Τοπικά

Από τη «Γλυκιά συμμορία» στη σκηνή του «Ορφέα»

Η αγάπη του για το θέατρο εξελίχθηκε σε έθος, δηλαδή συνήθεια. Και κάπως έτσι η Ερασιτεχνική Θεατρική Ομάδα Σκοπέλου, (Ε.Θ.Ο.Σ., το ακρωνύμιό της), που δημιούργησε ο Τάκης Μόσχος στο νησί των Βορείων Σποράδων, το απόγευμα της περασμένης Κυριακής ξεκίνησε τις συναντήσεις της για 8η συνεχόμενη χρονιά. Ο γνωστός ηθοποιός ηγείται της ομάδας «Ε.Θ.Ο.Σ», με σκοπό την ανάδειξη της θεατρικής τέχνης στη γραφική Σκόπελο. Τόπος συνάντησης των ερασιτεχνών ηθοποιών η σκηνή του «Ορφέα», ο ιστορικός κινηματογράφος του νησιού. Ο άλλοτε πρωταγωνιστής της εμβληματικής «Γλυκιάς συμμορίας», της ταινίας που τον καθιέρωσε στον ελληνικό κινηματογράφο στις αρχές των ‘80s, από ένα διαφορετικό μετερίζι ετούτη τη φορά, «ζεσταίνει» τις ψυχές των Σκοπελιτών με τις θεατρικές παραστάσεις που επιμελείται και σκηνοθετεί.

Οι «Μπαμπάδες με ρούμι» και η «Τελευταία πράξη» ήταν τα δύο έργα που ανέβασε πριν από λίγους μήνες και προστέθηκαν στον κατάλογο των παραστάσεων που έχει δώσει η ομάδα Ε.Θ.Ο.Σ. μπροστά στο κοινό της Σκοπέλου. Στην προχθεσινή μάζωξη στον «Ορφέα», ο Τάκης Μόσχος χτύπησε το πρώτο κουδούνι για την εφετινή θεατρική σεζόν, με τον 66χρονο καλλιτέχνη να λέει: «Την Κυριακή συγκεντρωθήκαμε για πρώτη φορά, προκειμένου να δούμε πόσοι από τους παλιούς θα συνεχίσουν και ποια θα είναι τα νέα πρόσωπα στην ομάδα. Φέτος θα τα πούμε για 8η χρονιά. Τις τρεις τελευταίες έκανα από δύο παραγωγές κάθε φορά. Το 2014 ανεβάσαμε την «Άγια Νύχτα», ένα χριστουγεννιάτικο έργο που έγραψα τότε και το «Χαμάμ». Πριν από μία διετία ήταν «Οι συμπέθεροι από τα Τίρανα» και «Η πόρνη από πάνω». Μέσα στο 2017 παίχτηκαν πρώτα οι «Μπαμπάδες με ρούμι» και τον Ιούνιο πήρε σειρά η «Τελευταία πράξη». Τη φετινή σεζόν θα κάνουμε μία παράσταση και βλέπουμε».
Έπειτα από τόσα χρόνια, οι πρόβες στον «Ορφέα» εξελίχθηκαν σε αγαπημένη συνήθεια του Τάκη Μόσχου, ο οποίος εξήγησε το πώς προέκυψε η δημιουργία της θεατρικής ομάδας Ε.Θ.Ο.Σ., κάνοντας παράλληλα ένα λογοπαίγνιο με την επωνυμία της: «Από τα αρχικά της ομάδας μας, που την ονόμασα Ερασιτεχνική Θεατρική Ομάδα Σκοπέλου, προκύπτει η λέξη έθος, που σημαίνει συνήθεια. Μας βγήκε τυχαία, όταν ξεκινήσαμε πριν από χρόνια και είπα να το κρατήσω. Μετά από τόσο καιρό παραμένει μία καλή συνήθεια κι έχουμε διάφορους λόγους να το χρησιμοποιούμε ακόμη».

Ο Χαλκιδαίος ηθοποιός αναφέρθηκε επίσης στην ανταπόκριση των κατοίκων του νησιού, αλλά και το «αγκάλιασμα» του κοινού στις παραστάσεις: «Για τα δεδομένα της Σκοπέλου θεωρείται ικανοποιητική η συμμετοχή του κόσμου στην ομάδα. Ξεκίνησε ως αστείο. Όμως, ο κόσμος γούσταρε, εγώ το ίδιο, τα παιδιά που έρχονται κάθε φορά γούσταραν και το συνεχίσαμε. Και μη νομίζεις. Κάθε φορά κόσμος μπαίνει και βγαίνει στην ομάδα. Άλλοι είναι υπάλληλοι και παίρνουν μεταθέσεις, έχουμε φοιτητές που φεύγουν, άλλοι παντρεύονται και πάει λέγοντας. Όποτε ευκαιρεί ο καθένας. Μου λέει κάποιος: «Φέτος δεν θα είμαι» και σκάει άλλος. Έτσι, προσαρμόζομαι κάθε χρονιά με ποιους έχω, τι μπορούν, τι μπορώ, τι μπορούμε και μετά πάμε παρακάτω. Θεατές στις παραστάσεις έχουμε αρκετούς. Ναι, το γουστάρουν κι εκείνοι αυτό που κάνουμε και τρελαίνονται. Και στα δράματα έρχονται και στις κωμωδίες. Γελάνε με τη ψυχή τους. Κι εγώ προσπαθώ σε κάθε έργο, να κάνω έναν πρόλογο. Μία εισαγωγή, κάτι λέω, κάτι θίγω, να γίνεται ένας συνδυασμός. Στο τέλος δε, δεν ζητάω εισιτήριο. Έχω ένα κουτί, ο καθένας ρίχνει ότι θέλει. «Ήρθατε, είδατε, αφήνετε ό,τι νομίζετε», τους λέω κάθε φορά».
Ο Τάκης Μόσχος δεν περιορίζεται στα καθήκοντα του σκηνοθέτη. «Κάνω και τον σκηνογράφο, επιλέγω τη μουσική, τον βαφέα, τα πάντα δηλαδή. Δεν είναι μόνο η σκηνοθεσία και τέλος», σχολίασε και πρόσθεσε: «Έχω δύο φίλους Αμερικανούς, οι οποίοι με βοηθάνε στην κατασκευή των σκηνικών, γιατί κι εγώ ήμουν άσχετος στην αρχή. Σιγά-σιγά μαθαίνω. Τα κοστούμια είναι εκ των ενόντων, από αυτά που έχουμε κάθε φορά στη διάθεσή μας».
Η ύπαρξη της ομάδας Ε.Θ.Ο.Σ. έδωσε κι άλλη πνοή στον «Ορφέα», με τον γνωστό ηθοποιό να λέει: «Ο «Ορφέας»… Τόσα χρόνια ήταν έρημος και κενός. Ευτυχώς ο Δήμος Σκοπέλου βοηθάει. Με τον Χρήστο (σ.σ. εννοεί τον δήμαρχο Σκοπέλου Βασιλούδη) και τους υπόλοιπους στον Δήμο υπάρχει συνεννόηση. Είναι καλοί άνθρωποι. Όλα βέβαια ξεκίνησαν από ιδιωτική πρωτοβουλία. Μία κυρία εδώ, κάπως πιο ευκατάστατη και δραστήρια, ξεκίνησε τις πρώτες δουλειές κι έτσι «τσίμπησε» και ο Δήμος Σκοπέλου. Φτιάξαμε μία σκηνή, έχουμε τακτοποιήσει κάπως τα φώτα, επισκευάστηκαν κάποια κουφώματα. Μπήκε κι ένα αερόθερμο, γιατί τόσα χρόνια οι πρόβες γίνονταν μες στο κρύο. Παγώναμε. Το λύσαμε κι αυτό».
Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχουν κι άλλα περιθώρια βελτίωσης, καταθέτοντας τη δική του πρόταση: «Τόσα χρόνια δεν έχουμε βγει έξω από τη Σκόπελο, πλην μίας φοράς που παίξαμε στην Αλόννησο. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι δημοτικές αρχές με μία καλύτερη συνεννόηση μεταξύ τους, να προχωρούσαν σε μία τέτοιου τύπου σύμπραξη. Θα ήταν πολύ ωραία π.χ. αυτή η ομάδα που φτιάξαμε εδώ, σε μία ημερομηνία να φορτώναμε δύο σκηνικά, πέντε κουστούμια, να μπούμε σε ένα πλοίο και να πάμε να παίξουμε σε ένα άλλο μέρος. Δεν είναι παράπονο, μία ιδέα περισσότερο. Ή και το αντίθετο. Από άλλα νησιά θα μπορούσαν να έρχονται στη Σκόπελο. Η Αλόννησος έχει έναν θίασο πολύ δυνατό. Δουλεύουν χρόνια και έχει και πολλούς ανθρώπους που βοηθούν. Αντίθετα εδώ, τα κάνω όλα μόνος μου. Όταν είδα ένα φυλλάδιο της Αλοννήσου για μία παράσταση, πριν δυο-τρία χρόνια, παρατήρησα καμιά 20αριά ονόματα που είναι κοντά στη θεατρική ομάδα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Εκτός από τους ηθοποιούς, εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Και μιλάω για ένα support όχι οικονομικό, αλλά να βλέπεις να κινείται το πράγμα. Να είναι ζωντανό».

Παρ’ όλες τις δυσκολίες, ο Τάκης Μόσχος συνεχίζει με την ίδια διάθεση, αφού μέσα από την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία παρατηρεί τον εαυτό του να αλλάζει: «Μέσα απ’ αυτό το «σκηνοθετιλίκι» εξελίσσομαι κι εγώ ως άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ καλό και για μένα και για τα παιδιά. Μαθαίνουν να εκφράζονται, να συνυπάρχουν, να γελάνε, να κλαίνε, να τσαντιζόμαστε, να τσακωνόμαστε, να τους βρίζω, να με μισούν. Αν δεν υπήρχε κι αυτό, πώς θα ήταν το χωριό; Απλά να βουίζουν οι τηλεοράσεις με ποδόσφαιρο από το πρωί μέχρι το βράδυ ή όλη την ώρα να πίνουμε κανένα τσιπουράκι;».
Όσο για το εάν νιώθει πλέον… Σκοπελίτης, έπειτα από τόσα χρόνια παραμονής εκεί; Με το ανατρεπτικό ύφος που τον διακρίνει, απάντησε: «Με ρωτούν πόσα χρόνια είμαι στη Σκόπελο. Συμπληρώνω κοντά μία 20ετία, με κάτι μικρά διαλείμματα. Ακούω τον άλλον να αναρωτιέται εάν είναι το λιμάνι της ζωής μου. Δεν θέλει μεγάλα λόγια. Αύριο κάτι μπορεί να γίνει και να βρεθώ κάπου αλλού. Η ουσία είναι ότι Σκόπελος με δέχθηκε, με ανέχθηκε κι εγώ ησύχασα και ειρήνεψα. That’s it».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το