Άρθρα

Αποτύπωμα των καταπονήσεων των πυροσβεστών στη μάχη των πυρκαγιών

Του δρ Παναγιώτη Β. Τσακλή*

Αναμφίβολα, διατρέχουμε μία περίοδο πρωτόγνωρης έξαρσης πυρκαγιών, κάτω από προκλητικές κλιματολογικές συνθήκες, που επηρεάζουν όλους μας σε προσωπικό, βιοτικό και κοινωνικό επίπεδο. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι αναφορές των ημερών σχετικά με την καταπόνηση των ατόμων που ασχολούνται με την πυρόσβεση, επαγγελματιών και εθελοντών, αφορούν τη θερμική τους καταπόνηση και τις αντιξοότητες της πυρόσβεσης, σε συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και καπνού, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τον οργανισμό τους.
Δυστυχώς, τα φαινόμενα που συνοδεύουν τη δραστηριότητα των πυροσβεστών και μιας άλλης πιο εξειδικευμένης ομάδας, αυτής των δασοκομάντος (wildfire fighters) όπως λέγονται, είναι πολύ πιο σύνθετα και πολυπαραγοντικά, ώστε οι καταπονήσεις του οργανισμού τους να εντοπίζονται σχεδόν σε όλα τα όργανα και συστήματα, αλλά και να διασυνδέονται, επιβαρύνοντας και το ψυχοκοινωνικό τους υπόβαθρο. Έτσι, αυτό που στον κλάδο της Εργονομίας και Ασφάλειας της Εργασίας ονομάζουμε «Ανθρώπινοι Παράγοντες» (Human Factors) και αφορά, μεταξύ άλλων, την αλληλεπίδραση του περιβάλλοντος και των συστατικών της εργασίας με τον εργαζόμενο, στην περίπτωσή μας παρουσιάζει υψηλή συσχέτιση και επηρεάζει υπερθετικά, το τελικό αποτύπωμα των καταπονήσεων του επαγγελματία (και εθελοντή) πυροσβέστη.

Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία καταγραφής προβλημάτων που εμφανίζουν οι πυροσβέστες σε διαφορετικές φάσεις της υπηρεσίας ή της εκπαίδευσής τους, όπως αποτυπώνονται από τη NFPA’s Survey of Fire Departments for U.S. Έτσι λοιπόν, οι περιπτώσεις εγκαυμάτων αγγίζουν το 8,5% στον χώρο της φωτιάς, αλλά παραδόξως επισυμβαίνει και ένα 4,0% κατά την εκπαίδευση των πυροσβεστών. Η εισπνοή καπνού είναι αναμενόμενα υψηλή στον χώρο της φωτιάς, σε ένα ποσοστό 5,9% των πυροσβεστών. Οι ακραίες θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την εισπνοή καπνού, μπορούν να προκαλέσουν αφυδάτωση, καταστροφή στους αναπνευστικούς ιστούς και όργανα, κράμπες και σύνδρομο «ανήσυχων ποδιών» κ.ά. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που το άτομο επιλέγει να χρησιμοποιεί υφασμάτινη bandana για να περιορίσει την εισπνοή καπνού. Εκεί, το μέγεθος των πόρων της μπαντάνας είναι περίπου 200Χ200 μm, δηλαδή 500 έως και 2000 φορές, μεγαλύτερο από την πλειονότητα των στοιχείων που βρίσκουμε στον καπνό (0.100 έως 0.400 μm). Με λίγα λόγια, τα εισπνεόμενα στοιχεία του καπνού, αερίων και υδρατμών, μπορούν να περάσουν την μπαντάνα, όπως ένα κουνούπι μέσα από μία ανοιχτή πόρτα, καθιστώντας την άχρηστη.
Οι κακώσεις όπως πληγές, αιμορραγίες, μώλωπες κ.ά. εμφανίζονται σε υψηλά ποσοστά, άνω του 20%, σε όλες τις φάσεις μετακίνησης και πυρόσβεσης, αλλά και σε επείγοντα εκτός πυρκαγιών, όπως βέβαια και κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Εντυπωσιακό είναι, η εμφάνιση καρδιαγγειακών συμβάντων και εγκεφαλικών επεισοδίων, κατά τη μετακίνηση προς την πυρκαγιά, σε ποσοστό 2,1%, πιθανότατα λόγω του αυξημένου στρες και ενίοτε στη βάση προηγηθείσας κόπωσης. Στις καταγραφές καρδιολογικών συμβαμάτων που αποτυπώνει το National Interagency Fire Center U.S. και αφορά τον κλάδο των δασοκομάντος, από το 1910 έως 2020, εμφανίζεται η αυξητική τάση με συντριπτικά ποσοστά, στους εθελοντές πυροσβέστες, από το 1994 και μετά, όπου και εντάχθηκαν επίσημα στον σχεδιασμό των ομάδων πυρόσβεσης. Σχεδόν όλοι οι πυροσβέστες που επιχειρούν σε μία περίοδο υψηλών απαιτήσεων, εμφάνισαν υψηλά ποσοστά ενδο-υπατικών λιπιδίων, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της περιόδου, γεγονός που συνάδει με τις τρομακτικές μεταβολικές αλλαγές που υφίσταται ο οργανισμός τους, σε συνθήκες αφυδάτωσης, κακής διατροφής και ορμονικών μεταβολών λόγω στρες και κόπωσης.

Ο σιωπηλός εχθρός των πυροσβεστών όμως, είναι τα μυοσκελετικά προβλήματα και κακώσεις, όπου πλέον τα ποσοστά εκτοξεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Βλέπουμε ποσοστό 49%, κυρίως μυικών κακώσεων και ρήξεων, κατά τη διαδικασία συναγερμού και μετακίνησης στο συμβάν, με αντίστοιχα ποσοστά στο 41% κατά την πυρόσβεση, αλλά και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό 56% κατά τη διάρκεια επειγόντων αστικού χαρακτήρα, (όχι πυρκαγιών). Εντυπωσιακό είναι και το ποσοστό 59%, σχεδόν 6 στους 10, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους (κυρίως λόγω απειρίας). Αυτού του είδους τα προβλήματα, μπορεί μεν να αντιμετωπίζονται θεραπευτικά άμεσα, αλλά η διαχρονικότητα επαναλαμβανόμενων επιβαρύνσεων του Μυοσκελετικού συστήματος, μπορεί να καταστήσει μερικώς ή και σε σημαντικό βαθμό ανίκανο τον εργαζόμενο.

Απαιτήσεις υπερβολικής δύναμης, επαναληπτικότητας, ύπαρξη δονήσεων, σε συνδυασμό με άβολες και παρατεταμένες στάσεις κατά την πυρόσβεση ή άλλες παρεμβάσεις, καταπονούν το μυοσκελετικό σύστημα. Επιπλέον, η χρήση του εξοπλισμού και ειδικών εργαλείων και η προστατευτική ένδυση του πυροσβέστη, τον επιφορτίζουν με πολλά κιλά, αναγκάζοντάς τον να ανταποκριθεί κάτω από τις ακραίες θερμοκρασιακές συνθήκες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από δαπάνη ενέργειας και την εμφάνιση κόπωσης. Η κόπωση, ως φαινόμενο, έχει διττή διάσταση και εμφανίζεται αφενός στο σώμα (περιφέρεια), εφόσον κουραστούν οι μυς και δαπανηθεί η αποθηκευμένη ενέργεια, αλλά και σε κεντρικό επίπεδο, στον εγκέφαλο, όπου οι φλοιικές περιοχές που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία της κίνησής μας και των επιλογών μας, «κουράζονται» εξίσου, λόγω υπερδραστηριότητας και μας οδηγούν στον φαύλο κύκλο της κούρασης, σωματικής, πνευματικής και ψυχικής. Τα φαινόμενα αυτά έχουν καταγραφεί στους πυροσβέστες, επί το έργον και αποτελούν το νούμερο ένα παράγοντα ανθρώπινου λάθους (human error) και εργατικού ατυχήματος, ελλείψει προσοχής και ατονίας.

Σημαντικό ρόλο στην πρόληψη των τραυματισμών στο πεδίο, παίζει η εκπαίδευση της τεχνικής της χρήσης των εργαλείων, όπως το αλυσοπρίονο και το τσεκούρι, που χρησιμοποιούνται κατά την αποψίλωση στις αντιπυρικές ζώνες και αλλού όπου χρειαστεί. Το λεγόμενο «κλότσημα» του αλυσοπρίονου, το οποίο συμβαίνει όταν η κεφαλή του τοποθετηθεί με λάθος κλίση σε σχέση με το ξύλο, έχει ως αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά τραυματισμών, ενίοτε σοβαρών, σχεδόν σε όλες τις περιοχές του σώματος, με κύριες, των χεριών, μηρών, ποδιών, αλλά και κεφαλής. Αντίστοιχα, αναγκαία είναι η εκπαίδευση τεχνικής χρήσης του τσεκουριού, μιας και ελλοχεύει τραυματισμούς, αλλά επιπλέον διότι, ο πυροσβέστης αναγκάζεται να αλλάζει συνεχώς τη στάση του κατά την κοπή, με αποτέλεσμα να επιβαρύνει ακραία το μυοσκελετικό του σύστημα, με κύριες περιοχές επιβάρυνσης, τη μέση και τους ώμους.
Οι διαδικασίες πυρόσβεσης, αλλά και άλλων παρεμβάσεων αστικού τύπου, απαιτούν από τους πυροσβέστες να είναι πάντα προετοιμασμένοι, να απαντούν γρήγορα, να σκέφτονται και να αντιδρούν άμεσα, εντός χρονοδιαγραμμάτων και πάντα σε επικίνδυνες συνθήκες και καταστάσεις. Για την αποτελεσματικότερη παρέμβαση, αλλά κυρίως για την ασφάλεια των πυροσβεστών (επαγγελματιών και εθελοντών), απαιτείται προφανώς σωστός προγραμματισμός και σχεδιασμός των επιχειρήσεων, καλή επικοινωνία των πληρωμάτων και των συνεργαζόμενων φορέων, αλλά και σωστές εργασιακές πρακτικές, που θα προκύψουν από τη σωστή εκπαίδευση. Η εκπαίδευση, θα πρέπει να συνθέτει τα τεχνικά στοιχεία των εφαρμογών και παρεμβάσεων, με την επίγνωση και αναγνώριση των κινδύνων στα διαφορετικά περιβάλλοντα και έτσι να μάθει στους επαγγελματίες, τρόπους άμεσης προσαρμογής σε κάθε σενάριο. Τέλος, τίποτα δε θα έχει μακρόχρονο αποτέλεσμα, εάν δεν υιοθετηθεί η πρόληψη των καταπονήσεων των πυροσβεστών, μέσα από την εκπαίδευσή τους σε τρόπους βελτίωσης της φυσικής τους κατάστασης και μυοσκελετικής υγείας, αλλά και τεχνικές ψυχολογικής αυτορρύθμισης και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.

*Ο δρ Παναγιώτης Β. Τσακλής είναι καθηγητής, Εργαστήριο Εμβιομηχανικής και Εργονομίας, ΣΕΦΑΑΔ-ΤΕΦΑΑ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Dept of Molecular Medicine and Surgery, Karolinska Institute, Sweden, [email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το