμπο της Θεσσαλίας ρίγανη, όσο καλό κι εάν είναι το προϊόν, η ζήτηση θα περιοριστεί. Ας μην ξεχνάμε και το θέμα με το τσάι του βουνού για παράδειγμα. Τα τελευταία δύο χρόνια, υπάρχουν πολλές αδιάθετες ποσότητες στην περιοχή μας. Όλα πρέπει να γίνονται με μέτρο».

Η στροφή στα βιολογικά προϊόντα είναι το επόμενο στάδιο για τη «Φεραία Γη», όπως υπογραμμίζει ο κ. Αραμπατζής: «Ξεκάθαρα ο στόχος της επόμενης τριετίας είναι να αυξήσουμε το ποσοστό των βιολογικών προϊόντων σε σχέση με τα συμβατικά. Τον περασμένο Φεβρουάριο συμμετείχα στην έκθεση Biofach που γίνεται στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας και είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο. Ύστερα από την πανδημία του COVID-19, η νέα τάση είναι να πάμε σε πιο natural προϊόντα. Πλέον υπάρχει πρόσφορο έδαφος να φύγουμε από τη μαζική παραγωγή. Το θετικό είναι ότι έχουμε χτίσει ένα καλό brand, όπως με τη ρίγανη. Και τώρα που η ευρωπαϊκή νομοθεσία έθεσε πιο αυστηρά στάνταρ σ’ όλα τα αρωματικά φυτά, πολλοί μεγάλοι αγοραστές και παίκτες, στράφηκαν στα ελληνικά προϊόντα, κοντράροντας έτσι π.χ. τους Τούρκους που ρίχνουν 20.000 τόνους ρίγανης στην παγκόσμια αγορά, ενώ εμείς φτάνουμε τις τρεις χιλιάδες τόνους».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το